Αργύρης Χιόνης: Σίγησε «η φωνή της σιωπής»

27.12.2011
Ο βραβευμένος ποιητής, που έλεγε πως «τα όπλα που χρειαζόμαστε είναι το χιούμορ και το όνειρο», έφυγε ξαφνικά στα 68 του χρόνια.

Ο βραβευμένος ποιητής, που έλεγε πως «τα όπλα που χρειαζόμαστε είναι το χιούμορ και το όνειρο», έφυγε ξαφνικά στα 68 του χρόνια.

«Δεν σ` ονομάζω Θάνατο/Θανή σ` αποκαλώ/αφού θα μ` αγκαλιάσεις κάποτε, /σε προτιμώ γυναίκα». Η «Θανή» πήρε στην αγκαλιά της τον ποιητή Αργύρη Χιόνη και τον κράτησε σφιχτά, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Για πάντα.

Γεννημένος στην Αθήνα, το 1943, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο 2ο Νυχτερινό Γυμνάσιο. Πήγε στα 28 του στο Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ για να σπουδάσει ιταλική φιλολογία. Λίγο μετά, στην Αθήνα, μεταφράζει με μοναδικό τρόπο τον Αστερίξ, μετατρέποντας τα λογοπαίγνια της γαλλικής γλώσσας σε απολαυστικά παιχνίδια. Χιούμορ, σαφήνεια, ακριβολογία, φαντασία. «Εγώ νομίζω ότι θα αρκούσαν αν όλος ο κόσμος είχε χιούμορ και όνειρο», έλεγε για τα «όπλα» που χρειαζόμαστε ώστε να βγούμε από την κρίση.

Η ποίηση του έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα από τα 13. Είναι ο τρόπος ζωής και έκφρασής του. Η Γενιά του '70 είναι οι νεανικοί φίλοι του. Φεύγει, μετά τον πολύκλαυστο επίσης Γιάννη Βαρβέρη. Η τελευταία του ποιητική συλλογή, «Ο,τι περιγράφω με περιγράφει ? Ποίηση δωματίου», (εκδόσεις Γαβριηλίδης) συγκαταλέγεται στη βραχεία λίστα για το βραβείο ποίησης.

Τη δεκαετία 1982-1992 εργάζεται ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Παραιτείται και εγκαθίσταται στο Θροφαρί, μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου και ζούσε απομονωμένος, «καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση». Από εκεί ταξίδεψε στην πρωτεύουσα, να δει κάποιους φίλους και να φάει μαζί τους, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Η καρδιά του τον πρόδωσε.

Είχε εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές, δέκα εκ των οποίων κυκλοφόρησαν σε τόμο από τις Εκδόσεις Νεφέλη, με τίτλο «Η φωνή της σιωπής». Η πρώτη του συλλογή είχε εκδοθεί το 1966. Επίσης έγραφε πεζά, ενώ έχει μεταφράσει ποιήματα των Οκτάβιο Πας, Ρομπέρτο Χουαρόθ, Νικανόρ Πάρα, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Στίβεν Κρέιν, Ανρί Μισό, καθώς και το μυθιστόρημα «Περηφάνια και προκατάληψη» της Τζέιν Οστεν.

Θεωρούσε δασκάλους του τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Μπέκετ, τον Κάφκα. Σκιαγραφούσε την ποίησή του κυρίως ως ποίηση δωματίου. «Σύντομη, περιεκτική, πυκνή, και αποστηθίσιμη. Οπως ένα μικρό κονσέρτο μπαρόκ, ένα κονσέρτο δωματίου. Δεν σημαίνει ωστόσο ότι είναι μια ποίηση που περιορίζεται μόνο στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Εχει συμβεί στο παρελθόν να δω μικρά ποιήματά μου γραμμένα σε τοίχους σε περιόδους φοιτητικών εξεγέρσεων πράγμα που σήμαινε ότι ακόμη και η χαμηλόφωνη ποίηση, αν έχει κάτι να πει, βγαίνει από το γραφείο στον δρόμο» (συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη, στην «Αυγή»).

«Αφύσικες ιστορίες»
Το 2009 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, εξ ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου για «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» (Κίχλη 2008).