Μία ταινία σε 13 επεισόδια και έναν επίλογο

23.10.2007
Μπορεί να γελάσετε, αλλά πιστεύω ότι η ζωή μου θα ήταν τελείως διαφορετική αν δεν κουβαλούσα μαζί μου, στην καρδιά, στο δέρμα, στην ψυχή μου το «Βerlin Αlexanderplatz» του Αλφρεντ Ντάμπλιν. Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, 1980

Από τον Μανώλη Κρανάκη

Στην πραγματικότητα, το «Βerlin Αlexanderplatz» δεν διαφέρει σε τίποτα από το υπόλοιπο έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Βασανιστικά λεπτομερές, ανατριχιαστικά σκοτεινό, θρίαμβος του νατουραλισμού και την ίδια στιγμή η αποθέωση του προσωπικού -σχεδόν εξομολόγησης- που αγγίζει διαχρονικά τα όρια του κοσμικού. Το «Βerlin Αlexanderplatz» ξεχωρίζει -δεν διαφέρει- από το υπόλοιπο έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ απλά και μόνο επειδή σε μία έξαρση ματαιοδοξίας αγγίζει με τα 939 λεπτά του τη σχεδόν εμμονοληπτική διάθεση του δημιουργού της να κατορθώσει κάτι τόσο ακατόρθωτο: την κινηματογραφική μεταφορά 600 σελίδων ενός βιβλίου που ανέκαθεν υπήρξε ανεπίσημος οδηγός ολόκληρης της φιλμογραφίας του.

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit το 1980, o Φασμπίντερ έγραφε πως είχε ξεκινήσει να διαβάσει το μυθιστόρημα του Αλφρεντ Ντάμπλιν όταν ήταν ακόμη παιδί και, ενώ σταμάτησε μετά τις πρώτες 100 σελίδες, δεν ξέχασε ποτέ τον κεντρικό ήρωα, κουβαλώντας τον ασυνείδητα ή συνειδητά σε κάθε ανδρικό ρόλο που θα έγραφε από τότε (με πιο έντονη την αναφορά του στον Φραντζ Γουόλς στον «Αμερικάνο Στρατιώτη», στο «Η Αγάπη Είναι Πιο Κρύα Από Το Θάνατο» και στο «Οι Θεοί Της Πανούκλας»). Στα χρόνια που ακολούθησαν θα ξαναδιάβαζε το βιβλίο αμέτρητες φορές, σίγουρος πως κάποια στιγμή θα κατάφερνε να αποκτήσει τα δικαιώματα, πράγμα που συνέβη τελικά το 1979.

Γραμμένο ακριβώς πενήντα χρόνια πριν, το 1929, το μυθιστόρημα του Ντάμπλιν αφηγείται την ιστορία του Φραντζ Μπάιμπερκοπφ, ενός ανθρώπου που βγαίνοντας από τη φυλακή θα έρθει αντιμέτωπος με τη φτώχεια, την ανεργία, το έγκλημα και την ανερχόμενη δύναμη του ναζισμού της Γερμανίας του 1920. Και αν ο Ντάμπλιν το έγραψε σαν ένα μετά - Τζέιμς Τζόις οδοιπορικό στα χνάρια του «Οδυσσέα» (η όπως πιστεύουν οι ειδικοί στο ύφος του Τζον Ντος Πάσος και του δικού του, «Μanhattan Τransfer»), γεμάτο μονολόγους, γρήγορες εναλλαγές πρόζας και ένα προφητικό σκοτάδι για όσα τραγικά θα συνέβαιναν στην Ιστορία αυτού του κόσμου, ο Φασμπίντερ το σκηνοθετεί σαν ένα θεατρικό παράλογο στα όρια της κωμωδίας η οποία -νομοτελειακά- δεν αργεί ποτέ να καταλήξει στο δράμα. Με το πλεονέκτημα τού να «φωτίζει» το σκοτάδι της Γερμανίας του 20 από την εξίσου σκοτεινή είσοδο της δεκαετίας του 80, ο Φασμπίντερ ακολουθεί τον ήρωα του σε ένα βασανιστικό ταξίδι αυτογνωσίας, διασχίζοντας κάθε πιθανή διαδρομή πικρού απολογισμού μίας ζωής, μίας χώρας...

Χρηματοδοτημένο από τo πρόγραμμα Westdeutscher Rundfunk και σε συμπαραγωγή των εταιρειών Bavaria και της ιταλικής RAI, ο Φασμπίντερ γύρισε τις 15 ώρες και 50 λεπτά του «Βerlin Αlexanderplatz» με συνολικό προϋπολογισμό 13 εκ. μάρκα, από τις 16 Ιουλίου του 1979 μέχρι τις 3 Απριλίου του 1980 και με συνολικά 154 μέρες γυρίσματος για να δει το φθινόπωρο του 1980 τους κριτικούς στην Γερμανία να τον αποθεώνουν και το τηλεοπτικό κοινό να αλλάζει κανάλι. Ανίκανο να αντέξει τις πρώιμα έγχρωμες συσκευές και καταδικασμένο να παίζει σε αδίστακτο «ασπρόμαυρο» (αφού οι περισσότεροι Γερμανοί δεν είχαν ακόμη αποκτήσει έγχρωμη τηλεόραση) το τεχνικά απαστράπτον έπος του Φασμπίντερ έπεσε θύμα της τεχνολογίας για να δικαιωθεί (και να αποθεωθεί ειδικά από την διάσημη Αμερικανίδα κριτικό, Σούζαν Σόνταγκ) μετά την προβολή του στις αίθουσες της Νέας Υόρκης, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την αμιγώς κινηματογραφική του προέλευση.

25 χρόνια μετά, αποκαταστημένο από το ίδρυμα Rainer Werner Fassbinder και σχεδόν σε κάθε πιθανή λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, το «Βerlin Αlexanderplatz» μπορεί πια να επιβεβαιώσει σε οποιονδήποτε αυτό που ιδανικά είχε πει ο κριτικός των New York Times το 1983: Χωρίς το «Βerlin Αlexanderplatz», ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ θα ήταν ένας master χωρίς masterpiece. Σε ελεύθερη απόδοση, αν σε κάθε σκηνοθέτη χρεώνεται μία και μόνο ταινία στον «όγκο» του Φασμπίντερ δεν θα μπορούσε παρά να χρεωθεί κάθε ένα από τα 939 λεπτά της ουσιαστικά «μεγαλύτερης» ταινίας που γυρίστηκε ποτέ.