Jumper

20.02.2008
Το δωμάτιο του Ντέιβιντ είναι γεμάτο από φωτογραφίες των πιο απίθανων τοποθεσιών του πλανήτη. Αρκεί να εστιάσει το βλέμμα του σε μία από αυτές και είναι εκεί, έτοιμος να κάνει σερφ στην Αυστραλία, να δειπνήσει στο Παρίσι ή να περιπλανηθεί στη μέση της ερήμου.

Το δωμάτιο του Ντέιβιντ είναι γεμάτο από φωτογραφίες των πιο απίθανων τοποθεσιών του πλανήτη. Αρκεί να εστιάσει το βλέμμα του σε μία από αυτές και είναι εκεί, έτοιμος να κάνει σερφ στην Αυστραλία, να δειπνήσει στο Παρίσι ή να περιπλανηθεί στη μέση της ερήμου. Ιδανικό άλλοθι για μια κινηματογραφική συρραφή καρτ ποστάλ με τη λογική βίντεο γκέιμ (φόρμα που μοιάζει ο φυσικός προορισμός του «Jumper», εξάλλου), ιδανικός κράχτης για τους θεατές που γεννήθηκαν μετά ή λίγο πριν την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για τους υπόλοιπους, όμως, είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι καθώς το φιλμικό καγκουρό του Νταγκ Λάιμαν («Bourne Identity», «Mr. and Mrs. Smith») πηδά εδώ κι εκεί με εκνευριστική άνεση, δεν προσέχει τρεις μεγάλες λακούβες που χάσκουν χαμογελαστές από κάτω του.

Λακούβα πρώτη, το ανεκδιήγητο σενάριο. Η δεξαμενή σκέψης που στρώθηκε φιλότιμα να διασκευάσει το μυθιστόρημα του Στίβεν Γκουλντ θα έπρεπε να έχει κατά νου ότι όσο πιο απίστευτη είναι μια ιστορία, τόσο πιο πιστευτή οφείλεις να την κάνεις. Βασικός κανόνας του χολιγουντιανού entertainment, ότι στις τερατωδώς ψευδείς μυθοπλασίες όπου ο θεατής κινδυνεύει να νιώσει μόνος είναι που πρέπει να τον πιάσεις από το χέρι. Να του προσφέρεις ένα πλαστό σημείο ταύτισης, να σχηματίσεις αναγνωρίσιμες φιγούρες και μυθοπλασίες μέσα στις όσες απιθανότητες παρακολουθεί. Αντ’ αυτού, το «Jumper» σερβίρει μια ιστορία με χαρακτήρες-ολογράμματα, εκεί που θα έπρεπε να ακολουθήσει την «θα-μπορούσε-να-συμβεί-και-σε-σένα» συνταγή α λα Spiderman. Με αυτοματισμούς που λειτουργούν ερήμην μας, εκεί που θα έπρεπε να σου κάνουν λιανά τους χαοτικούς κανόνες του παιχνιδιού. Και με βλακώδεις διαλόγους, που προσδίδουν μια ωραιότατη εσάνς λοβοτομής στο καστ της ταινίας.

Η πάσα που έψαχνα για τη λακούβα νούμερο δύο. Αφόρητη έλλειψη στυλ ή πώς το κακό που ξεκίνησε από το παιδαριώδες σενάριο ολοκληρώνεται με μια ανέραστη σκηνοθεσία. Πεδίο δόξης λαμπρό για όποιον μπορεί να το αντιληφθεί, η γεωγραφική υπερκινητικότητα του «Jumper» δίνει την ευκαιρία για ένα παιχνίδι εξόχως τυχοδιωκτικό - και γιατί όχι σινεφιλικό, αφού ο γύρος του κόσμου σε χρόνο dt θα μπορούσε να συμπτύξει όλα τα πιθανά κινηματογραφικά σκηνικά σε μια ταινία-χαμαιλέοντα. Μόνο που ο Νταγκ Λάιμαν αγνοεί όλες τις δυνατότητες μεταμόρφωσης και εμμένει μηχανικά στα ολογράμματα και στο βιντεοπαιχνίδι.

Τρίτη λακούβα, η ερμηνευτική μαύρη τρύπα που ακούει (;) στο όνομα Χέιντεν Κρίστενσεν. Σωστά, πρόκειται για το νεαρό που (δεν) υποδυόταν τον Ανακιν Σκαϊγουόκερ στα δύο τελευταία Star Wars και έκρινε σκόπιμο να μεταγγίσει εδώ τη Μέθοδό του. Τουλάχιστον, το κενό βλέμμα του μας υπενθυμίζει το κατατονικό σπιντάρισμα μιας γενιάς που μπορεί να είναι παντού, και γι’ αυτό πουθενά. Αυτή είναι και η μελαγχολία που αθέλητα εκπέμπει το «Jumper».

Κωνσταντίνος Σαμαράς