Σκουριασμένη Πόλη

09.12.2013
Κρίστιαν Μπέιλ, Κέισι Άφλεκ, Γουίλεμ Νταφόε, Φόρεστ Γουίτακερ, Ζόι Σαλντάνα και Σαμ Σέπαρντ στριμώχνονται ανώφελα σε ένα δράμα που περιστρέφεται γύρω από την αδυναμία δύο αδερφών να ξεφύγουν από τα λάθη που τα κρατούν αιχμάλωτα στην παρακμιακή γενέτειρά τους.

Όταν ο Ρόντνι (Κέισι Άφλεκ) εξαφανίζεται και οι τοπικές αρχές αδυνατούν να τον εντοπίσουν, ο μεγαλύτερος αδερφός του, Ράσελ (Κρίστιαν Μπέιλ), αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

Στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα μετά το βραβευμένο με δύο Όσκαρ «Crazy Heart», ο Σκοτ Κούπερ συγκεντρώνει γύρω του ένα εντυπωσιακό καστ, το οποίο ωστόσο αφήνει ανεκμετάλλευτο να βολοδέρνει σε μία απροσδιόριστων προθέσεων δημιουργία που προσπαθεί να μιλήσει για τα πάντα, χωρίς να λέει επί της ουσίας τίποτα.

Η «Σκουριασμένη Πόλη» του, είναι ένας τόπος παρακμής τοποθετημένος στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Ραστ Μπελτ, με το πρώτο σκέλος του ονόματος (rust = σκουριασμένος) να είναι εκείνο που δανείζει την παραπάνω ελληνική απόδοση του πρωτότυπου τίτλου («Out of the Furnace»).

Κάπου εκεί, εκτυλίσσεται εκ παραλλήλου ένα οικογενειακό δράμα, μία ιστορία εκδίκησης, καθώς και μία χαλαρή υπογράμμιση των μόνιμων αδιεξόδων που αντιμετωπίζει ακόμα μία καμένη γενιά βετεράνων στρατιωτών της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας.

Η πρώτη πτυχή αφορά στην προσπάθεια του Ράσελ να ορθοποδήσει παρά το γεγονός ότι μία τραγική απερισκεψία τον στέλνει στη φυλακή.

Το σκηνικό συμπληρώνει ένας βαριά άρρωστος πατέρας και φυσικά ο Ρόντνι, ο οποίος αδυνατεί να προσαρμοστεί στην άδεια από κάθε προοπτική πραγματικότητα ύστερα από τη λήξη της αιματηρής θητείας του στο Ιράκ.

Το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με την εξαφάνιση του τελευταίου, ως αποτέλεσμα της αγάπης του για τον τζόγο, του συνεπαγόμενου χρέους στους «λάθος» ανθρώπους και της παράτολμης εμπλοκής του σε παράνομους αγώνες πυγμαχίας.

Το τρίτο, πάλι, συνιστά την επιδερμική, στα όρια του περιγραφικού, κριτική που η ταινία επιχειρεί με όχημα τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Άφλεκ.

Το σύμπαν της «Σκουριασμένης Πόλης» έχει χώρο για κάθε λογής παράφρονα (βλέπε το κομβικό ρόλο που κρατά ο Γούντι Χάρελσον) ή λαμόγιο (Γουίλεμ Νταφόε και Σαμ Σέπαρντ στους ανάλογους ρόλους), η δράση των οποίων παραμένει πανίσχυρη μπροστά στον ανήμπορο εκπρόσωπο της τάξης (Φόρεστ Γουίτακερ), ο οποίος θαρρείς πως βρίσκεται εκεί μόνο και μόνο για να «κλέψει» την αγαπημένη του Ράσελ (την υποδύεται η Ζόι Σαλντάνα) ενώ εκείνος βρίσκεται πίσω απ’ τα σίδερα της φυλακής.

Έχει επίσης άπειρο χώρο για να γίνει νεκροταφείο ονείρων, λαμπρό πεδίο αυτοκαταστροφής και φυλακή στην υπόνοια της όποιας πιθανότητας απόδρασης προς έναν καλύτερο τόπο.

Κι αυτή ακριβώς η ζοφερή δυναμική είναι η μόνη που ο Κούπερ καταφέρνει να αποτυπώσει στο φιλμ του, έστω και στατικά.

Διότι από κει κι ύστερα, όλα τα υπόλοιπα, από το οικογενειακό δράμα και την ιστορία εκδίκησης μέχρι την όποια χροιά κοινωνιολογικής κριτικής, την ισοπεδώνει το απλωμένο προς κάθε κατεύθυνση σενάριο.

Έτσι, ακόμα και οι ερμηνείες κυμαίνονται σε αναπάντεχα μέτρια επίπεδα.

Άτονος ο Άφλεκ, αόρατος και υποτονικός ο Γουίτακερ, γνώριμα «τρελαμένος» ο Χάρελσον κι απλώς αξιοπρεπής ο Μπέιλ, όλοι τους παρασύρονται από την ασθενική δραματουργία, μαζί με τη γενικότερη αδυναμία της ταινίας να αντέξει σε μία δεύτερου επιπέδου ανάγνωση, παρότι δείχνει εξαρχής προετοιμασμένη να αναμετρηθεί με μπόλικες θεματικές.

Κοινώς, ο Κούπερ την πατά με τον ίδιο πάνω-κάτω τρόπο που την πάτησε σχετικά πρόσφατα κι ο Σιανφράνς στο «Τέλος του Δρόμου».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ