O Παντελής Βούλγαρης για την "Ψυχή"

21.10.2009
Μερικούς μήνες μετά την πραγματοποίηση της μεγαλύτερης κινηματογραφικής του επιθυμίας και πέντε χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία των «Νυφών», ο ακατάβλητος δημιουργός αγναντεύει μαζί μας την επερχόμενη «Ψυχή Βαθιά!»

Συνέντευξη στη Δέσποινα Παυλάκη


Αντιμέτωπος με μια βουβή σχεδόν πτυχή της ελληνικής ιστορίας, ο Παντελής Βούλγαρης αναλαμβάνει να μας συμφιλιώσει με τις μνήμες του Εμφυλίου. Απούσα για χρόνια ολόκληρα από τα σχολικά βιβλία αλλά και τη συνείδηση μιας ολόκληρης γενιάς, η περίοδος 1946-1949 τραβάει την ανηφόρα παρέα με μια παραγωγή δώδεκα ετών και τελικό προορισμό τις βουνοκορφές της δυτικής Μακεδονίας. Μερικούς μήνες μετά την πραγματοποίηση της μεγαλύτερης κινηματογραφικής του επιθυμίας και πέντε χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία των «Νυφών», ο ακατάβλητος δημιουργός αγναντεύει μαζί μας το τελικό αποτέλεσμα που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι και προβάλλεται την Πέμπτη στις αίθουσες, με τίτλο «Ψυχή Βαθιά!»

Σε παλιότερη συνέντευξή σας στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ είχατε πει ότι θα προτιμούσατε να ήσασταν σαν τον Χίτσκοκ, που ήταν στην ουσία υπάλληλος των στούντιο, τελείωνε τη μια ταινία το πρωί και ξεκινούσε τo απόγευμα την άλλη, απ το να ζείτε σε μια χώρα όπου αναγκάζεστε να σκηνοθετείτε μια φορά κάθε εφτά χρόνια. Αισθάνεστε ακόμα το ίδιο;

Ναι, γιατί από τις φάσεις της πραγματοποίησης μιας ταινίας αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι το γύρισμα.

Δεν ανήκετε δηλαδή στην κατηγορία που αγαπάει περισσότερο την προετοιμασία;

Προετοιμασία και γύρισμα είναι το ίδιο πράγμα. Η σωστή προετοιμασία είναι η βάση στην οποία θα στηριχθείς για να δεις αν οι εικόνες που ονειρεύτηκες είναι πραγματοποιήσιμες, ειδικά σε αυτή την ταινία, που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη Δυτική Μακεδονία. Επρεπε πρώτα να κατασταλάξουμε στους χώρους κι ύστερα στα πρόσωπα, γιατί ήθελα να βρω φυσιογνωμίες που να μοιάζουν με το φωτογραφικό υλικό της εποχής εκείνης. Πράγμα δύσκολο, γιατί σήμερα ο σωματότυπος του Ελληνα έχει αλλάξει. Το πρόσεξα όταν βρήκαμε στρατιωτικές ενδυμασίες του 48 που δεν έκαναν σε κανένα, γιατί τότε οι Ελληνες ήταν κοντοί! Οσο για το post-production, αν είχα έναν άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης μου, θα προτιμούσα να έβλεπα κατευθείαν την ταινία τελειωμένη!

Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να σκηνοθετείτε μια ταινία το χρόνο; Δεν θα σας εξαντλούσε κάτι τέτοιο;

Δεν θα με εξαντλούσε, αλλά οι συνθήκες παραγωγής στην Ελλάδα το καθιστούν αδύνατον. Οταν έκανα έρευνα για το «Ψυχή Βαθιά» έτυχε να δω το making of του «Στρατιώτη Ράιαν», όπου ο Σπίλμπεργκ έλεγε ότι είχε 18 μέρες για να προετοιμαστεί, που σημαίνει ότι υπήρχε πίσω του ένας ολόκληρος στρατός ο οποίος έστηνε την παραγωγή, ιδωμένη όμως μέσα από τα δικά του μάτια.

Εσείς, αντιθέτως, ξεκινήσατε την έρευνα το 1997. Πώς καταφέρατε να διαχωρίσετε τις «Νύφες» από την προετοιμασία του «Ψυχή Βαθιά»;

Λίγο πριν ξεκινήσω τις «Νύφες» έτυχε να ανέβω στην Καστοριά και να εντοπίσω τον χώρο του δράματος. Είδα για πρώτη φορά τις αποστάσεις ανάμεσα στο Γράμμο και το Βίτσι, μίλησα με ανθρώπους και, όταν γύρισα από το ταξίδι, μπήκα στην ιστορική έρευνα για να καταλάβω τι ακριβώς ήταν ο Εμφύλιος. Ο,τι χρόνος μου περίσσευε, τον αφιέρωνα σ' αυτό. Στη διάρκεια του γυρίσματος ήμουν απόλυτα δοσμένος στις «Νύφες», αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν ήδη την επόμενη ταινία. Συμβαίνει συχνά - ειδικά όταν όλα πάνε καλά στο γύρισμα και είσαι χαλαρός. Τώρα που έκανα το «Ψυχή Βαθιά» περάσαμε τόσο ωραία στη Μακεδονία που σκεφτόμουν «γιατί να μην κάνω άλλη μια ταινία εδώ πάνω;»

Τόσο οι «Νύφες» όσο και το «Ψυχή Βαθιά» ξεκινούν από μια προσωπική ιστορία, παραμένουν όμως μεγάλες ταινίες, τοποθετημένες σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο. Το «μικρό» σινεμά δεν σας ενδιαφέρει πια;

Βεβαίως και με ενδιαφέρει! Μπορεί η επόμενη -και μάλλον προς τα κει κλίνω- να είναι μια ταινία απλή και φτηνή, με σύγχρονο θέμα, κάτι που ζούμε σήμερα. Ανάμεσα στις ταινίες με ιστορικό υπόβαθρο που έχω κάνει στο παρελθόν, έχουν παρεμβληθεί καθημερινές ιστορίες, όπως οι «Ησυχες Μέρες Του Αυγούστου» και το «Ολα Είναι Δρόμος».

Ενα μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας σας έχει πολιτική χροιά, το «Ψυχή Βαθιά» είναι καθαρά ιστορικό/πολιτικό σινεμά. Εσείς πώς το αντιλαμβάνεστε;

Οντως έχει ένα συγκεκριμένο ιστορικό υπόβαθρο μιας εποχής που έχει κρατηθεί στη σκιά. Πιστεύω ότι ένας πόλεμος σαν τον Εμφύλιο δεν κάνει περήφανη καμία πλευρά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η γενιά που τον έζησε δεν μίλησε ποτέ ανοιχτά γι αυτόν και η λογοτεχνική και η καλλιτεχνική κατάθεση, αλλά και η ιστορική καταγραφή, ξεκινούν ουσιαστικά από το 1974. Ολη αυτή την εμπειρία την έζησα και πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή είμαι ένας πολύ βαθύς γνώστης της συγκεκριμένης περιόδου. Διάβασα οτιδήποτε σχετικό έχει κυκλοφορήσει και πρόλαβα να μιλήσω με ανθρώπους κι απ τις δυο πλευρές. Χίλιες ιστορίες μιας τρομερής περιόδου. Ο εμφύλιος ήταν πολύ βίαιος και συνάμα πολύ ανθρώπινος.

Φαντάζομαι ότι, για τους κατοίκους της Μακεδονίας, η εμπειρία είναι ακόμα νωπή.

Ναι, τόσοι θάνατοι βαραίνουν τον τόπο, τόσα γιατί, υπάρχουν ακόμα περιοχές των βουνών που οι βοσκοί δεν επισκέπτονται γιατί φοβούνται τις νάρκες. Ο εθνικός στρατός τοποθετούσε νάρκες με σχεδιάγραμμα αλλά οι αντάρτες όχι, που σημαίνει ότι πολλά κομμάτια του βουνού είναι ακόμη επικίνδυνα. Το δεύτερο στοιχείο που μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν ότι η λατομία των βουνών είναι επισφαλής, γιατί οι κορμοί των δέντρων έχουν ακόμη σφαίρες και καταστρέφουν τα μηχανήματα! Η γοητεία του ταξιδιού αυτού ήταν οι ιστορίες που άκουγα κάθε φορά. Γύριζα πάντα με ένα μπλοκάκι με σημειώσεις: μια φράση, ένα πρόσωπο, μια λεπτομέρεια που έχτισαν σιγά σιγά τον κόσμο στον οποίο ήθελα να αναφερθώ.

Απ ό,τι κατάλαβα προσπαθήσατε να χτίσετε και την ίδια την ταινία με αντικείμενα απ το παρελθόν, αντί να κατασκευάσετε καινούργια!

Πάντα ξεκινάς από τα αυθεντικά, κι εμείς ευτυχώς είχαμε ενδυμασίες του στρατού. Υπάρχουν φανατικοί συλλέκτες στρατιωτικών αντικειμένων, από αρβύλες μέχρι ζώνες, και μάλιστα οι στολές που βρήκαμε είχαν πάνω τη σφραγίδα 1948 - 1946, σχεδόν συλλεκτικά κομμάτια δηλαδή. Τα καθημερινά ρούχα τα βρήκαμε από πάνω. Το πρώτο διάστημα που πήγαινα στην περιοχή, ακριβώς επειδή η ιστορία είναι ακόμα πολύ κοντινή, υπήρχε μια επιφύλαξη. Σιγά σιγά, όμως, που με γνώρισαν και κατάλαβαν τι ήθελα να κάνω, μου άνοιξαν τις καρδιές και τα σπίτια τους και μου προσέφεραν πολλά. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στους Καστοριανούς, φορείς και πολίτες. Με ψυχή βαθιά στάθηκαν κοντά μου από την αρχή ως το τέλος.

Σε ποιο σημείο αποφασίσατε να βάλετε κι άλλο κόσμο στο παιχνίδι;

Πρώτα βρήκα τον σκηνογράφο (Απόστολος Βέττας), μετά προστέθηκαν στην παρέα ο Κώστας Αθουσάκης ως βοηθός, ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής κι ύστερα ο παραγωγός (Γιάννης Ιακωβίδης), γιατί χωρίς παραγωγό δεν μπορείς να κάνεις κινηματογράφο. Μάλιστα, επειδή τη θεωρούσαν δύσκολη ταινία και είχα περάσει από αρκετούς διευθυντές παραγωγής, έλεγα στη γυναίκα μου ότι δεν αισθάνομαι πια σκηνοθέτης, αισθάνομαι μεσίτης: ανεβαίνω εδώ πάνω, τους δείχνω τις περιοχές σαν να πουλάω οικόπεδα, τρομάζουν με τα προβλήματα, κατεβαίνουμε κάτω και μου λένε «ευχαριστούμε, δεν μας ενδιαφέρει»! Τελικά, όμως, η παρέα που μαζεύτηκε στο γύρισμα -που κράτησε εννιά εβδομάδες- αγάπησε την ιστορία,εμένα, αγάπησε την περιοχή και, παρόλο που ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες, δεν μας φάνηκε καθόλου. Η διαφορά μιας ταινίας που γυρίζεται στην Αθήνα από μια ταινία που γυρίζεται εκτός, πέρα του ότι αυξάνονται τα έξοδα, είναι ότι δεν έχεις τίποτα άλλο από αυτό. Εδώ, όταν τελειώνουμε το γύρισμα πάμε στα σπίτια μας, καβγαδίζουμε με τις γυναίκες μας, βλέπουμε τα παιδιά μας... Εκεί ήμασταν μια ομάδα αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί μέχρι και τις καιρικές συνθήκες: βρήκαμε ομίχλες, βροχή, χιόνι, λιακάδες - εμείς πηγαίναμε και ο καιρός ακολουθούσε!

Με τι κριτήριο έγινε η αναζήτηση των ηθοποιών;

Ξεκίνησα πρώτα απ τα δύο παιδιά - πρωταγωνιστές, αδέλφια στο «Ψυχή Βαθιά». Αυτό ήταν το βασικό πρόβλημα. Θυμάμαι τον Φίνο, όπου δούλεψα ως βοηθός, που όταν του πήγαιναν ένα σενάριο στο οποίο έπαιζε παιδί, έλεγε «Καλά, βρείτε πρώτα το παιδί και μετά τα λέμε». Η εμπειρία με τα παιδιά στις ελληνικές ταινίες είναι τραυματική. Ευτυχώς, η Βικτώρια Χαραλαμπίδου, που είχε παίξει στις «Νύφες», κατάγεται από την περιοχή και την προηγούμενη φορά που είχε πάει να ψηφίσει, επέστρεψε με φωτογραφίες δυο παιδιών, ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού. Ο Γιώργος Αγγέλκος, μαθητής, είναι ένα πολύ εκφραστικό παιδί με μακεδονίτικη ομορφιά, αλλά πολύ κλειστό και, φυσικά, χωρίς καμία υποκριτική εμπειρία. Φοβήθηκα. Σκεφτόμουν μάλιστα να του βρω κάποιο νεότερο για φίλο και συμβουλάτορα, γιατί αν με αντιμετώπιζε σαν παππού του ίσως τρόμαζε όταν του μιλούσα! Αποδείχτηκε, όμως, ένα παιδί με μεγάλη ευαισθησία και εξυπνάδα κι έτσι το πρόβλημα λύθηκε. Το δεύτερο παιδί, ο Χρήστος Καρτέρης, που είναι μεγαλύτερο, το βρήκα στην Αθήνα. Μόλις είχε δώσει εξετάσεις για να μπει στη δραματική σχολή και συμπωματικά μοιάζανε κιόλας, γιατί δε μου αρέσει να κάνω ταινίες όπου το σόι δεν έχει κανένα ίχνος φυσικής ομοιότητας. Η δεκατριάχρονη Αννα Παρτσάνη, μασκότ του συνεργείου, είναι από την Καστοριά. Πλάι στα τρία παιδιά διάλεξα ηθοποιούς για το ταλέντο, τη φάτσα, το ήθος και το κέφι τους να ακολουθήσουν την περιπέτεια: Βαγγέλης Μουρίκης, Γεώργιος Συμεωνίδης, Βικτώρια Χαραλαμπίδου, Βασίλης Νανάκης, Κώστας Κλεφτόγιαννης και, ακριβός φίλος και σύντροφος στο σινεμά, Θανάσης Βέγγος.

Οσον αφορά την ομάδα που έκανε τα ειδικά εφέ, καταφύγατε στη Βουλγαρία ως κοντινότερη λύση;

Εμείς δεν έχουμε πείρα από τέτοιες ταινίες. Οι Βούλγαροι, επειδή προέρχονται από ένα μοντέλο σοσιαλιστικού κινηματογράφου, όπως και όλες οι περιφερειακές χώρες της Σοβιετικής Ενωσης, έκαναν κυρίως κρατικές ταινίες πολεμικού περιεχομένου. Ετσι η παράδοση αυτή πέρασε και στις νεότερες γενιές τεχνικών. Σκέφτηκα, λοιπόν, να ψάξω προς τα εκεί. Και πράγματι βρήκαμε μια εταιρεία, η οποία έχει εκτός από πυροτεχνουργούς όπλα, άλογα, σκυλιά, κασκαντέρ, είναι μια πολύ μεγάλη παρέα. Είμαστε τυχεροί γιατί κι αυτοί θέλανε ένα πάτημα στην Ελλάδα για να μπορούν να έρχονται να δουλεύουν κι αποδείχτηκαν πολύ φιλότιμοι. Εμείς είχαμε υπολογίσει πόσες εκρήξεις θα είχε κάθε σκηνή και πόσες σφαίρες θα ρίχνουν τα πολυβόλα -γιατί όλα αυτά έχουν ένα κόστος- αλλά αυτοί ξεπέρασαν τα συμφωνημένα και τα δώσανε όλα! Την τελευταία μέρα πριν φύγουν, μάλιστα, κάναμε ένα πάρτι στα βουνά με ψήτα αρνιά και τσίπουρα όπου αφιέρωσαν μια έκρηξη σε κάθε ομάδα της παραγωγής. Είχε φωτιστεί όλη η Καστοριά από τα βεγγαλικά. Η εμπειρία ήταν πραγματικά συναρπαστική. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί μόνο όταν τελειώνει η ταινία βλέπεις τι πραγματικά έχεις κάνει.

Μετά από τόσα χρόνια η δημιουργία μιας ταινίας σας φαίνεται ευκολότερη ή δυσκολότερη υπόθεση;

Η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει σε έναν νέο σκηνοθέτη να δοκιμαστεί εγκαίρως για να δει τι έχει στο μυαλό του. Οταν τα δυο μου παιδιά, που δεν τα έσπρωξα εγώ στον κινηματογράφο, μου είπαν ότι θα ασχοληθούν με το σινεμά, τους είπα να σκεφτούν μια ιστορία το συντομότερο δυνατό. Ετσι πολύ γρήγορα και η Κωνσταντίνα και ο Αλέξανδρος, πήραν μια κάμερα DV και είδαν ότι αυτό που είχαν επιλέξει ήταν το σωστό. Από εκεί και πέρα, οι συνθήκες εκμετάλλευσης μιας ταινίας και η γνωριμία της με το κοινό εξακολουθούν να είναι δύσκολες.

Εχετε καταλήξει σε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο εξασφάλισης πόρων μετά από τόσα χρόνια;

Συνεχίζω να κάνω ό,τι έκανα στην πρώτη μου ταινία! Δεν με έχει πάρει ποτέ κανείς να μου πει ότι, ξέρεις, δεν μπορούμε να ζήσουμε αν δεν κάνεις ταινία! Οπως έκανα την πρώτη μου ταινία, έκανα και αυτή. Και πάντα έχω μια εναλλακτική λύση, ένα σενάριο πολύ πιο βατό και πιο φτηνό. Κάτι παίζει και τώρα στο μυαλό μου... Πάλι θα χτυπήσω πόρτες...

Αισθάνεστε καθόλου προστατευτικός απέναντι στα παιδιά σας που είναι πλέον κομμάτι μιας νέας γενιάς κινηματογραφιστών;

Αρχικά είχα ένα φόβο, αλλά τελικά τα παιδιά έκαναν ένα τελείως διαφορετικό σινεμά, απ ό,τι έκανα εγώ. Οταν μου λένε τις ιδέες τους πάντα αναρωτιέμαι πώς θα καταφέρουν να τις πραγματοποιήσουν. Είμαι κι εγώ ένα κοινό, που περιμένω το αποτέλεσμα με κάποιου άλλου είδους αγωνία και όταν πηγαίνουν καλά -και πάνε καλά και τα δυο παιδιά- χαίρομαι περισσότερο απ όσο χαίρονται οι άλλοι. Αλλά η νέα γενιά δεν είναι μόνο τα παιδιά μου, είναι όλοι αυτοί που δουλεύουν. Θυμάμαι την τελευταία φορά που είχε πάει η Κωνσταντίνα στη Δράμα, έψαξα και βρήκα τα τηλέφωνα οχτώ νέων σκηνοθετών και έξι διευθυντών φωτογραφίας και πήρα να τους πω ότι μου άρεσε πολύ η ταινία τους, κι όποτε θέλουν να έρθουν στο γραφείο να πιούμε ένα καφέ και να κουβεντιάσουμε. Ε, δεν ήρθε κανένας! Φοβηθήκανε, ντραπήκανε, είπαν τι να μας πει τώρα ο Βούλγαρης, δεν ξέρω. Διαλέγω ένα απ όλα!