Διονύσης Σχοινάς: «Ο αδερφός μου ήταν η γκόμενά μου»

26.05.2016
Ένας από τους ξαφνικούς θανάτους, που μας είχαν συγκλονίσει ήταν εκείνος του αδερφού του Διονύση Σχοινά, που «έφυγε» ξαφνικά στα 48 του από ανακοπή καρδιάς, το Νοέμβριο του 2014.

Μετά από 2 χρόνια, ο γνωστός τραγουδιστής μιλάει πρώτη φορά για τις τραγικές στιγμές που πέρασε και αποκαλύπτει στο περιοδικό Down Town πως αυτό το γεγονός τον έκανε να σχεκφτεί αν υπάρχει Θεός και διακιοσύνη.

Διαβάστε απόσπαμα από τη συνέντευξη:

Ποιο ήταν το τελευταία τατουάζ που έκανες;

Το τελευταίο το χτύπησα για τον αδερφό μου.

Ο θάνατος του σου άλλαξε τον τρόπο που βλέπεις τη ζωή;

Δεν το συζητώ. Όταν συμβαίνει στους άλλους, εκτός σπιτιού, δεν ξέρεις πως είναι. Είναι σαν να μην έχεις γεννήσει, σαν να μην έχεις πάει φαντάρος. Όταν η εξέλιξη δεν είναι φυσιολογική, εκεί λες «πλάκα μου κάνεις». Μου δίνεις τόσα χρόνια ζωής, τόσα χρόνια επιβίωσης, ευτυχίας για να μου τα πάρεις πίσω σε ένα λεπτό και να δώσεις τόσο πόνο; Αλλά μετά συνειδητοποιείς ότι γεννιόμαστε για να πάμε εκεί.

Αμφισβήτησες τον Θεό;

Φυσικά. Είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις εκείνη τη στιγμή. Αμφισβητείς αν υπάρχει Θεός και δικαιοσύνη.

Και πως το αποδέχεσαι τελικά;

Άλλος το ξεπερνάει με χάπια, άλλος αποζητάει τη μοναξιά, άλλος έχει ανάγκη τους φίλους και την οικογένεια του. Εγώ έπρεπε να γίνω ομπρέλα για την οικογένεια μου, να αφήσω πίσω τον πόνο μου, για να απαλύνω των άλλων. Σου βγαίνει μια δύναμη που δεν πιστεύεις ποτέ ότι έχεις. Μετά από κάτι τέτοιο, λόγω της οικογένειας, των γονιών και του παιδιού γίνεσαι Σαμψών, γίνεσαι γίγαντας. Ο αδερφός μου δεν ήταν αδερφός μου. Ήταν η γκόμενα μου. Η Καίτη είχε πει: «Δεν είμαι εγώ η αδερφή ψυχή του Διονύση, ο αδερφός του είναι».

Δεν νιώθεις πλέον ότι θέλεις να τα ζήσεις όλα;

Όχι, μπήκα σε άλλη διαδικασία. Είπα: «Τελικά μπορεί να συμβεί και σε άλλους που αγαπώ». Μου εκδηλώθηκε σε άγχος. Δεν μου βγήκε στο να ζήσω καλή ζωή, γιατί είμαι πάρα πολύ χορτασμένος. Είπα «τι έγινε τώρα;». Δηλαδή, μπορεί να συμβεί αυτό οποιαδήποτε στιγμή; Άλλο να περιμένεις κάποιον να φύγει από τη ζωή και άλλο να παίζεις τάβλι το βράδυ και να πας στο σπίτι σου και να σου πουν ξαφνικά «πάμε στο νοσοκομείο». Ο Τόλης ήταν μόνο 48 χρόνων.