Ο Εχθρός μου

08.10.2013
Έπειτα από δεκαετή σκηνοθετική απουσία, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος επιστρέφει πίσω από την κάμερα με ένα στιβαρό και ιδιαιτέρως επίκαιρο δράμα που, αφού διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ και προβλήθηκε σε πανελλήνια πρώτη στις 19ες Νύχτες Πρεμιέρας, ετοιμάζεται να συναντήσει τώρα το ελληνικό κοινό στις αίθουσες.

\Ολόκληρη η καινούργια ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου μοιάζει να βαδίζει διαρκώς επάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Από τη μία επειδή προσπαθεί να χειριστεί προσεκτικά, αλλά καθόλου παραχωρητικά, μια ιστορία ποτισμένη βαθιά με τις έννοιες της ξενοφοβίας, του παραβατισμού και της αυτοδικίας.

Από την άλλη, γιατί προσπαθεί να συλλάβει με όρους κινηματογραφικούς μια οικεία (αλλά όχι απαραιτήτως ορατή) νεοελληνική πραγματικότητα, στην οποία ο εκκολαπτόμενος φασισμός δεν αφορά σε οργανωμένες πολιτικές ομάδες και σε δημόσιους χουλιγκανισμούς, αλλά κατορθώνει και ανθίζει ύπουλα και υπόκωφα σε σύγχρονες αστικές γειτονιές, καλοδιακοσμημένα σπίτια και ευτυχισμένες φαμίλιες.

Ο βασικός ήρωας της ταινίας είναι ένας μεσήλικας οικογενειάρχης που βλέπει την ηρεμία, την αίσθηση ασφάλειας και την ηθική του ακεραιότητα να ζημιώνονται ανεπανόρθωτα από την βίαιη είσοδο τεσσάρων μασκοφόρων νύχτα στο σπίτι του και από τις πλείστες ψυχοσωματικές συνέπειες που αφήνει πίσω της μια τέτοια παραβίαση.

Όταν ένας απροκάλυπτα ρατσιστής γείτονας τον προσεγγίσει για να του δείξει βίντεο από μια κάμερα ασφαλείας, στο οποίο φαίνεται το πρόσωπο ενός από τους δράστες, και συνεπακόλουθα να τον ενθαρρύνει να πάρει μόνος την δικαιοσύνη στα χέρια του, ο πρωταγωνιστής θα βρεθεί στην λάθος πλευρά του νόμου, κουβαλώντας ένα γεμισμένο περίστροφο στην παλάμη του.

Επειδή, όμως, δεν βρισκόμαστε ευτυχώς στο φασίζον σύμπαν των πάλαι ποτέ δημοφιλέστατων περιπετειών εκδίκησης του Τσαρλς Μπρόνσον αλλά σε έναν «προσγειωμένο» φιλμικό κόσμο που επιμένει να αντικρίζει την γύρω μας επικαιρότητα με ψύχραιμο και διαυγές μάτι, ο «Εχθρός μου» δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει ούτε ένα διδακτικό φιλμ, ούτε ένα αιμοδιψές σενάριο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών.

Με τον επαγγελματισμό που τον διέπει και την αφηγηματική σταθερότητα που μόνο ένας βετεράνος της κάμερας θα μπορούσε να εξασφαλίσει, ο Τσεμπερόπουλος βαδιζει στέρεα στην καρδιά του δράματός του, συστήνει έναν ολότελα αληθοφανή κεντρικό χαρακτήρα (ο οποίος ευτυχεί χάρη στην ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία του Μανώλη Μαυροματάκη) και προσφέρει κλασικότροπο κοινωνικό σινεμά που θέτει ξεκάθαρα τα διλήμματά του, δεν προσφέρει εκβιαστικές απαντήσεις και ως επί το πλείστον αποφεύγει τις ευκολίες.

Και παρ’ όλο που κάποια σημεία (όπως ο χαρακτήρας-κλειδί του ημιπαράφρονα γείτονα) θα είχαν ευεργετηθεί αν ήταν δοσμένα με τρόπο λιγότερο σχηματικό, το φιλμ προβάλλει ως άσσο από το μανίκι του ένα έξυπνο και ειρωνικό φινάλε «συμβιβασμού» που πιστοποιεί ότι, αντί για ένα απλοϊκό σχόλιο πάνω στο σκοτάδι της εγχώριας ψυχής, ο Τσεμπερόπουλος αποσκοπούσε εξαρχής σε πολλά περισσότερα.