Μπιλ Ντάγκλας: Η θέα σε μια καλύτερη ζωή

13.01.2009
Το συνολικό του έργο αριθμεί μόλις τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες, οι τρεις από τις οποίες δεν ξεπερνούν σε συνολική διάρκεια τα 180 λεπτά. Κι όμως η «Τριλογία» του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά έργα της Μεγάλης Βρετανίας κι ό ίδιος ένα ταλέντο που έσβησε πριν προλάβει να λάμψει με την ένταση που του άξιζε.

Από τον Γιώργο Κρασσακόπουλο

Ο Μπιλ Ντάγκλας πέθανε το 1991 σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών. Ενα μεγάλο μέρος της ζωής του, αυτό που τον διαμόρφωσε κι αυτό στο οποίο οφείλουμε την ύπαρξη του σπουδαιότερου έργου του, ήταν απλά ένας εφιάλτης. Μια σωματική και κυρίως ψυχολογική δοκιμασία, μια παιδική και νεανική ηλικία χαραμισμένη σε μια αληθινή έρημο σκληρότητας, φτώχιας κι ολοκληρωτικής έλλειψης αγάπης. Και μόνο το γεγονός ότι ο Ντάγκλας κατόρθωσε να μεταμορφώσει αυτές του τις εμπειρίες σε κάτι τόσο δυνατό, τόσο επώδυνο αλλά και τόσο όμορφο, όσο οι ταινίες που απαρτίζουν την τριλογία του, αποτελεί από μόνο του ένα κατόρθωμα πιο αξιοθαύμαστο κι από την ίδια του την τέχνη. Ο Ντάγκλας μπόρεσε να ξεφύγει από την τροχιά μιας ζωής που έμοιαζε να οδεύει προς ένα τραγικό αδιέξοδο και να ανακαλύψει μέσα του το σθένος και το ταλέντο που θα μεταμόρφωναν το σκοτάδι που τον έθρεψε σε καθαρό, απόλυτο, λυτρωτικό φως.

Οι ταινίες του δεν μπορούν να ιδωθούν παρά μόνο σε παραλληλισμό με τη ζωή του, καθώς τα «Μy Childhood», «Μy Ain Folk» και «Μy Way Ηome» μπορεί να δίνουν διαφορετικό όνομα στον νεαρό ήρωά τους, όμως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι μιλούν και αφορούν αποκλειστικά στον ίδιο. Κι ακόμη κι αν δεν ήταν το «my» η λέξη που ενώνει τα τρία φιλμ και ξεκαθαρίζει τη σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το έργο του, δεν θα υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι κάτι τόσο έντονο και άμεσο που δεν μπορεί παρά να προέρχεται από την ίδια εμπειρία.

Ο Ντάγκλας επιλέγει να γυρίσει τα δυο πρώτα φιλμ στο ίδιο μικρό χωριό της Σκoτίας όπου μεγάλωσε, «παιδί αγνώστου πατρός», έστω κι αν εκείνος ζούσε στον ακριβώς απέναντι δρόμο, με μια μητέρα στο ψυχιατρείο, έναν αδελφό από άλλο πατέρα και μια γιαγιά που πέθανε πολύ νωρίς. Τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, που πέρασε σαν αδέσποτο σκυλί, τα ψίχουλα φροντίδας που του προσέφερε μόνο μεθυσμένη η μητέρα του πατέρα του, ο καιρός που πέρασε στο ορφανοτροφείο, μεταμορφώνονται στις δυο πρώτες ταινίες σε στιγμές συγκλονιστικής αλήθειας, παγωμένες και επώδυνες αλλά μαζί απαλλαγμένες από κάθε μελοδραματισμό ή συναισθηματική υπερβολή. Ο μικρός του ήρωας (δηλαδή ο ίδιος) σφίγγει τις γροθιές του και προχωρά ακόμη κι όταν ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά, σκάβει με τα νύχια την πετρωμένη επιφάνεια των άλλων για να ξεθάψει από μέσα τους λίγη στοργή.

Το θέαμα είναι σπαρακτικό αλλά μαζί είναι και παράδοξα αισιόδοξο. Ο Τζέιμι/Μπιλ μοιάζει αποφασισμένος να επιβιώσει, να νικήσει τον σκληρό αγώνα που είναι η ζωή του, μοιάζει να ξέρει ότι κάτι τον περιμένει όταν ο καιρός των δοκιμασιών του θα τελειώσει. Κι αν υπάρχουν κάποια πράγματα που τον βοηθούν να συνεχίσει, αυτά δεν είναι παρά οι λιγοστές στιγμές τρυφερότητας που βρίσκει κάπου κάπου στον βούρκο της καθημερινότητάς του, από τη γιαγιά του, έναν Γερμανό αιχμάλωτο πολέμου, τον άρρωστο παππού και φυσικά το σινεμά.

«Ο κινηματογράφος ήταν το αληθινό μου σπίτι» έλεγε ο Ντάγκλας, «ένα μέρος που προσέφερε μια μαγική αντίστιξη στην αληθινή ζωή, μια ζωή που είτε στο χωριό είτε στην πόλη, είτε στα εφτά είτε στα δεκαεφτά μου, έμοιαζε πάντα να είναι βροχερή και γκρίζα». Το σινεμά ήταν μια αχτίδα φωτός, μια τεχνικολόρ δίοδος εξόδου, η θέα σε μια καλύτερη ζωή, το ίδιο ανυψωτικό συναίσθημα που γεννιέται στον θεατή της τριλογίας, όταν ξαφνικά η οθόνη πλημμυρίζει χρώμα και η Λάσι κοιτάζει ικανοποιημένη από την κορυφή ενός βουνού την κοιλάδα που απλώνεται κάτω, λίγο πριν στην οθόνη γραφτεί το «Τhe Εnd». Το «the end» του ήρωα σε μια ζωή που δεν θα έπρεπε κανείς να ζήσει έρχεται στο τέλος του «Μy Way Ηome», αν όχι με μια νότα αισιοδοξίας, τότε τουλάχιστον με τη μορφή ενός ζεστού φωτός.

Ο Τζέιμι βρίσκεται στην Αίγυπτο υπηρετώντας στην αεροπορία όπου και κάνει τον πρώτο του αληθινό φίλο, τον Ρόμπερτ, έναν συνάδελφο που του προσφέρει για πρώτη φορά στοργή και αγάπη. Στη ζωή του Ντάγκλας ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Πίτερ Τζούελ, ένας συνομήλικός του νεαρός από μια μεσοαστική οικογένεια, μορφωμένος κι επίσης παθιασμένος με το σινεμά. Ο Πίτερ θα γινόταν ο μοχλός που θα τραβούσε τον Μπιλ από τον λάκκο της θλίψης και του αυτο-οικτιρμού, αυτός που θα τον στήριζε σε όλη τη διάρκεια της καινούριας του ζωής. Οι δυο θα γίνονταν συνοδοιπόροι μέχρι το τέλος της ζωής του Ντάγκλας από καρκίνο και ο Πίτερ θα έπαιζε έναν καίριο ρόλο στην απόφαση του Μπιλ να ασχοληθεί με το σινεμά και θα ήταν ο άνθρωπος που θα πλήρωνε για τις σπουδές του στο London Film School.

Ακόμη κι αυτή η διαδρομή, όμως, δεν θα ήταν δίχως εμπόδια. Το Σκοτσέζικο Κέντρο Κινηματογράφου θα απέρριπτε το σενάριο του «Μy Childhood» καθώς, σύμφωνα με το σκεπτικό του, απεικόνιζε τη χώρα με μελανά χρώματα, αλλά το BFI θα του έδινε τα λιγοστά χρήματα που χρειαζόταν για να γυρίσει την ταινία. Συνολικά η τριλογία του θα κόστιζε λιγότερο από 50 χιλιάδες λίρες και παρ ότι αρχικά οι συμπατριώτες του θα την αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό, σήμερα θεωρείται η καλύτερη «ταινία» στο Σκοτσέζικο σινεμά.

Η «Τριλογία» θα έμελλε να είναι το σημαντικότερό του έργο καθώς, μέχρι το τέλος της ζωής του, θα γύριζε μόνο μία ακόμη ταινία- το φιλόδοξο «Comrades», αληθινή ιστορία μιας ομάδας εργατών που το 1830 δοκίμασαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους κι εξορίστηκαν στην Αυστραλία. Η ολοκλήρωση του φιλμ του πήρε σχεδόν εννιά χρόνια καθώς η φήμη που είχε ως δύσκολος και τελειομανής σκηνοθέτης έκανε τη χρηματοδότηση εξαιρετικά δύσκολη και οι διαφορές του με τον αρχικό της παραγωγό, Ισμαήλ Μέρτσαντ, τον έκαναν να εγκαταλείψει γρήγορα την ταινία. Ακόμα κι αν δεν αγγίζει τη σπουδαιότητα της τριλογίας του, όμως, το «Comrades» δεν παύει να είναι μια αληθινά εμπνευσμένη ταινία, λυρική και πολιτική και πάνω απ όλα βαθιά ανθρώπινη. Η ταινία, εντούτοις, υπήρξε εμπορική αποτυχία όταν τελικά βγήκε σχεδόν στιγμιαία στις βρετανικές αίθουσες, κάνοντας την προσπάθεια του Ντάγκλας να προχωρήσει ένα από τα επόμενα σχεδία του ακόμη πιο δύσκολη. Παρ ότι συνέχισε να διδάσκει κινηματογράφο και να συλλέγει με πάθος κάθε τι που αφορούσε το σινεμά σε ένα αρχείο που, μετά τον θάνατο του, θα αποτελούσε το υλικό για ένα εντυπωσιακό μουσείο, η δημιουργία μιας ακόμη ταινίας δεν μπόρεσε να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, η αρρώστια θα έγραφε το τελευταίο κεφάλαιο της σύντομης και σκληρής ιστορίας του και ο Ντάγκλας θα εγκατέλειπε πρόωρα έναν κόσμο που του χάρισε τόσα λίγα. Κι εκείνος, σε αντάλλαγμα, του χάρισε τόσα πολλά.

Their Childhood
Η τραγική ιστορία των δυο πρωταγωνιστών της «τριλογίας»

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η «Τριλογία» του Ντάγκλας δεν θα ήταν το ίδιο φιλμ δίχως τη μετρημένα σπαρακτική ερμηνεία του νεαρού πρωταγωνιστή του, Στίβεν Αρτσιμπαλντ. Μοιάζει θαυμαστό το πώς ένας τόσο νέος ηθοποιός μπορεί να αποδώσει με τόσο κοφτερό τρόπο τόσο έντονα συναισθήματα, στην πραγματικότητα, όμως, ο νεαρός Τζέιμι της τριλογίας δεν υπήρξε ποτέ πριν, ή ποτέ μετά ηθοποιός. Ο Ντάγκλας ανακάλυψε τον Αρτσιμπαλντ όταν, μαζί με τον συμπρωταγωνιστή του στο «Μy Childhood» και το «Μy Ain Folk», Χιούι Ρέστορικ, θα τον σταματούσαν σε έναν δρόμο του Εδιμβούργου, ζητώντας του ένα τσιγάρο. Ο Ντάγκλας ήταν καθ οδόν προς ένα σχολείο όπου θα αναζητούσε τον πρωταγωνιστή του. Μετά από αυτή τη συνάντηση, όμως, με τα δύο παιδιά, ήξερε ότι τον είχε βρει.

Στα χρόνια που διήρκεσαν τα γυρίσματα της τριλογίας ο Αρτσιμπαλντ θα ζούσε μακριά από τη φτώχια, σε έναν κόσμο που δεν ήταν διαφορετικός από τις τρώγλες του Εδιμβούργου όπου μεγάλωσε, μια από τις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης τότε. Μετά την τριλογία ο νεαρός επέστρεψε πίσω στην παλιά του ζωή, πέφτοντας σύντομα στο ποτό και τα ναρκωτικά, κάνοντας έναν γάμο που τελείωσε άδοξα όταν ο ένας του γιος πέθανε σε βρεφική ηλικία και τελικά ακολουθώντας τον δρόμο του προς τη φυλακή.

Οταν ο Ντάγκλας τελικά βρήκε τα χρήματα για να γυρίζει το «Comrades», προσπάθησε σκληρά να πείσει τους υπεύθυνους της φυλακής να του επιτρέψουν να παίξει στην ταινία, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Σε μια συνέντευξη του το 1995 ο Αρτσιμπαλντ θα έλεγε «περίμενα πάντα τον Μπιλ να κάνει μια ακόμη ταινία, αλλά πέθανε τόσο νωρίς και μαζί του πέθανε και η καριέρα μου. Ηταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις τα όσα νιώθω γι αυτόν».

Τρία χρόνια αργότερα θα βρισκόταν κι αυτός νεκρός κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, σε ηλικία 38 ετών. Ο άλλος του γιος έμελλε να ακολουθήσει κι αυτός την πορεία του πατέρα του. Ηρθε στην κηδεία από τη φυλακή και είπε το δικό του αντίο φορώντας χειροπέδες. Ο φίλος και συμπρωταγωνιστής του, Χιούι Ρέστορικ, δεν θα ήταν παρών στην κηδεία. Είχε ήδη αυτοκτονήσει οχτώ χρόνια νωρίτερα...