Ο Άνθρωπος που Πούλησε τον Κόσμο

08.10.2013
Έχοντας δυνατές στιγμές αλλά προδομένο απ’ το διδακτικό φινάλε και το άνοστο πρώτο μέρος του, το «Ο Άνθρωπος που Πούλησε τον Κόσμο» θα μείνει στην μνήμη μας ως η ταινία που σύστησε στο ευρύ κοινό το αδιαφιλονίκητο ταλέντο του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς.

Απ' την στιγμή που η ταινία σου βασίζεται σε κάτι τόσο επίκαιρο και πρόσφατο στην μνήμη του κοινού, ξέρεις πως πέρα απ' τα πολλά που έχεις να κερδίσεις, έχεις και αρκετές αρνητικές προεκτάσεις να αντιμετωπίσεις.

Στα συν, μπορείς να υπολογίσεις την χρονική συγκυρία, το μομέντουμ, μιας και μιλάμε για μια καυτή ιστορία που έχει πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, συστήνοντας το όνομα του Τζούλιαν Ασάνζ σε κάθε νοικοκυριό του πλανήτη.

Απ’ την άλλη όμως, κανείς δεν γνωρίζει αν αυτή η ιστορία έχει φτάσει στην κορύφωσή της. Ο ασπρομάλλης Αυστραλός, υπέρμαχος της άνευ όρων ελεύθερης πληροφόρησης, κατοικεί ακόμα στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο - έχοντας ζητήσει πολιτικό άσυλο, έχει αρνηθεί την έκδοσή του στη Σουηδία όπου αντιμετωπίζει κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση, ενώ επίσης δεν δίστασε να θέσει υποψηφιότητα στις αυστραλιανές εκλογές που έγιναν τον περασμένο Σεπτέμβρη.

Όσον αφορά το δικαστικό σκέλος, μόλις πριν από λίγες μέρες τελεσιδίκησε η απόφαση για την κάθειρξη 35 ετών που επιβλήθηκε στον Μπράντλεϊ Μάνινγκ, το νεαρό Αμερικανό στρατιώτη που κρίθηκε ένοχος για την διαρροή χιλιάδων απόρρητων διπλωματικών εγγράφων των ΗΠΑ στον ιστότοπο WikiLeaks που ίδρυσε ο Ασάνζ.

Είναι προφανές λοιπόν, ότι σε ένα πεδίο στο οποίο εντυπώσεις και γεγονότα είναι κάτι παραπάνω από νωπά, οποιαδήποτε απόπειρα για μια κινηματογραφική βιογραφία ενός τόσο αμφιλεγόμενου προσώπου όσο ο Τζούλιαν Ασάνζ, είναι τουλάχιστον παρακινδυνευμένη.

Μια βιογραφία εξάλλου, την οποία ο ίδιος ο Ασάνζ επιχείρησε να σαμποτάρει στέλνοντας αρχικά ένα γράμμα στον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, το ηθοποιό που τον ενσαρκώνει στο φιλμ, προσπαθώντας να τον μεταπείσει για την επιλογή του ρόλου, ενώ στη συνέχεια και ως δια μαγείας το σενάριο του «Ο Άνθρωπος που Πούλησε τον Κόσμο» διέρρευσε στην ιστοσελίδα WikiLeaks.

Παρόλα αυτά η ταινία ολοκληρώθηκε, έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Τορόντο όπου ήταν και η ταινία έναρξης αλλά το άνοιγμά της στις αμερικάνικες αίθουσες ήταν άκρως απογοητευτικό από πλευράς εισιτηρίων.

Στο αμιγώς κινηματογραφικό κομμάτι, το νέο φιλμ του Μπιλ Κόντον («The Twilight Saga: Breaking Dawn 1&2» ) σπαταλά την μισή του διάρκεια σε μια καταγραφή του success story του φιλόδοξου εγχειρήματος του Ασάνζ: απ’ τις άδειες αίθουσες και το ασθενές ενδιαφέρον του κοινού για το WikiLeaks μέχρι τις πρώτες αποκαλύψεις, τα γεμάτα αμφιθέατρα και τις συνεχείς δωρεές προς το «ψηφιακό κίνημα», ο Κόντον χρησιμοποιεί χωρίς έμπνευση τα κινηματογραφικά εργαλεία ταινιών όπως το «Social Network» για να καταλήξει σε μια πλαδαρή και συμβατική αφήγηση.

Η κάμερα ακολουθεί τον Ασάνζ και τον συνεργάτη του Ντάνιελ Μπεργκ (Ντάνιελ Μπρουλ) στα αλλεπάλληλα ταξίδια τους ανά την υφήλιο, ενώ κάπου ανάμεσα απ' τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ντουέτου, ξεπροβάλλει μια ιστορία αγάπης, η οποία εν τέλει στέκει παράταιρη και ανεξερεύνητη.

Παρόλα αυτά, στο δεύτερο κομμάτι της η ταινία αποκτά νεύρο, κερδίζει ρυθμό απ’ την χρήση της κάμερας στο χέρι και το πιο σφιχτό μοντάζ, και μετατρέπεται σε ένα κατασκοπευτικό θρίλερ με δράση και σασπένς που σε κρατάει ακόμα και αν στο περίπου γνωρίζεις την κατάληξή του.

Η αποκάλυψη όμως του φιλμ δεν είναι άλλη από τον εξαιρετικό Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ο οποίος στον ρόλο του Ασάνζ δίνει μια ερμηνεία που καθηλώνει. Σε περίπτωση που δεν έχετε δει τον τηλεοπτικό «Σέρλοκ Χολμς» ή το «Κι ο Κλήρος Επεσε στον Σμάιλι» του Τόμας Άλφρεντσον, τότε ο «Ο Άνθρωπος που Πούλησε τον Κόσμο» είναι ό,τι πρέπει για να παρακολουθήσετε τον πλέον ανερχόμενο ηθοποιό του βρετανικού σινεμά εν δράσει.

Βέβαια, στο ερώτημα αν είναι η προσωπικότητα του Ασάνζ αποτυπώνεται με αντικειμενικό και δίκαιο τρόπο στην ταινία, δεν υπάρχει κάποια ασφαλής απάντηση, αν και κατά την διάρκειά της αποκτάς την εντύπωση πως ο προβληματικός χαρακτήρας του ιθύνοντα νου πίσω απ’ το WikiLeaks, συνιστά την κινητήριο δύναμη της πλοκής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, μια πιο ανοιχτή σε ερμηνείες προσέγγιση και ένα φινάλε χωρίς περιττούς διδακτισμούς, θα ήταν σίγουρα προτιμότερα.