Η Μαγική Ομπρέλα

05.12.2013
Οι ολοένα και πιο πιεστικές (και απελπισμένες) προσπάθειες του Γουόλτ Ντίσνεϊ να πείσει τη συγγραφέα των βιβλίων «Μέρι Πόπινς», Π.Λ. Τράβερς, να του παραχωρήσει τα δικαιώματα για την ομώνυμη ταινία μετατράπηκαν σε μια ευχάριστη, μάλλον εύπεπτη, συναισθηματική αλλά και συγκαταβατική ταινία, την οποία εξυψώνει η εξαιρετική ερμηνεία της Έμμα Τόμσον.

Μπορεί η «Μέρι Πόπινς» (1964) να είναι μία από τις διασημότερες ταινίες της ιστορίας, εμβληματική για τα τραγούδια της αλλά και αρχετυπική της ντισνεϊκής συνταγής, αλλά το 1961, όταν η συγγραφέας των βιβλίων που ενέπνευσε την ταινία, Π.Λ.Τράβερς, ταξίδεψε στο Λος Άντζελες για να συναντήσει τον μεγαλο-παραγωγό Γουόλτ Ντίσνεϊ, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα.

Η Βρετανή συγγραφέας απέκρουε για χρόνια την πρόταση του Γουόλτ Ντίσνεϊ να του παραχωρήσει τα δικαιώματα, φοβούμενη ότι η δημιουργία της, την οποία και αισθανόταν ως «οικογένειά» της, θα κατέληγε αγνώριστη, όταν περνούσε από τα γρανάζια του «εργοστασίου ονείρων».

Λόγω οικονομικής στενότητας, όμως, εξαναγκάζεται από τις συνθήκες να μπει επιτέλους στο αεροπλάνο για να περάσει λίγες εβδομάδες στα δημιουργικά μίτινγκ με τους συντελεστές της ταινίας. Το ότι όμως είναι παρούσα, δε σημαίνει ότι είναι πρόθυμη για συμβιβασμό, παραμένει ανένδοτη ότι δε θα επιτρέψει την ντισνεϊοποίηση της Μέρι Πόπινς και δείχνει την περιφρόνησή της για τα πάντα σε κάθε ευκαιρία.

Η «Μαγική Ομπρέλα» αφηγείται ακριβώς το πώς η διστακτικότητα της Τράβερς (Έμμα Τόμσον) διαβρώθηκε σιγά-σιγά από τη γοητεία και τα κόλπα του Γουόλτ Ντίσνεϊ (Τομ Χανκς, διασκεδαστικός και εύστοχος), ενώ ταυτόχρονα, ταξιδεύει στην Αυστραλία του 1906 για να συναντήσει τον άνθρωπο που σημάδεψε όσο κανείς τη συγγραφέα, το χαρισματικό αλλά και βαθιά προβληματικό πατέρα της (Κόλιν Φάρελ, σε μια μάλλον μέτρια ερμηνεία).

Φυσικά - σχεδόν αναμενόμενα - μόνο ένα σχετικά μικρό κομμάτι της ταινίας ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το ταξίδι της Τράβερς όντως έγινε (και οι αυθεντικές ηχογραφήσεις των μίτινγκ, οι οποίες ακούγονται καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους, αποδεικνύουν ότι η Έμμα Τόμσον δεν έχει υπερβάλει διόλου στην δύστροπη ερμηνεία της) αλλά αφότου είχε υπογράψει για τα δικαιώματα, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι της εσωτερικής της πάλης με το βάρος του παρελθόντος είναι αποκύημα της φαντασίας των σεναριογράφων, μια εύκολη λύση για να δοθεί αφηγηματικό μομέντουμ σε μια ιστορία με ήδη γνώριμο τέλος.

Η ίδια η ταινία είναι πάνω από όλα η αποθέωση της παραδοσιακής ντισνεϊκής νοοτροπίας, αυτή που προσπαθεί να αμβλύνει κάθε γωνία και επιζαχαρώνει ό,τι απομένει για να φτιάξει κάτι που ανήκει σε αιωνίως χαρούμενα μέρη όπως η Ντίσνεϊλαντ, αλλά λίγη σχέση έχουν με την κανονική ζωή - είναι εξάλλου μια παραγωγή του στούντιο της Ντίσνεϊ, άρα το να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό, ίσως ήταν ανόητο.

Αν η «Ομπρέλα» άφηνε στην άκρη την τόση μυθοπλασία σχετικά με τον εσωτερικό κόσμο της Τράβερς και τα υποτιθέμενα κοινά βιώματά της με τον Ντίσνεϊ, και απλώς επικεντρωνόταν περισσότερο στις διασκεδαστικές ιστορίες για τα παρασκήνια της αριστουργηματικής «Πόπινς», δεν αποκλείεται να παρουσίαζε ένα άκρως χαριτωμένο σύνολο.

Οι σκηνές εκείνες, που ζωντανεύουν την διελκυνστίδα μεταξύ του Ντίσνεϊ και των συνεργατών του και της ανυπόφορα αμετακίνητης Τράβερς, είναι πράγματι ζουμερές και πνευματώδεις, ένα πρώιμο παράδειγμα της ακανθώδους σχέσης των μεμονωμένων δημιουργών με τα στούντιο, και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αφού αποκαλύπτουν το πώς πασίγνωστα στοιχεία της ταινίας και των χαρακτήρων κατέληξαν στην οθόνη. Λειτουργεί εξαίσια και ως κομεντί χαρακτήρων, κυρίως στο βαθμό που αντιπαραθέτει τη φοβερά αυστηρή Τράβερς με την ανεπισημότητα και τον ενθουσιασμό που χαρακτηρίζουν τους Αμερικανούς συνεργάτες.

Η «Μαγική Ομπρέλα», όμως, προσπαθεί με έναν εξοργιστικά συγκαταβατικό τρόπο να ψυχαναλύσει τη συγγραφέα, επεμβαίνοντας δραστικά στην απεικόνισή της (η εικόνα της ως στεγνής Αγγλίδας γεροντοκόρης είναι παραπλανητική) και παραλληλίζοντας ξανά και ξανά σκηνές από την παιδική της ηλικία με στοιχεία της δημιουργίας της, προσπαθώντας να πείσει ότι καθεμιά άποψη της Τράβερς για την ταινία (από το μουστάκι του κύριου Μπανκς μέχρι την εικόνα της ίδιας της Μέρι Πόπινς) προκύπτει όχι από την φαντασία της αλλά από μια ανάμνησή της.

Και το χειρότερο; Τολμά να υπονοήσει ότι η όλη της εμπειρία στο Λος Άντζελες λειτούργησε ως κάθαρση για το βαθύτερο τραύμα της ζωής της και ότι η αντίστασή της σε ό,τι ντισνεϊκό ήταν λανθασμένη και μυωπική, αποτέλεσμα άλυτων ψυχολογικών προβλημάτων.

Ακόμη και τα συναρπαστικά ερωτήματα που θέτει (τουλάχιστον στην θεωρία) σχετικά με την πολύπλοκη σχέση που έχει ένας δημιουργός με τη δημιουργία του (το πότε αυτή η αίσθηση κυριότητας μπορεί να μετατραπεί σε βαρίδι, το πώς μια δημιουργία μπορεί να πάρει μια νέα μορφή και έτσι να ζήσει ως κάτι άλλο, εξίσου θεμιτό, το αν είναι ποτέ δυνατόν μια τέτοια διαδικασία να σε γιατρέψει) μένουν μετέωρα, αφού η ταινία επιλέγει να απαντήσει χαρωπά, θίγοντας επιφανειακά τις γκρι ενδιάμεσες περιοχές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

Δίνει, εξάλλου, ένα πάνω-κάτω χαρούμενο τέλος, που όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (η Τράβερς, τυφλωμένη από το πείσμα της, δεν μπόρεσε να δει την ταινία αντικειμενικά, και τη μίσησε) αλλά έχει τη χαρακτηριστική, ύποπτη μυρωδιά της συγκατάβασης προς την Τράβερς και αγιοποίησης του Ντίσνεϊ.

Τουλάχιστον ευλογείται από την παρουσία της μέγιστης Έμμα Τόμσον: ουσιαστική, συγκινητική και ξεκαρδιστική, εκφραστικότατη, κινείται με τόση άνεση ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, εκπέμπει με τόση ευκολία τη βαθιά μοναξιά του χαρακτήρα της, που καταφέρνει να σε παρασύρει μαζί της παρά τις τόσες ευκολίες της ιστορίας που έχει κληθεί να υποστηρίξει. Η ταινία δεν είναι κακή ακριβώς - έχει πολλές αρετές, για να αξίζει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό - αλλά σίγουρα δεν αξίζει τη δική της, καταπληκτική παρουσία.