Ο Μόνος Επιζών

27.12.2013
Βασισμένο στην αληθινή ιστορία μιας αποτυχημένης στρατιωτικής επιχείρησης των Αμερικανών σε ένα χωριό του Αφγανιστάν το 2005, ο «Μόνος Επιζών» είναι ένα καλοφτιαγμένο προπαγανδιστικό προϊόν με μάτσο προσωπείο, το οποίο προφανώς απευθύνεται αποκλειστικά σε Αμερικανούς κομάντο. Ή και όχι;

Τέσσερις Αμερικανοί πεζοναύτες (τους υποδύονται οι Μαρκ Γουόλμπεργκ, Εμίλ Χιρς, Μπεν Φόστερ και Τέιλορ Κιτς) καταφθάνουν στα περίχωρα ενός αφγανικού χωριού για να εκτελέσουν την δολοφονία ενός αξιωματούχου των Ταλιμπάν.

Καθώς περιμένουν καμουφλαρισμένοι και έχοντας ήδη εντοπίσει τον στόχο τους, πέφτουν τυχαία πάνω σε μια ομάδα βοσκών που ακολουθούν τα κατσίκια τους. Βάζοντας σε ρίσκο την επιχείρηση αλλά μην θέλοντας να αφαιρέσουν την ζωή αθώων, αφήνουν ελεύθερους τους ντόπιους και απομακρύνονται προς την κορυφή του βουνού όπου προσπαθούν να λάβουν νέες οδηγίες από τη στρατιωτική βάση.

Η επικοινωνία όμως έχει κοπεί και σύντομα η ομάδα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αιματηρής μάχη με δεκάδες Ταλιμπάν, ο οποίοι ολοένα και τους περικυκλώνουν.

Βασισμένη στην αληθινή ιστορία της αποτυχημένης επιχείρησης «Κόκκινα Φτερά», όπως την περιέγραψε στις σελίδες του βιβλίου του ο Αμερικανός αρχικελευστής και μοναδικός επιζών μετά το πέρας της, Μάρκους Λούτρελ, η νέα ταινία του Πίτερ Μπεργκ («Battleship») φανερώνει από τους τίτλους αρχής ακόμα τις προπαγανδιστικές της προθέσεις.

Φωτογραφίες από την σκληρή εκπαίδευση νεοσυλλέκτων και αποσπάσματα απ’ το τελευταίο μέρος των δοκιμασιών τους, την γνωστή και ως «διαβολοβδομάδα», επιστρατεύονται για να πείσουν τον θεατή ότι τα επίλεκτα μέλη των Seals είναι οι πιο σκληροτράχηλοι στρατιώτες του πλανήτη.

Στη συνέχεια -και μετά το υποτονικό πρώτο μισάωρο της προετοιμασίας- αυτό που ακολουθεί μπορεί να περιγραφεί μονάχα ως ένα σχεδόν πορνογραφικά μιλιταριστικό λουτρό αίματος που καπηλεύεται ανηλεώς έννοιες όπως η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα, και λαμβάνει χώρα καθώς οι τέσσερις κομάντο βρίσκονται εγκλωβισμένοι μεταξύ γκρεμού και Ταλιμπάν.

Αν επικεντρωθεί κανείς στο αμιγώς κινηματογραφικό κομμάτι, ο «Μόνος Επιζών» είναι φτιαγμένος από τα υλικά που κάνουν μια πολεμική ταινία δράσης απολαυστική. Τα επιδέξια πλάνα, οι ευρηματικές γωνίες λήψης, η χρήση του slow motion και κυρίως ο θαυμάσιος εσωτερικός ρυθμός της, την καθιστούν σε γενικές γραμμές χορταστικό θέαμα.

Επειδή όμως το σινεμά είναι πολλά παραπάνω από μια κάποια βιρτουοζιτέ στην κάμερα, ο «Μόνος Επιζών» είναι τελικά ένα βαθιά προπαγανδιστικό φιλμ, ενδεικτικό του τρόπου που μεγάλη μερίδα των Αμερικανών αντιλαμβάνονται, όχι απλά τον πόλεμο του Αφγανιστάν αλλά και τις κουλτούρες που απέχουν παρασάγγας απ' την δική τους, ο οποίος όσο και αν θέλει να κρυφθεί (στα πρότυπα της στρατιωτικής κάλυψης- απόκρυψης), η χαρά δεν τον αφήνει.

Μπορεί πραγματικά κανείς να ταυτιστεί με την αγωνία ενός Αμερικανού στρατιώτη που πολεμάει στην άλλη πλευρά του πλανήτη και νιώθει οτι δεν θα ξαναδεί ποτέ την οικογένειά του;

Λειτουργεί δραματουργικά η ηρωική θυσία ενός μάτσο κομάντο όταν ο θεατής ξέρει πως για κάθε Αμερικανό που πεθαίνει αντιστοιχούν δεκάδες νεκροί Αφγανοί, Ιρακινοί, Γιουγκοσλάβοι ή Βιετναμέζοι;

Πώς μπορεί οποιοσδήποτε να πιστέψει ότι τα προβλήματα στην συγκεκριμένη αποστολή ξεκίνησαν επειδή οι πεζοναύτες αποδείχτηκαν μαλθακοί και άφησαν τους βοσκούς να ζήσουν όταν χιλιάδες άλλων αθώων έχουν ξεκληριστεί από την φονική πολεμική μηχανή τους;

Εξάλλου, αυτός που δέχεται την λογική της παράπλευρης απώλειας οφείλει να είναι συμβιβασμένος με το γεγονός ότι αυτή αφορά και τις δύο πλευρές, αδιαφορώντας για δήθεν ηρωικά φινάλε. Για τα οποία φυσικά δεν αδιαφορεί ο Πίτερ Μπεργκ, που για κερασάκι στην τούρτα προσφέρει έναν πρωτόγνωρο συναισθηματικό εκβιασμό εμφανίζοντας στην οθόνη τις φωτογραφίες των πραγματικών πεζοναυτών και θυμάτων της επιχείρησης, σε μια χυδαία επίδειξη λαϊκισμού που σπάει κόκαλα.