Φωτιά Πάνω από την Πομπηία

12.02.2014
Σκλάβος μονομάχος πασχίζει να σώσει την εύπορη αγαπημένη του καθώς η Πομπηία σκεπάζεται από τα παράγωγα της ηφαιστειακής έκρηξης του Βεζούβιου. Μία από τις φονικότερες θεομηνίες των αρχαίων χρόνων μετασχηματίζεται στα αδέξια χέρια του Πολ Άντερσον («Resident Evil») σ’ ένα επικό ρομάντζο που συναντά την (τρισδιάστατη) ταινία καταστροφής.

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, 79 μ.Χ. Ένας Κέλτης σκλάβος ονόματι Μάιλο (Κιτ Χάρινγκτον) οδηγείται στην Πομπηία, χάρις στις εξαιρετικές του ικανότητες ως μονομάχος.

Εκεί, στην πολυτελή πόλη χτισμένη στους πρόποδες του Βεζούβιου, συναντά και ερωτεύεται την Κάσια (Έμιλι Μπράουνινγκ), κόρη ενός εύπορου εμπόρου. Την κοπέλα, όμως, έχει βάλει στο μάτι ο διεφθαρμένος Ρωμαίος Γερουσιαστής Κόρβους (Κίφερ Σάδερλαντ).

Καθώς ο Μάιλο οδηγείται στην αρένα των μονομάχων, το ηφαίστειο ξυπνά, εξαπολύοντας τόνους τέφρας και λάβας.

Με τον πανικό να παραλύει την πόλη και την καταστροφή να πλησιάζει, ο Μάιλο καλείται να σώσει την αγαπημένη του, ζητώντας παράλληλα εκδίκηση από εκείνον που κάποτε σφάγιασε τη φυλή του. Διόλου τυχαία, η εκδίκηση αφορά τον Κόρβους...

Η ταινία καταστροφής συναντά την επική περιπέτεια «χλαμύδας» και το ρομάντζο, σε ένα εμπορικά πιασάρικο συνδυασμό ειδών που στα χέρια του Πολ Άντερσον (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «λάθος» Άντερσον, ώστε να διακρίνεται από τον άξιο συνονόματο Πολ-Τόμας) γίνεται χυλός, γυρισμένος με τις ίδιες τρισδιάστατες κάμερες όπου γύρισε τα δύο τελευταία, άθλια σίκουελ των «Resident Evil».

Η φοβερά γοητευτική, και πλούσια σε σπάνια αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορία της καταστροφής της Πομπηίας εξαιτίας του Βεζούβιου, εμπλουτίστηκε από τον «λάθος» Άντερσον και τον μόνιμο συνεργάτη του και συμπαραγωγό, Τζέρεμι Μπολτ, με πρόχειρες υπο-πλοκές και μερικά γνωστά ονόματα στο καστ.

Ο Κιτ Χάρινγκτον, για τους φίλους (του «Game of Thrones») Τζον Σνόου, η Έμιλι Μπράουνινγκ από το «Sucker Punch» του Ζακ Σνάιντερ, ο Κίφερ Σάδερλαντ που πέρασε δεύτερη νιότη με τη σειρά «24» και η σχεδόν ξεχασμένη Κάρι-Αν Μος των «Matrix» (υποδύεται τη μητέρα της Κάσια), συμπληρώνουν ένα δυνατό πρωταγωνιστικό καρέ.

Όμως, παρά τις υποσχέσεις που αφήνουν οι παραπάνω, ο Χάρινγκτον δε δείχνει κάποια διάθεση να διαφοροποιηθεί υποκριτικά από τον τηλεοπτικό ρόλο που τον ανέδειξε, ενώ ο Σάδερλαντ αδυνατεί να πάρει στοιχειωδώς στα σοβαρά τον χαρακτήρα του.

Η επιμονή, ωστόσο, της παραγωγής στα κατακλυσμιαία ψηφιακά εφέ και ο προοδευτικά αυξανόμενος ρυθμός καθώς ξεκινά ηφαιστειακό κρεσέντο, αποσπούν μερικώς την προσοχή του θεατή από ένα σενάριο γεμάτο ξαναζεσταμένες ιδέες.

Άλλωστε, το υποείδος των σχετικών ταινιών καταστροφής που γνώρισε μια κάποια πρόσκαιρη αναβίωση το 1997 με τα φιλμ «Ηφαίστειο» και «Η Κορυφή του Δάντη», δε θα μπορούσε να προσμένει περισσότερα από τον «λάθος» Άντερσον.

O Άντερσον χρειάστηκε έξι χρόνια επίμονης έρευνας προκειμένου να «ντύσει» μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές της αρχαιότητας με μία υπόθεση που σερβίρει τα πάντα βολικά, μαζικά και πρόχειρα: έρωτα, δικαιοσύνη, αυτοθυσία και εκδίκηση.

Από τη μία, το πρόσφατο τραύμα από το τερατούργημα του «Ηρακλή: Η Αρχή του Θρύλου», κάνει τη «Φωτιά Πάνω από την Πομπηία» να φαντάζει υποφερτή, αν όχι τίμια, τουλάχιστον ως προς το καταφανώς ανώτερο επίπεδο «θεάματος» που υπόσχεται.

Από την άλλη, ωστόσο, ένας οποιοσδήποτε επισκέπτης των ερειπίων της Πομπηίας θα μπορούσε να επιβεβαιώσει πως η βόλτα στους θαυμάσια διατηρημένους δρόμους της αρχαίας πόλης της νότιας Ιταλίας θα ήταν μια αξέχαστη εμπειρία ζωής.

Είναι το σημείο όπου ακίνητες πέτρες και απολιθωμένα, παγωμένα στο χρόνο ανθρώπινα κουφάρια (σαν αυτά που δείχνει στην αρχή η ταινία), αρκούν για να πυροδοτήσουν στο μυαλό του θεατή την πιο ζωηρή φαντασία.

Αυτά, προς γνώση όλων εκείνων των «λάθος» Άντερσον που επιμένουν να στουμπώνουν το κοινό με χιλιομασημένα σενάρια, υπονομεύοντας έτσι την όποια πρωτογενή δυναμική των αρχικών ιστοριών τους.