Οι τέσσερις εποχές του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

23.10.2007
Στην πραγματικότητα, κάθε μία από τις περισσότερες από 40 ταινίες που έκανε μέσα στα 13 χρόνια του δημιουργικού του παροξυσμού ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ είναι ένας μύθος. Ενας μύθος από αυτούς που ο ίδιος πίστευε πως: «Οσο αληθινά είναι τα πράγματα, τόσο περισσότερο μοιάζουν με μύθους». Και χωρίς πολλές παρεκκλίσεις, αλλά αντίθετα με μία πίστη σχεδόν θρησκευτική, ακριβώς ο ίδιος.

Από τον Μανώλη Κρανάκη

Ο χειμώνας (και η αγάπη που είναι πιο κρύα από τον θάνατο)
Ο Φασμπίντερ, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 60, πίστεψε πως το Νέο Γερμανικό Σινεμά θα γίνει πραγματικότητα και κάτι περισσότερο από μία απλή δήλωση («Το παλιό σινεμά πέθανε. Ζήτω το νέο σινεμά») με τις ευλογίες της γαλλικής νουβέλ βαγκ και μακριά από όσα έπρατταν ερήμην τους ο Αλεξάντερ Κλούγκε, ο Βέρνερ Χέρτζογκ και οι υπόλοιποι πρωτεργάτες του «Μανιφέστου Του Ομπερχάουζεν». Ισως γι αυτό η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Η Αγάπη Είναι Πιο Κρύα Από Το Θάνατο» θυμίζει τόσο πολύ το «Βand Α Ρart» του Ζαν Λικ Γκοντάρ - με την ουσιώδη διαφορά πως ο Γκοντάρ δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ έναν τέτοιο μετά-ρομαντικό τίτλο για την δική του παραλλαγή πάνω στο είδος του κλασικού αμερικανικού γκανγκστερικού σινεμά. Αφιερωμένο στους Κλοντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ, Ζαν Μαρί Στράουμπ, Λίνιο και Κούντσο (οι δύο τελευταίοι είναι ήρωες της ιταλικής ταινίας του Νταμιάνο Νταμιάνι «Quien Sabe?» του 1966), το «Η Αγάπη Είναι Πιο Κρύα Από Τον Θάνατο» ήταν ένα πρώιμο δείγμα μίας ελευθεριότητας στο ύφος και στη μορφή που θα παγιωνόταν οριστικά στον «Ελληνα Γείτονα» («Κatzelmacher») της ίδιας χρονιάς, με τα πρώτα ψήγματα της διάθεσης του Φασμπίντερ για καταγγελία του ρατσισμού απέναντι στους μετανάστες που διαμόρφωναν τη νέα τάξη πραγμάτων στην μεταπολεμική Γερμανία και θα έπαιρνε μία τροπή σχεδόν ελεγειακή με τον «Αμερικάνο Στρατιώτη» («Der Americanishe Soldat») του 1970.

«Τίποτα δεν αλλάζει ποτέ στη Γερμανία» θα δηλώσει ο άρτι αφιχθείς Αμερικανός στρατιώτης από το Βιετνάμ στην πρώτη του εξόρμηση σε ένα Μόναχο που θυμίζει μία πόλη μοναχική, παγωμένη, καταδικασμένη σε έναν αργό θάνατο. Η εικόνα της σκηνοθέτιδας Μάργκαρετ Φον Τρότα στο ρόλο της υπηρέτριας να αφηγείται την ιστορία ενός μεγάλου έρωτα ανάμεσα σε μία 60άρα και έναν Τούρκο μετανάστη, την ίδια στιγμή που στο φόντο ένας άντρας και μία γυναίκα γυμνοί κάνουν έρωτα, ήταν απλά η πρώτη εικόνα μίας νέας εποχής που θα έφερνε τον Φασμπίντερ στην αναγεννησιακή άνοιξη ενός μπρεχτικού μελοδράματος, όπως αυτό δεν είχε γραφτεί πριν ποτέ.

Η άνοιξη (και ο φόβος που τρώει τα σωθικά)
Για πολλούς είναι το «Warum Luft Herr R. Αmok?» του 1970 που προδίδει τον πραγματικό Φασμπίντερ του βαθιά αιρετικού κοινωνικού μελοδράματος. Η ιστορία ενός συζύγου και πατέρα που θα επιτεθεί σε οτιδήποτε αποτελεί την μικροαστική ζωή του, κοινός ήρωας με τον «Υπηρέτη Των Τεσσάρων Εποχών» («Ηndler Der Vier Jahreszeiten») που το 1971 θα σημαδέψει ανεπανόρθωτα την αντρικό κατάλογο των καταπιεσμένων (κοινωνικά και σεξουαλικά) ανδρών της φιλμογραφίας του Φασμπίντερ. Λίγο πριν «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» («Die Bitteren Tranen Der Petra Von Κant») το 1972 συστήσει την πρώτη αμφισεξουαλική γυναίκα - σταρ που στο πρόσωπο της Μαργκίτ Κάρστενσεν ορίζει ό,τι σήμερα είναι γνωστό ως σύμπαν του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ: ένα πολύχρωμο, μελαγχολικό, εμμονοληπτικό, σεξουαλικά ορμώμενο και κοινωνικά μη αποδεκτό σκηνικό μίας θεατρικής παράστασης που απλά μοιάζει με σινεμά.

«Το μοναδικό πράγμα που γνωρίζω είναι οι άνθρωποι» θα πει ο Φασμπίντερ αφήνοντας την Πέτρα Φον Καντ να είναι πιο απαισιόδοξη: «Νομίζω πως οι άνθρωποι χρειάζονται ο ένας τον άλλον, έχουν φτιαχτεί με αυτόν τον τρόπο. Αλλά δεν έχουν μάθει να ζουν μαζί». Ακριβώς όπως στην πρώτη σκηνή του «Ο Φόβος Τρώει Τα Σωθικά» («Αngst Essen Seele Αuf») του 1973 που, σε έναν φόρο τιμής στον Μαξ Οφίλς του «Le Ρlaisir», ο Φασμπίντερ θα δηλώσει οριστικά και αμετάκλητα πως «Η ευτυχία δεν είναι πάντα χαρά». Υπογράφοντας με τον μεγάλο έρωτα της 60χρονης Εμι και του 30χρονου Μαροκινού Αλι την σπαρακτική του υπόκλιση στο αμερικανικό μελόδραμα, έτσι όπως το έμαθε από τον «δάσκαλο» του, Ντάγκλας Σερκ, και στέλνοντας το κοσμικό μήνυμα πως ακόμη και αν το σινεμά του δεν ήταν το σπουδαιότερο πράγμα που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στον πλανήτη, ήταν σίγουρα το μοναδικό μέρος που κατάφεραν να βρουν καταφύγιο όλοι οι «ξένοι» (ό,τι και να σημαίνει αυτό) αυτού του κόσμου.

Το καλοκαίρι (και η χρονιά με τα 13 φεγγάρια)
Στον μοναδικό του πρωταγωνιστικό ρόλο σε δική του ταινία, στο «Faustrecht Der Freiheit» (περισσότερο γνωστό ως «Fox And His Friends») του 1975, ο Φασμπίντερ υποδύεται τον Φοξ, έναν γκέι εργάτη που μετά από έναν κερδισμένο λαχνό θα βρεθεί ανυπεράσπιστος στο επίκεντρο της γκέι κοινότητας του Μονάχου. Πρώτος από τους ήρωες μίας ασαφούς χρονικά δεύτερης περιόδου στη φιλμογραφία του, ο Φοξ φέρνει στο σινεμά του Φασμπίντερ την εσωστρέφεια του ίδιου του δημιουργού του που μέχρι και το πρόωρο τέλος του θα βυθιστεί σε μία ακραία απαισιοδοξία στα όρια της αυτοκαταστροφής. Είναι η εποχή που τα ναρκωτικά και το ποτό δεν μειώνουν, αντίθετα αυξάνουν την δημιουργικότητα του αναγκάζοντας τον να επιστρέψει στα τραύματα της παιδικής ηλικίας και στην αναζήτηση μίας εξόδου (κινδύνου) για τα σεξουαλικά και κοινωνικά αδιέξοδα της γενιάς του. Η Ελβίρα (πρώην Ερβιν) της ίσως πιο πικρής ταινίας του («Η Χρονιά Με Τα 13 Φεγγάρια» - «Ιn Einem Jahr Mit 13 Μonden» του 1978) προσωποποιεί ιδανικά το μίσος του Φασμπίντερ προς μία κοινωνία που δεν θα δώσει ποτέ στέγη σε όσους διαφέρουν, χρωματίζοντας τη ζωή της με ξεσπάσματα ωμής βίας και οπερετικής φαντασίωσης. Αφήνοντας τον Φασμπίντερ διάσημο και μόνο να συνεχίζει ακριβώς από εκεί που δεν σταμάτησε ποτέ: «Δεν είναι εύκολο να αποδεχτείς πως το να υποφέρεις μπορεί να είναι ταυτόχρονα κάτι όμορφο... είναι δύσκολο. Είναι κάτι που μπορείς να καταλάβεις μόνο αν σκάψεις βαθιά μέσα σου».

Το φθινόπωρο (και ο γάμος της Μαρία Μπράουν)
Την ίδια χρονιά με τα «13 Φεγγάρια», ο Φασμπίντερ θα σκηνοθετούσε την ταινία που για πολλούς παραμένει η καλύτερη του. Ενα καθαρό μελόδραμα, χτισμένο πάνω στην αγαπημένη του πρωταγωνίστρια (Χάνα Σιγκούλα με την οποία συνεργάστηκε σε περισσότερες από 20 ταινίες), ελαφρύ με τον τρόπο που θα το επιχειρούσε το Χόλιγουντ και «βαρύ» με τον τρόπο που ο Φασμπίντερ ήξερε να επιτίθεται σε οποιαδήποτε σύμβαση - αρκεί αυτή να αφορούσε τη χώρα του και την πολύπαθη Ιστορία της. Ο «Γάμος Της Μαρία Μπράουν» («Die Ehe Der Maria Βraun»), ένα (ακόμη) τραγικό δοκίμιο πάνω στην ευτυχία ή καλύτερα, της ψευδαίσθησης της ευτυχίας θα ολοκλήρωνε ιδανικά ένα έργο ζωής που λίγο αργότερα θα ολοκληρωνόταν πρόωρα αλλά με τον ίδιο εντυπωσιακό τρόπο που χτίστηκε για περίπου δύο δεκαετίες. Νίκη πάνω στον θάνατο, ο έρωτας ως μοναδική τροφή επιβίωσης και μία ηρωίδα που περισσότερο από οποιαδήποτε στη γεμάτη γυναικεία μοντέλα φιλμογραφία του Φασμπίντερ θα αποθεωνόταν ως το υπέρτατο μοναχικό πλάσμα κόντρα στην υποκρισία και τη «διαφθορά» του ονείρου. «Προτιμώ να φτιάχνω τα θαύματα παρά να περιμένω να συμβούν», θα πει παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια της, ιδανική αυτουργός όλων των happy end στα οποία ελευθερώθηκε κάθε μικρός ή μεγάλος μύθος γραμμένος και σκηνοθετημένος από τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.

Και μία ακόμη εποχή (κάπου ανάμεσα στον «Καυγατζή» και την «Αγία πόρνη»)
Λένε πως αν μάθεις τις αγαπημένες ταινίες ενός σκηνοθέτη μπορείς να καταλάβεις τα πάντα. Οχι πως δεν θα μπορούσε κάποιος -λίγο περισσότερο εξοικειωμένος με το έργο του Φασμπίντερ- να φανταστεί πως η δική του λίστα ξεκινάει με τους «Καταραμένους» του Λουκίνο Βισκόντι, διασχίζει την πιο απαστράπτουσα στιγμή του Μαξ Οφίλς («Λόλα Μοντές»), αποτίει φόρο τιμής στο «Σαλό:120 Μέρες Στα Σόδομα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, υποκλίνεται στη σχεδόν εξωτική μελαγχολία του «Τζόνι Γκιτάρ» του Νίκολας Ρέι και καταλήγει στη «Νύχτα Του Κυνηγού» του Τσαρλς Λότον.

Οχι πως ο «Καυγατζής» («Querelle») του 1982 έμοιαζε με τις μπαρόκ φαντασιώσεις του Βισκόντι ή τον αποτρόπαιο κυνισμό του Παζολίνι, αλλά βασισμένος στο ομώνυμο αιρετικό μανιφέστο του Ζαν Ζενέ ( «Ο Καβγατζής Της Βρέστης») έμελλε να κλείσει την ιλιγγιώδη φιλμογραφία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ με μία θριαμβευτική «καύλα» για την όποια έννοια της φαντασίωσης. Πεσιμιστικό αντίο για όλους τους ήρωες που κάποτε βρήκαν στέγη στα μεθυσμένα του σενάρια, ο Κερέλ του Μπραντ Ντέιβις μοιάζει χαμένος μέσα σε μία κατασκευασμένη επιθυμία για ωμό σεξ και ακόμη πιο ωμή επιβίωση. Με τον Φασμπίντερ ήδη κάτοικο ενός δικού του παραδείσου στις παρυφές της Κόλασης.

Φτάνοντας στο Φεστιβάλ της Βενετίας (και ενώ η συλλογή του Φασμπίντερ από βραβεία σε όλα τα διεθνή φεστιβάλ δεν ικανοποίησαν ποτέ την επιθυμία του για μία Χρυσή Σφαίρα), ο «Καβγατζής» θα έφευγε βλέποντας το Χρυσό Λιοντάρι να πηγαίνει στα χέρια του Βιμ Βέντερς που με την «Κατάσταση Των Πραγμάτων» προσπάθησε να διεκδικήσει μία δεύτερη εποχή για το Νέο Γερμανικό Σινεμά. Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Μαρσέλ Καρνέ, αποσύρθηκε από τη θέση του με την ακόλουθη δήλωση η οποία συνοδεύει ακόμη τις κόπιες του «Καβγατζή» στην ιταλική ενδοχώρα: Θέλω να κάνω μία προσωπική δήλωση. Ενώ βρίσκομαι στη θέση του προέδρου της Επιτροπής, θα ήθελα να εκφράσω την απογοήτευση μου για το ότι δεν μπόρεσα να πείσω τους συναδέλφους μου να τοποθετήσω τον «Καβγατζή» ανάμεσα στους νικητές. Στην πραγματικότητα ήμουν ο μόνος υποστηρικτής της ταινίας. Αλλά σε κάθε περίπτωση σκέφτομαι συνέχεια πως, αν και αντιφατική, η τελευταία ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, είτε το θέλετε είτε όχι, είτε την αγαπάτε είτε την σιχαίνεστε, θα βρει μία μέρα τη θέση της στην Ιστορία του Σινεμά.

Οχι τυχαία, η λίστα του Φασμπίντερ με τις δικές του αγαπημένες ταινίες δεν περιέχει τον «Καβγατζή» και ξεκινώντας αντίστροφα με τον «Εμπορο Των Τεσσάρων Εποχών», διασχίζει τις περισσότερες από τις πιο γνωστές ταινίες του («Ο Φόβος Τρώει Τα Σωθικά», «Ο Γάμος Της Μαρία Μπράουν») και φτάνει στο νούμερο ένα με μία επιλογή που δύσκολα θα μάντευε κανείς. Το «Βeware Of Α Holy Whore» με την ιστορία ενός κινηματογραφικού συνεργείου παγιδευμένου σε ένα ισπανικό θέρετρο που ο Φασμπίντερ γύρισε το 1971 είναι αυτή η ταινία που κάθε δημιουργός κάνει σε κάποια στιγμή στην καριέρα του, αφιερώνοντας την στην ίδια του την τέχνη. Κατώτερο από κάθε άλλη αξιοσημείωτη προσπάθεια (είτε αυτή είναι το «8 » του Φεντερίκο Φελίνι, η «Αμερικάνικη Νύχτα» του Φρανσουα Τριφό, ή η «Περιφρόνηση» του Ζαν Λικ Γκοντάρ), το βλέμμα του Φασμπίντερ πάνω στο ίδιο το σινεμά υπήρξε ωστόσο σαφές. Ιδωμένο ως μία «πόρνη» σε διαρκή αναζήτηση ερωτικού συντρόφου επί πληρωμή που ο μόνος τρόπος να την κερδίσεις είναι να της παραδοθείς ολοκληρωτικά. Και που ακόμη και ως «αγία» οφείλεις να νιώθεις αδιάλειπτα φόβο και δέος απέναντι της. Και να προειδοποιείς συνεχώς για «προσοχή».