Λεός Καράξ:ο άνθρωπος που έπεσε στη γη

29.01.2009
Η ιλιγγιώδης άνοδος και η μυστηριώδης απόδραση από τα φώτα ενός σκηνοθέτη-θαύματος της δεκαετίας του ’80, που πρόλαβε να μεταμορφωθεί σε ερημίτη των 90s και σε ζωντανό θρύλο του νέου αιώνα.

Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά

Μια τόσο μακρινή απουσία o βίος και η πολιτεία του Λεός Καράξ


«Εξω. Απ’όλα.»
Μια μικρή στιχομυθία από το «Ρola Χ» θα απέδιδε ίσως τη μυστηριώδη συνθήκη στην οποία ο Λεός Καράξ ζει και σωπαίνει. Δεν πρόκειται απλώς για μια ζωή με μεγάλα νεκρά διαστήματα, αλλά για μια καθολική αυτοεξορία από οτιδήποτε θα μπορούσε να οριστεί ως καλλιτεχνική ή κινηματογραφική κοινότητα.

Η φετινή επάνοδός του με το σπονδυλωτό «Τokyo!» και το φιλμάκι «Μerde» («Σκατά» στα γαλλικά) μόλις που κατάφερε να πείσει μερικούς ότι ο Λεός Καράξ είναι ακόμη μέλος του κόσμου τούτου. Λίγο πριν πενηνταρίσει, αυτός που κάποτε στεφανωνόταν με τις δάφνες του πιο ταλαντούχου Γάλλου σκηνοθέτη, τώρα θεωρείται καμένο χαρτί, σχεδόν ένας νεκρός του οποίου το φάντασμα εμφανίζεται πού και πού, καπνίζοντας ασταμάτητα. Χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον να πείσει ότι είναι ζωντανός, μόνος εναντίον όλων, ή μάλλον έξω απ’όλους και απ’όλα. Οποιος επιχειρήσει, δε, να λύσει το μυστήριο Λεός Καράξ, θα βρει ακόμα και τα περισσότερα ίχνη του παρελθόντος σβησμένα.


Λευκές Νύχτες
Ο μετεωρίτης Καράξ θα πέσει στη γη στις 22 Νοεμβρίου 1960, με το όνομα Αλέξ Ντιπόν. Ο ίδιος έχει κάνει λόγο για «μια συνηθισμένη αστική παιδική ηλικία, με θανάτους, αίμα, αυτοκτονίες, τρέλα, απόγνωση, διαζύγια...» στα οποία αμύνθηκε ενστικτωδώς, κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις και επινοώντας απίθανα καταφύγια.

Καθώς διασχίζει την εφηβεία του, ο Αλέξ διαβάζει αρκετά κόμικς, πολλά μυθιστορήματα, ακούει από Ντέιβιντ Μπάουι και Ιγκι Ποπ μέχρι Σαρλ Αζναβούρ και Μπαρμπαρά. Και λατρεύει τις γυναίκες μπροστά από την κάμερα τόσο, ώστε να αναζητήσει στο σινεμά κάτι περισσότερο από τις ταινίες του αγαπημένου του, Τσαρλς Μπρόνσον. Με τα όνειρά του να κυνηγούν καριέρες ωκεανογράφου και αστροναύτη, τυχοδιώκτη δημοσιογράφου και ταξιδευτή, αποφασίζει οριστικά ότι βαριέται τις σπουδές, εγκαταλείπει το παρισινό προάστιο όπου μεγάλωσε για να εγκατασταθεί στην καρδιά της πόλης και κάνει μεροκάματα του ποδαριού, κυρίως για να «ταϊζει» το μηχάνημα του φλίπερ. Η μία μπίλια διαδέχεται την άλλη με τις ώρες και ο Αλέξ ευγνωμονεί το μηχάνημα που λειτουργεί ως προέκταση του σώματος, ως διαμεσολαβητής ανάμεσα σε αυτόν και τις όμορφες περαστικές. Δεν θα αργήσει να αποδώσει τον ίδιο ρόλο στην κινηματογραφική κάμερα.

Με λεφτά που θα κλέψει από την εταιρεία για την οποία έκανε αφισοκολλήσεις, ο Αλέξ θα αγοράσει μια Bollex 16mm και, στα 17 του, θα γυρίσει το πρώτο του μικρού μήκους φιλμ με τίτλο «La Fille Revee» (Το Ονειρεμένο Κορίτσι).

Κι αν τώρα πια ονομάζεται Λεός Καράξ (αναγραμματισμός του πρώτου και μεσαίου ονόματός του, Αλέξ Οσκάρ, που επίσης μπορεί να διαβαστεί κι ως Le Oscar a Χ (το Οσκαρ στον Χ), δεν κρύβει ότι ενδιαφέρεται μόνο για το ιδανικό κορίτσι μπροστά από την κάμερα. Κινούμενος από μια αναγκαιότητα που μετατρέπεται σε σπάνια ορμή κάνει ένα σύντομο πέρασμα ως κριτικός από τα «Cahiers Du Cinema» και το 1984 (στα 24 του, ακριβώς) υπογράφει το αφοπλιστικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, «Βoy Meets Girl». Ο Καράξ ξεκινούσε από το θεμελιώδες ασπρόμαυρο και κατάφερνε σε μια ομιλούσα ταινία να συμφιλιώσει τις κωμικές σχολές των Τσάπλιν και Κίτον και να σταθεί με θράσος ως υποψήφιος διάδοχος των Ζαν Λικ Γκοντάρ και Φιλίπ Γκαρέλ. Οι κριτικοί με το δίκιο τους μιλούν για το επόμενο «τρομερό παιδί» και δεν θα διαψευστούν από το επόμενο βήμα του.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Λεός Καράξ βουτάει στο έγχρωμο, και πιο συγκεκριμένα το κόκκινο, για να σκηνοθετήσει το «Μauvais Sang» («Κακό Αίμα»), που θα θεωρηθεί ως μια από τις ταινίες-ορόσημα της εποχής του AIDS. Οι κριτικοί παραληρούν για μια ταινία που διαμορφώνει ήδη ένα ρεύμα «Καράξ». Ο ηθοποιός Ντενί Λαβάν πρωταγωνιστεί και πάλι στον ρόλο του alter ego του σκηνοθέτη ονόματι Αλεξ. Και ο Λεός Καράξ ερωτεύεται παράφορα το κορίτσι μπροστά από την κάμερα: η σχέση του με την 22χρονη τότε Ζιλιέτ Μπινός θα ξεκινήσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Μauvais Sang» και θα τον κάνει τόσο ανυπόφορα ευτυχισμένο που τον κρατά άυπνο για συνεχόμενα μερόνυχτα, σε σημείο να αναγκάζεται να καταφύγει στα ηρεμιστικά.


Πυροτεχνήματα
Με κεφάλι δημιουργικά θολωμένο και πόδια που μετά βίας πατούν στη γη, ο Καράξ δε θα αργήσει να διαπράξει κάτι σαν κινηματογραφική ύβρη. Για το επόμενο φιλμ του «Les Amants Du Ρont-Νeuf» / «Οι Εραστές Της Γέφυρας» θα αλλάξει παραγωγούς σαν τα πουκάμισα, θα προβεί σε αλλεπάλληλες υπερβάσεις προϋπολογισμού και δεν θα διστάσει να κατασκευάσει ένα ακριβές αντίγραφο της παρισινής γέφυρας, στις όχθες μιας λίμνης του Μονπελιέ. Εχοντας υπογράψει το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αλεξ (τον ήρωα υποδύεται και πάλι ο Ντενί Λαβάν) αλλά και ένα από τα ακριβότερα γαλλικά φιλμ όλων των εποχών, ο Καράξ θα έχει κατορθώσει να επιβάλει το μεγαλομανές, παντελώς ανοικονόμητο πάθος του, υπολογίζοντας ελάχιστα το επερχόμενο οικονομικό φιάσκο. Μαζί με την αποτυχία στα ταμεία, οι κριτικοί θα παρασυρθούν άδικα σε μια αποδοκιμασία των «Εραστών» ως έργου ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα δύο προηγούμενα.

Με τη χιονοστιβάδα να έχει ξεκινήσει την πορεία της από τον χωρισμό με την Μπινός κάπου ανάμεσα στα χίλια κύματα των γυρισμάτων, ο Καράξ βλέπει την εν λευκώ επιταγή που του παραχώρησε το σύμπαν να πλησιάζει στη λήξη της. Και απομονώνεται. Τι κι αν η πρώην σύντροφός του, Μπινός, φτάνει να τον παρακαλεί δημόσια να επιστρέψει στο σινεμά, τη στιγμή που παραλαμβάνει το Σεζάρ για το «Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία» του Κριστόφ Κισλόφσκι; Εκείνος θα πάρει την απόφαση να βγει από το λαγούμι του μονάχα οχτώ χρόνια μετά τους «Εραστές», για να τινάξει στον αέρα ό,τι άφησε στη μέση. Με το «Ρola Χ», ο Καράξ αρνείται τις δάφνες του παρελθόντος κατ’ αντιστοιχία με τον ήρωα της ταινίας και δέχεται δωρεάν ξεσπάσματα μίσους από τους κριτικούς που τον θεοποίησαν. Την ίδια στιγμή, ο Ζακ Ριβέτ κάνει λόγο για το καλύτερο γαλλικό φιλμ της δεκαετίας του ’90, αλλά λίγη σημασία έχει.

Ο Καράξ, ούτως ή άλλως, θα επιστρέψει στην απομόνωση, αφού διακηρύττει την ανάγκη να ταξιδεύει, να ερωτεύεται και να αλλάζει βαθιά για να κάνει σινεμά. Θρέφοντας για πολλά χρόνια τον κινηματογραφικό μεγαλοϊδεατισμό του με ένα σχέδιο που όλο αναβάλλεται για χίλιους δυο αδιευκρίνιστους λόγους («Scars»), τελικά θα καταδεχτεί να κυκλοφορήσει ανάμεσά μας με το κατά παραγγελία «Μerde», όπου ξαναβρίσκει τον Ντενί Λαβάν και, μέσω αυτού, μιλά για τον εαυτό του: ένα ον «που έρχεται από αλλού... ένας αθώος τρομοκράτης που μισεί τους ανθρώπους αλλά λατρεύει την ζωή». Ας παραμείνει στην τροχιά της, ακόμα και στον πλανήτη της εξορίας του.