Κέιτ-Λίο: Η ευτυχία δεν είναι αυτό...

13.01.2009
Δέκα χρόνια αφότου γνωρίστηκαν στο κατάστρωμα του «Τιτανικού», ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Κέιτ Γουίνσλετ ενώνονται ξανά στην οθόνη, προσπαθώντας να σωθούν και πάλι από ένα ναυάγιο. Το ναυάγιο ενός δυστυχισμένου γάμου, όπως το συλλαμβάνει μέσα σε όλη του τη δραματική λεπτομέρεια ο Σαμ Μέντες, στον «Δρόμο Της Επανάστασης».

Κείμενο - Συνεντεύξεις: Λουκάς Κατσίκας

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΓΑΜΟ
Πολλά πράγματα μπορεί να μάθει κανείς παρατηρώντας ένα παντρεμένο ζευγάρι. Αυτό πρέπει να πιστεύουν οι γείτονες που καθημερινά βλέπουν το ζεύγος των Γουίλερ να απολαμβάνει την οικογενειακή του ηρεμία στο ειδυλλιακό προάστιο του Κονέκτικατ όπου διάλεξε να κατοικήσει. Εκ πρώτης όψεως, ο Φρανκ και η Εϊπριλ δεν φαίνεται να έχουν ανάγκη από το παραμικρό. Είναι νέοι και πολύ όμορφοι. Εχουν δυο αξιαγάπητα μικρά παιδιά. Ζουν σε ένα άνετο και καλαίσθητο σπίτι. Ονειρεύονται να μετακομίσουν κάποια στιγμή στο Παρίσι. Η δουλειά του συζύγου υπόσχεται προαγωγή. Μοιάζουν τόσο ευτυχισμένοι. Και ταυτόχρονα τόσο ξεχωριστοί...

Πολλά πράγματα μπορεί να μάθει κανείς παρατηρώντας ένα παντρεμένο ζευγάρι. Η μήπως όχι; Γιατί, αν πράγματι ίσχυε κάτι τέτοιο, οι λιγοστοί γείτονες που γνώριζαν και συναναστρέφονταν τους Γουίλερ θα έπρεπε να είχαν καταλάβει. Θα έπρεπε να είχαν βοηθήσει τον Φρανκ και την Εϊπριλ να διασώσουν τον γάμο και την οικογένειά τους. Οταν δυο άνθρωποι αγαπιούνται αληθινά και είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, τίποτα δεν υπάρχει στη ζωή τους που να μην μπορεί να διορθωθεί. Που να μην μπορεί να γιατρευτεί. Μόνο που ο Φρανκ και η Εϊπριλ δεν ήταν καμωμένοι ο ένας για τον άλλο. Παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά επειδή έτσι ορίζει το κοινωνικό πρωτόκολλο. Βιάστηκαν να εξασφαλίσουν θέση σε ένα αποστειρωμένα όμορφο προάστιο γιατί, ίσως εκεί, θα μπορούσαν να κρύψουν εκείνο το αιωρούμενο συναίσθημα που αντιλαμβάνονταν και οι δύο: ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη ζωή τους.

Η Εϊπριλ εγκατέλειψε από νωρίς την αγάπη της για την υποκριτική, ούτως ώστε να καταφέρει να γίνει η υποδειγματική σύζυγος, μητέρα και νοικοκυρά που έπρεπε. Ο Φρανκ ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, θέλοντας να ξεμπερδέψει μια και καλή από τις σκέψεις και τα παράτολμα όνειρα που τρυπώνουν στο μυαλό σου όταν είσαι νέος. Μαζί υπέγραψαν ένα άτυπο συμβόλαιο: θα δοκίμαζαν να περάσουν τον υπόλοιπο βίο τους από κοινού, έστω κι αν δεν στάθηκαν ποτέ να αναρωτηθούν αν αυτό που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο δεν ήταν στην πραγματικότητα έρωτας. Και τώρα, χρόνια μετά από εκείνη τη βραδιά που πρωτογνωρίστηκαν και αφέθηκαν να παρασυρθούν από τον πόθο τους, συνειδητοποιούν την ψευδαίσθηση της ευτυχίας τους. Την ψευδαίσθηση της ομαλότητας. Και, κυρίως, την ψευδαίσθηση της αγάπης. Από εκείνο το λεπτό, ο χρόνος πριν την αναπόφευκτη σύγκρουση και το σκληρό ξεκαθάρισμα αρχίζει να μετρά αντιστρόφως.

Συλλαμβάνοντας κάθε συναισθηματικό ημιτόνιο αυτής της θλιμμένης ιστορίας στο λογοτεχνικό ντεμπούτο που του χάρισε την υστεροφημία, ο συγγραφέας Ρίτσαρντ Γέιτς κρατά τον ρόλο του σιωπηλού παρατηρητή. Ακόμη κι όταν το δράμα ξεσπάσει ανεξέλεγκτο ανάμεσα στους τοίχους του φρεσκοβαμμένου και καλογυαλισμένου σπιτιού, γεμίζοντας τον χώρο με την απελπισία ετών, εκείνος θα μείνει ακίνητος και θα το παρακολουθεί. Την ιδιαιτέρως άβολη και αναπόφευκτα ηδονοβλεπτική θέση του μάρτυρα κρατά και ο Σαμ Μέντες, τώρα,στην κινηματογραφική διασκευή του.

Εχοντας ένα εκπληκτικό σε δύναμη μυθιστόρημα στα χέρια του, ο σκηνοθέτης του «Αmerican Βeauty» και του «Δρόμου Της Απώλειας» φρόντισε πρωτίστως να το σεβαστεί και να το υπηρετήσει. Διατηρώντας αυτούσια κομμάτια από τους διάλογους-οδοστρωτήρες που ο συγγραφέας μοίρασε ανάμεσα στους δυο χαρακτήρες, απαλείφει όσο το δυνατόν λιγότερα πράγματα μπορεί από το βιβλίο. Και στέκεται στο ύψος των σελίδων του Γέιτς όταν μεταχειρίζεται το φορτισμένο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος με τον αξέχαστο τρόπο που του αρμόζει. Περισσότερο από ένα μοντέλο αξιοπρεπούς διασκευής, όμως, ο «Δρόμος Της Επανάστασης» μεταμορφώνεται σε μια ερμηνευτική αρένα. Μέσα της κονταροχτυπιούνται μέχρι τελικής πτώσεως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Κέιτ Γουίνσλετ, σε μια ψυχολογικά εξοντωτική μάχη που κάνει το ρομαντικό ζευγάρι του «Τιτανικού» να μοιάζει με μακρινή και εξιδανικευμένη ανάμνηση.


Η ΚΕΙΤ ΓΟΥΙΝΣΛΕΤ ΕΙΝΑΙ Η ΕΙΠΡΙΛ
Μια μέρα μετά την προβολή της ταινίας, συναντώ και τους δυο πρωταγωνιστές της ταινίας χωριστά σε ένα ξενοδοχείο στην καρδιά του Μανχάταν. Η χθεσινή βραδιά της παρακολούθησης του φιλμ μού είχε αφήσει μια μελαγχολία που κουβαλώ μαζί μου στο δωμάτιο της συνάντησής μας. Στην πραγματικότητα, δεν έχω την όρεξη να συζητήσω τίποτε άλλο μαζί τους και μέσα μου ελπίζω να έχουν και εκείνοι την ίδια διάθεση. Η πρώτη συνέντευξη της ημέρας είναι με την Κέιτ Γουίνσλετ. Καταφθάνει φορώντας ένα σκούρο μπλε πουκάμισο χωρίς μανίκια, παρά το κρύο που επικρατεί έξω από το δωμάτιο και το οποίο τρυπώνει ύπουλα μέσα από ένα μισάνοιχτο παράθυρο που αγναντεύει την Park Avenue. Ρωτά αν μπορεί να καπνίσει και «στρίβει» ένα τσιγάρο από το πακέτο με καπνό που κουβαλά μαζί της. Τραβάει μια ρουφηξιά -στη διάρκεια της οποίας προλαβαίνω να αφομοιώσω ως εικόνα το πόσο πολύ έχει ομορφύνει- και ξεκινά μια απάντηση που εξελίσσεται σε κατεβατό, προσπαθώντας να εξηγήσει την εμπλοκή της στην μεταφορά του βιβλίου.

«Το πράγμα είχε ως εξής: διάβασα το βιβλίο πριν αρκετά χρόνια, με συνεπήρε και, σχεδόν αμέσως, μου έγινε ψύχωση η μεταφορά του στο σινεμά. Εκτοτε προσπάθησα να κάνω οτιδήποτε μπορούσα από την πλευρά μου ώστε να γίνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα εφικτή η διασκευή του. Είναι δύσκολο, ξέρεις, για μία ηθοποιό να προσκολληθεί σε κάποιο κινηματογραφικό σχέδιο και να το υποστηρίζει με επιμονή, τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμη ούτε ο άνθρωπος που θα το σκηνοθετήσει ούτε οι ηθοποιοί που θα το ερμηνεύσουν. Δεν σου κρύβω από την άλλη ότι, καθ όλη τη διάρκεια της εμπλοκής μου με την κινηματογράφηση του βιβλίου, η προσδοκία μου ήταν να μπορέσω εγώ να υποδυθώ την Εϊπριλ, έχοντας παρτενέρ μου τον Λίο και σκηνοθέτη τον Σαμ. Από μια άποψη, συνεπώς, ο "Δρόμος της Επανάστασης" είναι για μένα ένα όνειρο που κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί, έστω κι αν ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλα συνέβησαν όπως ακριβώς τα είχα ευχηθεί. Πρέπει να σημειώσω, βέβαια, ότι ουδέποτε υπήρξε κάποιος παράγοντας που να μου εξασφάλιζε ότι θα ήμουν εγώ αυτή που θα κατέληγε να ερμηνεύσει τελικά την Εϊπριλ. Αν ο Σαμ Μέντες αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει κάποια άλλη ηθοποιό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα μπορούσε κάλλιστα να με είχε απορρίψει και να με είχε εξαιρέσει από το όλο σχέδιο. Είχε ασφαλώς αυτό το δικαίωμα. Δεν έχει καμία σημασία αν η ταινία στάθηκε εν μέρει δική μου πρωτοβουλία ή αν ήμουν η γυναίκα του σκηνοθέτη».

Ηταν δύσκολο να δέχεται ερμηνευτικές οδηγίες από τον σύζυγό της στη ζωή; «Χρειάστηκε να είμαι επιφυλακτική» παραδέχεται η Γουίνσλετ, ανάβοντας με έναν αναπτήρα την άκρη του μισοκαπνισμένου της τσιγάρου. «Ηταν η πρώτη φορά που δούλευα με τον άντρα μου και βαθιά μέσα μου φοβόμουν ότι οι δυναμικές στην περίπτωση αυτή ήταν πολύ πιθανό να λειτουργήσουν απρόσμενα και όχι απαραιτήτως αρμονικά ανάμεσά μας. Επειδή δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε ποτέ μαζί, καθένας μας μπορούσε μέχρι πρότινος μόνο να φανταστεί πώς συμπεριφέρεται ο σύντροφός του στον χώρο και στις συνθήκες της δουλειάς. Η πραγματικότητα τού να δουλεύουμε μαζί, όμως, στάθηκε κάτι εντελώς απροσδόκητο σε σχέση με αυτό που φανταζόμασταν και οι δυο. Ηταν κάτι πολύ εποικοδομητικό, όχι μόνο σε δημιουργικό επίπεδο αλλά και σε προσωπικό. Βλέποντας τον Σαμ να δουλεύει ήταν σαν να συμπληρώθηκε πλέον για μένα οριστικά το παζλ του χαρακτήρα του. Σαν να μπήκε το πολύτιμο τελευταίο κομμάτι που χρειαζόμουν για να τον καταλάβω πλήρως».

Τι είναι αυτό που την άγγιξε τόσο πολύ στην περίπτωση μιας ηρωίδας όπως η Εϊπριλ η οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη στα δεσμά ενός κλειστοφοβικού γάμου και αποφασίζει να απελευθερωθεί με μια πράξη άκρατης απελπισίας; «Μια ματιά να ρίξεις στους χαρακτήρες που έχω υποδυθεί μέχρι στιγμής» σημειώνει η Κέιτ «και θα καταλάβεις ότι είμαι περισσότερο επιρρεπής σε ρόλους ανθρώπων που φτάνουν σε απεγνωσμένες συναισθηματικές καταστάσεις. Μου αρέσει να υποδύομαι ηρωίδες που πρόκειται να πεθάνουν ή που κάποιος τους ραγίζει την καρδιά. Αυτό το είδος χαρακτήρων έχω συνηθίσει να προσεγγίζω. Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο μπορώ να γλιστρήσω ευκολότερα. Αυτό που με εντυπωσίασε τόσο στην Εϊπριλ, παρ όλα αυτά, δεν ήταν η ομοιότητά της με άλλες ηρωίδες που έχω ερμηνεύσει, όσο το πόσο διαφορετική σε βιώματα έμοιαζε από εμένα. Είμαι ένας παθιασμένος, ενστικτώδης, ονειροπόλος άνθρωπος στον οποίο δόθηκε η ευκαιρία να πραγματώσει όλα τα πάθη και τα όνειρά του μέσα από τη δουλειά του, τον γάμο και την οικογένειά του. Η Εϊπριλ του βιβλιου και της ταινίας είναι εξίσου παθιασμένος άνθρωπος. Επειδή όμως έχει στερηθεί τόσα πολλά πράγματα σε επίπεδο συναισθηματικό στη ζωή της, της είναι δύσκολο να ανταποκριθεί στα δικά της πάθη. Δεν έχει τίποτα να περιμένει. Τίποτα για να ελπίζει. Δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει το βιβλίο, αλλά εκεί μαθαίνουμε ότι είχε μια πολύ δυστυχισμένη παιδική ηλικία. Οι γονείς της την εγκατέλειψαν από πολύ μικρή -δεν την ήθελαν στην πραγματικότητα- και την ανατροφή της ανέλαβε μια μεγάλη σε ηλικία θεία, η σχέση της με την οποία στάθηκε προβληματική»..

«Η μάνα της Εϊπριλ πέθανε αλκοολική, για τον πατέρα της ήλπιζε ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή και θα την έπαιρνε μαζί του, πράγμα το οποίο δεν συνέβη ποτέ. Η Εϊπριλ μεγάλωσε μη έχοντας καμία εκτίμηση για τον εαυτό της και κανένα νόημα στην ζωή της. Για μένα προσωπικά, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να βρίσκεσαι σε μια θέση στην οποία συνειδητοποιείς ότι η ζωή που διάγεις, είναι η λάθος ζωή και δεν μπορείς να βρεις καμιά διέξοδο από αυτήν. Δεν ξέρω, έπειτα, αν το γνωρίζεις από κάποια δική σου εμπειρία αλλά, η στιγμή που αποφασίζεις ότι θέλεις να φύγεις από την πραγματικότητα μιας σχέσης είναι όταν συνειδητοποιείς ότι αυτή η σχέση δεν σε εκφράζει. Οτι σε αναγκάζει να συμβιβαστείς με έναν τρόπο ζωής που δεν επιθυμείς. Και φεύγεις προκειμένου να μπορέσεις να ξαναβρείς τον εαυτό σου- κάτι που παρακινεί και την απόφαση που παίρνει η Εϊπριλ στο φινάλε. Μια απόφαση που γίνεται ακόμη πιο συγκινητική αν λάβεις υπόψη σου το γεγονός ότι η ιστορία εκτυλίσσεται στα μέσα της δεκαετίας του 50- μια εποχή κατά την οποία οι γυναίκες απολάμβαναν ελάχιστες επιλογές και ελευθερίες».

Ομολογώ στη Γουίνσλετ ότι, σε σημεία, βρήκα αρκετά οδυνηρή την ταινία. «Ασφαλώς» απαντά εκείνη, σαν να περίμενε πότε θα ερχόταν η στιγμή να της πω κάτι τέτοιο. «Αυτό με είχε εντυπωσιάσει αρχικά και στο βιβλίο: το πόσο οδυνηρά ειλικρινές ήταν. Υπήρχαν σημεία στα οποία δεν άντεχα να παρακολουθώ άλλο αυτούς τους δυο ανθρώπους να ξεσκίζουν ο ένας τον άλλο, ενώ το μοναδικό πράγμα που ήθελαν εξαρχής ήταν να παραμείνουν αγαπημένοι και να προσπαθήσουν να βρουν ένα μικρό μερίδιο ευτυχίας για τους ίδιους στον κόσμο. Ομως έχασαν τα συναισθηματικά εφόδια που θα τους επέτρεπαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Δεν είναι μια ιστορία για δυο ανθρώπους οι οποίοι αποφασίζουν απλώς κάποια στιγμή να πάρουν διαζύγιο. Προσπαθούν να κολλήσουν τα σπασμένα κομμάτια, προσπαθούν ειλικρινά να διασώσουν τον δεσμό τους. Μερικά πράγματα όμως δεν μπορούν να σωθούν».


Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΙ ΚΑΠΡΙΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΡΑΝΚ
«Μου αρέσει να μιλάω γι αυτή την ταινία» εξομολογείται ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, λίγα λεπτά αφού βολευτεί στην πολυθρόνα του. Το χτένισμά του είναι ακριβώς όπως στο φιλμ, σε σημείο που να μου φέρνει τακτικά στο μυαλό τον Φρανκ - τον χαρακτήρα που υποδύεται. Τι πιστεύει όμως για έναν ήρωα ο οποίος, για το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης, παραμένει η βασική αιτία της απόγνωσης και της θλίψης που κυκλώνει τη σύζυγό του;

«Ο Φρανκ είναι το ακριβές πορτρέτο ενός ανθρώπινου πλάσματος με όλα τα ελαττώματα, τα λάθη και τις ανασφάλειες που κουβαλά. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, όταν τον βλέπουμε να απατά την γυναίκα του χωρίς να νιώθει ιδιαίτερες ενοχές ή καταλαβαίνουμε ότι είναι αυτός που μοιάζει πιο πολύ διατεθειμένος να συμβιβαστεί με τη ρουτίνα μιας ζωής στην οποία δεν πιστεύει, γίνεται στα μάτια του κοινού ο πιο αντιπαθής χαρακτήρας της όλης ιστορίας. Οσο η ταινία προχωρά, ωστόσο, διαπιστώνουμε πόσο θλιμμένος είναι στην πραγματικότητα και πόσο απεγνωσμένος φαίνεται στην προσπάθειά του να σώσει την αγάπη στη σχέση του που έχει αρχίσει να χάνεται».

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς παντρεμένος, λέω στον Ντι Κάπριο, για να γνωρίζει πόσο βασανιστική μπορεί να αποβεί μερικές φορές η αγάπη. Και πόσο ισοπεδωτική είναι η στιγμή που κατανοείς ότι τον άνθρωπο που είχες τόσα χρόνια δίπλα σου και αγαπούσες, δεν τον γνώρισες ποτέ πραγματικά. «Αν έχεις αγαπήσει κάποια στιγμή στη ζωή σου, είναι εύκολο να καταλάβεις» πιστεύει ο Λεονάρντο. «Δεν είναι, βέβαια, η πιο αντιπροσωπευτική ταινία για κάποιον που θέλει να δει καθρεφτισμένη επάνω της τη δυναμική που κρατά ένα ζευγάρι μαζί ή τις συνθήκες που εξασφαλίζουν έναν ευτυχισμένο και μακροχόνιο γάμο. Μακάρι να ίσχυε το αντίθετο, όμως δεν είναι όλες οι ερωτικές ιστορίες σε αυτό τον κόσμο ευτυχείς, έτσι δεν είναι;»

«Και στην περίπτωση της ταινίας και του βιβλίου έχουμε να κάνουμε με δυο ανθρώπους οι οποίοι προσπάθησαν να αγαπηθούν, αλλά ήταν προορισμένοι να μην ζήσουν για πάντα μαζί. Αυτοί οι δύο άνθρωποι, ασχέτως αν ζούσαν στη δεκαετία του 50 ή στη σημερινή εποχή, ασχέτως αν πραγματοποιούσαν τελικά τη φυγή που ονειρεύονται να αποτολμήσουν ή όχι, είναι στην ουσία δυο τρένα που ταξιδεύουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Και είναι γραπτό να μην συναντηθούν ποτέ».

Με την Κέιτ Γουίνσλετ, πάντως, ο Ντι Κάπριο συναντιέται ξανά στην οθόνη - δέκα χρόνια μετά το πρώτο σμίξιμό τους στον «Τιτανικό». Στη διάρκεια της μιας δεκαετίας που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στην ταινία του Τζέιμς Κάμερον και τον «Δρόμο Της Επανάστασης», οι δυο ηθοποιοί κατόρθωσαν να παραμείνουν πολύ καλοί φίλοι.

«Ναι, γιατί εκτός από την τρομερή εκτίμηση που έχω γι αυτήν ως ηθοποιό» σημειώνει ο Λίο, «με την Κέιτ μοιραζόμαστε μερικά κοινά βιώματα: Ξεκινήσαμε και οι δυο την καριέρα μας περίπου την ίδια περίοδο, ηλικιακά έχουμε ελάχιστη διαφορά και περάσαμε μαζί την εμπειρία ενός εξαιρετικά δύσκολου γυρίσματος, όπως ήταν ο "Τιτανικός", το οποίο μας έδεσε πολύ. Ζήσαμε ταυτόχρονα την τεράστια δημοσιότητα που συγκέντρωσε επάνω της η ταινία και προσπαθήσαμε να τη διαχειριστούμε με την ίδια σύνεση και ψυχραιμία. Εκτοτε, υπάρχει μια αμοιβαία εμπιστοσύνη η οποία μας βοηθά να αντεπεξέλθουμε στις πιο δύσκολες στιγμές των γυρισμάτων. Μας βεβαιώνει ότι δεν είμαστε μόνοι, έχουμε ο ένας τον άλλο. Αυτό που εξασφαλίζει μια ιδανική επαγγελματική σχέση είναι, ούτως ή άλλως, το να ξέρεις ότι μπορείς να είσαι ειλικρινής με τον άλλο. Να είσαι ο εαυτός σου. Και ό,τι προσφέρεις, να βγαίνει από μέσα σου με πλήρη ανιδιοτέλεια».

Το ίδιο πράγμα δεν μπορούμε να πούμε ότι ισχύει ουσιαστικά και στις περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις; «Φυσικά. Αλλά πόσες φορές το έχεις δει να εφαρμόζεται στην πράξη;»