Gran Torino

09.01.2009
Ενας συντηρητικός βετεράνος της Κορέας που ζει στα λιγοστά τετραγωνικά της ιδιοκτησίας του, με μοναδική παρέα μια καλά συντηρημένη Gran Torino των 70s, αναγκάζεται να κάμψει το ρατσιστικό του μένος και να υπερασπιστεί τα νεότερα μέλη μιας γειτονικής οικογένειας Κινέζων μεταναστών.

Ενας συντηρητικός βετεράνος της Κορέας που ζει στα λιγοστά τετραγωνικά της ιδιοκτησίας του, με μοναδική παρέα μια καλά συντηρημένη Gran Torino των 70s, αναγκάζεται να κάμψει το ρατσιστικό του μένος και να υπερασπιστεί τα νεότερα μέλη μιας γειτονικής οικογένειας Κινέζων μεταναστών.



Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους το «Gran Τorino» είναι ίσως η πιο προσωπική ταινία την οποία σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνίστησε ποτέ ο Κλιντ Ιστγουντ. Ο Γουολτ Κοβάλσκι μοιάζει με τον τέλειο συνδυασμό του αδέκαστου «Βρώμικου Χάρι», του μοναχικού Φράνκι Νταν από το «Μillion Dollar Βaby» και του πεισματάρη Γουίλιαμ Μάνι των «Ασυγχώρητων». Στην πραγματικότητα ο Γουολτ Κοβάλσκι είναι ο φόρος τιμής του Ιστγουντ σε όλους τους ρόλους των «σκληρών» αντρών που υποδύθηκε τις τελευταίες έξι δεκαετίες και, την ίδια στιγμή, ένας μελαγχολικός αποχαιρετισμός στα όπλα για έναν ηθοποιό που αναγκάστηκε να πάρει το νόμο στα χέρια του περισσότερες από μια φορές.

Ο Κοβάλσκι, όμως, τόσο μέσα από τις σαφείς αναφορές του στους συνονόματους ήρωες του «Vanishing Ρoint» και του «Λεωφορείο Ο Πόθος», όσο και μέσα από τη σωματική ερμηνεία του Ιστγουντ, είναι ταυτόχρονα και ο απόλυτος αντιήρωας του σήμερα. Ενα γερασμένο άλογο που αρνείται να σταματήσει να τρέχει όταν όλα γύρω του μοιάζουν να το έχουν ήδη σκοτώσει, επειδή έχει γεράσει.

Σε τελική ανάλυση, ο Κοβάλσκι είναι η ίδια η Αμερική που προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα της (ιδανικά εκφρασμένα στην καλογυαλισμένη επιφάνεια μιας Gran Torino των 70s) την ίδια στιγμή που οι νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συγκρούσεις επιβάλλουν νέα ήθη ανοχής και συνύπαρξης. Πολύ γρήγορα, ο Κοβάλσκι θα συνειδητοποιήσει πως ο μετανάστης «εχθρός» της ιδιοκτησίας του και των ακλόνητων ιδανικών του μοιράζεται μαζί του περισσότερα κοινά από ότι διαφορές. Στην ουσία, η δική του απομόνωση από μια κοινωνία που τον θεωρεί ήδη ξοφλημένο και «άχρηστο» είναι το ίδιο περιθώριο στο οποίο προσπαθεί να επιβιώσει η οικογένεια των Κινέζων που καταπατά το φρεσκοκουρεμένο γκαζόν του. Η συνάντηση τους, ακριβώς σε εκείνο το σημείο που το παρελθόν αναγκάζεται πλέον να παραδώσει τα ηνία στο μέλλον, δεν κάνει όμως το «Gran Τorino» μόνο μια ταινία για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά κυρίως ένα μελαγχολικό δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη αντοχή.

Ο Ιστγουντ - στον πιο ήσυχα σπαρακτικό ίσως ρόλο της καριέρας του- αφήνει τις ρυτίδες του να αφηγηθούν γενναιόδωρα την ιστορία της ζωής του και, σαν το αγαπημένο του αυτοκίνητο, αρνείται να μπει στο γκαράζ, επιλέγοντας να διεκδικήσει την ανοιχτή λεωφόρο για όσα χρόνια ακόμη μπορεί να τη διασχίσει. Οι ανάσες του είναι βαριές, το πείσμα του να αποδείξει πως το σώμα του αντέχει τον κάνει αξιολύπητο, ο θυμός του θυμίζει σκυλί που φωνάζει αλλά δεν δαγκώνει και, για πρώτη φορά, ο εκδικητής του αφήνει τους προσωπικούς του δαίμονες να σκιάσουν την ηθική του. Είναι όμως η γενναιοδωρία του (ως σκηνοθέτης, ηθοποιός, άνθρωπος και καλλιτέχνης) που, σε μια σπάνια στιγμή κινηματογραφικής καθαρότητας, τον αναγάγει σε ένα σύμβολο πιο σημαντικό από οποιονδήποτε ήρωα υποδύθηκε ποτέ στη ζωή του.

Και αν ισχύει πως αυτός ο Κοβάλσκι είναι η τελευταία φορά που ο κόσμος θα δει τον Ιστγουντ μπροστά από την οθόνη, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος για να μην υποκλιθούμε χωρίς ίχνος αναστολής.


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ