Χόμπιτ: Η Ερημιά του Νοσφιστή

08.10.2013
Εντυπωσιακό οπτικοακουστικά αλλά με μεγάλα αφηγηματικά προβλήματα, το «Χόμπιτ: Η Ερημιά Του Νοσφιστή» είναι η τρανή απόδειξη πως η απόφαση του Πίτερ Τζάκσον να ξεχειλώσει το σπουδαίο παραμύθι του Τόλκιν σε τρεις διαφορετικές ταινίες, ήταν μάλλον ατυχής.

Τον προηγούμενο χειμώνα, η αναμονή για τους θαυμαστές των κινηματογραφικών μεταφορών του έργου του Τζον Ρόλαντ Ρούελ Τόλκιν έλαβε τέλος όταν το «Χόμπιτ: Ένα Αναπάντεχο Ταξίδι», το πρώτο μέρος της διασκευής του Πίτερ Τζάκσον στο διάσημο παραμύθι του Άγγλου συγγραφέα, βγήκε επιτέλους στις αίθουσες.

Η υπομονή του κοινού, όμως, δεν θα λέγαμε ότι επιβραβεύτηκε, καθώς η ταινία απέτυχε να λειτουργήσει ως ορεκτικό για τα επόμενα δύο φιλμ που θα ακολουθούσαν, αφήνοντας μουδιασμένους τους λάτρεις της υψηλής φαντασίας και της Μέσης Γης. Έτσι, για το «Χόμπιτ: Η Ερημιά Του Νοσφιστή», την δεύτερη ταινία της τριλογίας, το στοίχημα του Νεοζηλανδού σκηνοθέτη θα έπρεπε να είναι ένα: να αποζημιώσει τους εκατομμύρια θεατές για το χλιαρό πρώτο πιάτο που τους προσέφερε.

Δυστυχώς όμως, το «Χόμπιτ: Η Ερημιά Του Νοσφιστή», αν και παραμένει εντυπωσιακό οπτικοακουστικά (όπως και η ταινία που προηγήθηκε), δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και κυρίως δεν αντέχει στην παραμικρή σύγκριση με τα υψηλά στάνταρντ που ο ίδιος ο κινηματογραφικός δημιουργός του έθεσε με τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Ξέχασε ο Πίτερ Τζάκσον να σκηνοθετεί ή έχασε το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στην αφήγηση συναρπαστικών ιστοριών; Η απάντηση είναι, τίποτα από τα δύο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης φαίνεται να προδίδεται από την επιλογή του να μεταφέρει ένα βιβλίο για παιδιά σε τρεις κινηματογραφικές συνέχειες, πράγμα που είναι πλέον ξεκάθαρο πως η αυθεντική ιστορία δεν αντέχει.

Είναι επίσης προφανές πως ο Τζάκσον, έχοντας γνώση της παραπάνω αδυναμίας, αποφάσισε να προβεί σε μια δημιουργική ανάπλαση του «Χόμπιτ» και μαζί με τις σεναριογράφους Φιλίπα Μπόγενς και Φραν Γουόλς, να δημιουργήσει απ’ την αρχή σκηνές και χαρακτήρες που δεν υπάρχουν στις σελίδες του πρωτότυπου βιβλίου.

Παράδειγμα πρώτο: η επιστράτευση του Λέγκολας (Ορλάντο Μπλουμ) που, αν και γιος του βασιλιά των Ξωτικών, Θραντούιλ, δεν εμφανίζεται ποτέ στο παραμύθι του Τόλκιν. Παράδειγμα δεύτερο: η επινόηση της Τάριελ, μια γυναίκας πολεμιστή των Ελφ, που έγινε με την προσδοκία να καλυφθούν τα κενά της αφήγησης με μια θηλυκή μορφή, μιας και στο βιβλίο δεν υπάρχει παρά μία γυναίκα, η Μπελαντόνα Τουκ, μητέρα του Μπίλμπο Μπάγκινς.

Οι «φανατικοί» έχουν εκφράσει ήδη την έντονη δυσαρέσκειά τους για τις παραπάνω αλλά και για τις περαιτέρω τροποποιήσεις που υπέστη η αρχική ιστορία. Βέβαια, κανείς δεν θα στεκόταν σε αυτές, αν οι αλλαγές που έγιναν, λειτουργούσαν τελικά στην ταινία. Αν εξαιρέσεις λοιπόν, τον πολυαγαπημένο Λέγκολας που προσφέρει το απαιτούμενο νεύρο και προσθέτει με τις εξεζητημένες ακροβατικές κινήσεις του ένα άρωμα «Άρχοντα», οι φρεσκογραμμένες σκηνές στις οποίες η Τάριελ φλερτάρει πότε με τον Λέγκολας και πότε με τον νάνο Κίλι (Έινταν Τέρνερ) είναι τουλάχιστον γλυκανάλατες, απογοητευτικές, και εκτός κλίματος.

Επιπροσθέτως, παραφωνίες μπορεί να εντοπίσει κανείς και στο κάστινγκ, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Εβάντζελιν Λίλι (του τηλεοπτικού «Lost»), που στον ρόλο της Τάριελ εξασφαλίζει τον τίτλο του πιο άχαρου ξωτικού στην ιστορία της Μέσης Γης, κερδίζοντας στο νήμα τον Λι Πέις, που ως Θραντούιλ, αποτυγχάνει να εκπέμψει έστω και λίγη από την λάμψη και τη σοφία που υποτίθεται πως διαθέτει ένας βασιλιάς των Ξωτικών, με κάποια χιλιάδες χρόνια στην πλάτη του.

Ευτυχώς στην αντίπερα όχθη, ο Μάρτιν Φρίμαν, έχοντας μπει στο πετσί του ρόλου του Μπίλμπο, είναι σταθερά απολαυστικός, ο Ιαν ΜακΚέλεν παραμένει ο ιδανικότερος ηθοποιός που θα μπορούσε να ενσαρκώσει τον Γκάνταλφ, ενώ οι νεοεισελθόντες Στίβεν Φράι και Λουκ Εβανς αποδεικνύονται αξιόπιστες επιλογές στους ρόλους του Άρχοντα της πόλης της λίμνης και του Βάρδου, αντίστοιχα.

Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει πως το «Χόμπιτ»του Τζάκσον είναι ένα πραγματικό υπερθέαμα. Στην σχεδόν τρίωρη διάρκειά του περιέχει κάποιες αριστουργηματικές σεκάνς, με τις εντυπωσιακές χορογραφίες να αναδεικνύουν τις σκηνές δράσεις και μια διάχυτη κωμική διάθεση να φέρνει την ταινία πιο κοντά στο ύφος του βιβλίου. Αν μάλιστα η τριλογία είχε συμπτυχθεί σε ένα φιλμ, θα μιλάγαμε για μια ταινία στο επίπεδο επιπέδου του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», που θα μπορούσε να χτυπήσει στα ίσια ακόμη και τα σημαντικά Όσκαρ.

Στην πραγματικότητα όμως, οι εκθαμβωτικές σκηνές αποτελούν την εξαίρεση καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της, η αφήγηση είναι ανιαρή και πλατιάζει με την παραμικρή ευκαιρία. Με λίγα λόγια, θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει το «Χόμπιτ» με εκείνους τους δίσκους μουσικής που περιέχουν ένα, δύο πιασάρικα κομμάτια αλλά που τα υπόλοιπα τραγούδια τους είναι εκεί απλά για να γεμίσουν την διάρκεια. Και αυτό δεν είναι αρκετά καλό.