Mην μου Χαλάς τη Μέρα

14.01.2013
Η μεγάλη επιστροφή του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ δεν είναι ακριβώς το επιβλητικό έπος δράσης που πολλοί θα περίμεναν. Είναι ίσως κάτι πολύ καλύτερο.

Το «Μη Μου Χαλάς τη Μέρα» (όπως περίεργα –ή έτσι τουλάχιστον μοιάζει αρχικά– μεταφράστηκε το «The Last Stand») κουβαλάει την προσμονή των θεατών για δύο πολύ διαφορετικούς λόγους. Για το μέινστριμ κοινό πρόκειται φυσικά για την πολυαναμενόμενη επιστροφή του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά τον τελευταίο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Εξολοθρευτής 3: Η Εξέγερση των Μηχανών».

Για το πιο υποψιασμένο κοινό πρόκειται για το –πάντα ριψοκίνδυνο– αγγλόφωνο ντεμπούτο ενός από τους πιο ταλαντούχους Κορεάτες σκηνοθέτες, δοκιμασμένου σε είδη που ποικίλουν από την ταινία τρόμου («Α Tale of Two Sisters») έως το μοντέρνο νουάρ («Γλυκόπικρη Ζωή») και από την ακραία ιστορία εκδίκησης («I Saw the Devil») έως το εκσυγχρονισμένο γουέστερν («Ο Καλός, ο Κακός και ο Περίεργος»).

Και, ομολογουμένως, η συνάντηση αυτών των δύο ετερόκλητων ταλέντων δεν θα μπορούσε να είναι πιο ομαλή. Παρόλο το «Μη Μου Χαλάς τη Μέρα» μοιάζει εκ πρώτης όψεως να διαθέτει περισσότερα κοινά με την τελευταία από τις παραπάνω ταινίες του Τζι-Γουν Κιμ, με το γουέστερν να φαντάζει κι εδώ ως το βασικό σημείο αναφοράς, η εκτέλεση είναι ωστόσο πολύ διαφορετική, μπολιασμένη συγκρατημένα με την περσόνα του πρωταγωνιστή της και σκηνοθετημένη με ευπρόσδεκτη τρέλα.

Όχι πως το σενάριο επιφυλάσσει ιδιαίτερη πρωτοτυπία: έπειτα από μια θεαματική απόδραση κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στη φυλακή, ένας διαβόητος βαρόνος των ναρκωτικών προετοιμάζει μαζί με μια τεράστια ομάδα μισθοφόρων την έξοδό του στο Μεξικό. Το μόνο που στέκεται ανάμεσα σε αυτόν και την οριστική διαφυγή του είναι ο Σερίφης Ρέι Όουενς, που αν και εγκατέλειψε το Λος Άντζελες για μια πιο ήσυχη ζωή στην επαρχιακή Αμερική θα επιστρατεύσει τους άπειρους βοηθούς του για να μετατρέψει τη μικρή συνοριακή πόλη σε τελευταίο οχυρό του νόμου.

Με αυτήν τη σχηματική υπόθεση, το «Μη Μου Χαλάς τη Μέρα» κατορθώνει να προσφέρει σινεμά είδους που σέβεται τον εαυτό του, αλλά δεν τον παίρνει και πολύ στα σοβαρά. Προσφέρει δηλαδή μια χορταστική και ταυτόχρονα εύπεπτη δόση καλοχωνεμένων επιρροών: ένα απενοχοποιημένο και φασαριόζικο μείγμα παλιομοδίτικων ταινιών δράσης και γουέστερν, που τιμά τόσο το παρελθόν του σιτεμένου πλέον Άρνι (χωρίς ευτυχώς να τον εκθέτει με υπερβολές) όσο και τη βιρτουοζιτέ του μετανάστη σκηνοθέτη.

Χρησιμοποιώντας εμβληματικά στοιχεία της αμερικανικής δύσης, χωρίς να ακκίζεται με συνεχή σινεφιλικά κλεισίματα του ματιού, ο Κιμ παραδίδει μία από τις καλύτερες, καθαρόαιμες ταινίες δράσης των τελευταίων ετών, γεμάτη φαντασμαγορικές αποδράσεις, ντελιριακό πιστολίδι, ιλιγγιώδεις καταδιώξεις αυτοκινήτων και χαβαλετζίδικο χιούμορ. Μέχρι και το επικό φινάλε, μια αναμενόμενη όσο και απολαυστική μονομαχία που αποκαλύπτει επιτέλους θριαμβευτικά και το νόημα του ελληνικού τίτλου.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ