Να Κάθεσαι και να Κοιτάς

12.02.2014
Η επιστροφή μίας νεαρής γυναίκας στη γενέτειρά της σημαδεύεται από την αδιαλλαξία της απέναντι στην εκτεταμένη διαφθορά της τοπικής κοινωνίας. Η γενιά των 30 ως όμηρος όχι μόνο της κρίσης, αλλά κυρίως της πατριαρχικής κοινωνίας που την ανέθρεψε, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Σερβετά, η οποία φέρνει το γουέστερν στην ελληνική επαρχία.

Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Σερβετά («Οι Αιτίες των Πραγμάτων») φτάνει στις ελληνικές αίθουσες έπειτα από μία αξιοπρόσεκτη φεστιβαλική πορεία (Τορόντο, Θεσσαλονίκη, Βερολίνο) καθώς και το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τον Νίκο Γεωργάκη.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την Αντιγόνη (Μαρίνα Συμέου), μία τριαντάχρονη ηθοποιό που αφήνει την Αθήνα κι επιστρέφει στην ανώνυμη γενέτειρά της λόγω οικονομικής στενότητας. Εκεί, ωστόσο, βρίσκεται σύντομα αντιμέτωπη με αυτό που ο τίτλος της ταινίας υπογραμμίζει, την εκτεταμένη απάθεια – αν όχι συνέργεια – απέναντι στην ατιμώρητη διαφθορά, η οποία έχει φωλιάσει για τα καλά στα σπλάχνα της ελληνικής πραγματικότητας, μηδέ εξαιρουμένης της επαρχίας.

Το πρόσωπο του απόλυτου κακού στην κλειστή κοινωνία της κωμόπολης ενσαρκώνει ο Νώντας (Γεωργάκης), σε ένα ρόλο που αποδίδει συμβολικά το νεοελληνικό καρκίνωμα, το οποίο σκιαγραφεί ευθύς εξαρχής η ηρωίδα κατά την εκτός κάδρου αφήγησή της στην εναρκτήρια σεκάνς.

Φαλλοκρατία και διαπλοκή οργιάζουν σε μία φασίζουσα κοινωνία, στην οποία σχεδόν όλοι πλην της Αντιγόνης, από την παιδική της φίλη, Ελένη (Μαριάνθη Παντελοπούλου), μέχρι τον Νίκο (Γιώργο Καφετζόπουλο) με τον οποίο συνάπτει σχέση, σκύβουν το κεφάλι.

Το «Να Κάθεσαι και να Κοιτάς» συγχέεται εσφαλμένα με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, εξαιτίας κυρίως του ονόματος της ηρωίδας αλλά και της αντίστασης που ορθώνει απέναντι στην πατριαρχική κοινωνία. Οι όποιες ομοιότητες ή παραπομπές, ωστόσο, προς την ομώνυμη τραγωδία τελειώνουν κάπου εδώ.

Αντιθέτως, το φιλμ του Σερβετά συγγενεύει περισσότερο με το γουέστερν, τους κώδικες του οποίου αναπροσαρμόζει επιτυχημένα (πρωτίστως μέσα από την ψυχρή σε χρώματα φωτογραφία του Κλαούντιο Μπολιβάρ) στη σύγχρονη Ελλάδα, πάνω από την οποία πέρασε σαρωτικά η ρεμούλα της πράσινης ανάπτυξης και των ανεμογεννητριών, της αυθαίρετης δόμησης πάνω στα καμένα αλλά και του πλουτισμού με κάθε κόστος, έχοντας για όπλο τις πλάτες των θεσμικών προθύμων και την ανοχή των πολλών.

Με μία πρώτη ματιά, το «Να Κάθεσαι και να Κοιτάς» θέτει ως σημείο αναφοράς τη σημερινή οικονομική κρίση.

Δευτερευόντως, αφορά στη χρόνια ψευδαίσθηση πως όλα είναι καλύτερα μακριά από τα αστικά κέντρα.

Στον πυρήνα του προβληματισμού του, ωστόσο, φωλιάζει το δράμα των σημερινών τριαντάρηδων να έχουν κληρονομήσει μία τελματωμένη κοινωνία, από τον πατριαρχικό μανδύα της οποίας αδυνατούν, για διάφορους λόγους, να ξεφύγουν.

Σε αυτό το τελευταίο έρχεται να «κουμπώσει» συμβολικά η γενέτειρα της Αντιγόνης ως σκηνικό του δράματος, το οποίο δεν προσφέρει πια ούτε καν το ασφαλές και οικείο καταφύγιο.

Το φιλμ του Σερβετά ωφελείται σημαντικά από τους οργανικά ενταγμένους σε αυτό εξωτερικούς χώρους γυρισμάτων, παρά την κάποιες φορές υπερβολική επισήμανση όσων λεπτομερειών παραπέμπουν στα φαντάσματα της οικονομικής μας ευμάρειας πριν τον καιρό της κρίσης.

Επιπλέον, διαθέτει οξυμένη ματιά πάνω στη νεοελληνική πραγματικότητα, καλλιεργεί με συνέπεια μία υπόγεια ένταση που υπόσχεται στοχευμένα ξεσπάσματα βίας, ενώ είναι σε θέση να ανοίξει με τον θεατή έναν έντονο διάλογο ως προς τα όσα πραγματεύεται.

Στον αντίποδα, ωστόσο, το «Να Κάθεσαι και να Κοιτάς» πλήττεται δομικά από τον υπέρμετρα σχηματικό τρόπο με τον οποίο ο Σερβετάς αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του, αλλά και την ίδια την εξέλιξη της ιστορίας, παρά το γεγονός ότι υιοθετεί έναν ρεαλιστικό τρόπο κινηματογράφησης πλην ορισμένων πολύ συγκεκριμένων εξαιρέσεων (βλ. τις σκηνές στο σταθμό του τρένου).

Μηδενός εξαιρουμένου, οι ήρωες κινούνται αταλάντευτα πάνω στα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που εξυπηρετούν την προώθηση της πλοκής, από την οποία περισσεύουν οι βεβαιότητες περί του «τις πταίει» και απουσιάζουν τα ερωτήματα.

Αυτό έχει ως συνέπεια ένα μπαράζ επιεικώς μέτριων ερμηνειών, εξαιρουμένου του Γεωργάκη που αποδεικνύεται ικανότατος στο να ενσαρκώσει τις βεβαιότητες της ταινίας, μεταστρέφοντας το βασικό μειονέκτημά της σε προσωπικό πλεονέκτημα.

Η πλέον αδύναμη ερμηνεία ανήκει στον Γιώργο Καφετζόπουλο, ο οποίος αποδιοργανώνει σχεδόν κάθε σκηνή στην οποία εμφανίζεται.

Η Μαρίνα Συμέου, από τη μεριά της, μένει προσηλωμένη στην αδιαλλαξία και την αυξανόμενη οργή που χαρακτηρίζει την Αντιγόνη της, παραβλέποντας κάθε ενδιάμεση συναισθηματική κατάσταση που θα εμπλούτιζε τον χαρακτήρα της.

Τελικά, οι θεματικοί άξονες της ταινίας προσεγγίζονται μέσα από την υιοθέτηση της λογικής του άσπρου-μαύρου. Ίσως αυτό να προδίδει και μία κάποια προσκόλληση των δημιουργών της στην ασφάλεια που χαρίζει το δίπολο του καλού και του κακού, πάνω στο οποίο ορίζεται η τύχη της μοναχικής καβαλάρισσας Αντιγόνης καθώς συγκρούεται με το οργωμένο από SUV φαρ-ουέστ της ελληνικής υπαίθρου.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ