Είδαμε την Αγγέλα του Ένκε Φεζολλάρι (***1/2)

15.06.2012
Ανάμεσα στα Κόκκινα Φανάρια, τις Κάλπικες Λίρες, τις Στέλλες και τις Λόλες των υποβαθμισμένων γειτονιών του Μεταξουργείου, ανεβάζει τα ρολά της η αυλή των παλιών ασπρόμαυρων θαυμάτων του Ένκε Φεζολλάρι.

Ανάμεσα στα Κόκκινα Φανάρια, τις Κάλπικες Λίρες, τις Στέλλες και τις Λόλες των υποβαθμισμένων γειτονιών του Μεταξουργείου, ανεβάζει τα ρολά της η αυλή των παλιών ασπρόμαυρων θαυμάτων του Ένκε Φεζολλάρι. Εκεί, οι υπηρέτριες της αριστοκρατίας της Αθήνας, τότε στη δεκαετία του ’50, μαζεύονται με τα μαύρα τους φορέματα τους, τον επαρχιώτικό τσαμπουκά τους, την κοριτσίστικη τσαχπινιά και τα "φθαρμένα" νιάτα τους. Ερωτεύονται, ουρλιάζουν, θρηνούν, μοχθούν, τσακώνονται και γλεντάνε με την ψυχή τους.
Όλα ξεκινάνε από τον τραγικό θάνατο της υπηρέτριας Τασίας και την αντικατάσταση της από την νεοφερμένη Αγγέλα. Στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν τι έχει συμβεί, κρύβουν αλήθειες, οργανώνουν συνωμοσίες, δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις. Και κάπως έτσι ξετυλίγεται μπροστά σου όλο το αθηναϊκό σκηνικό εκείνης της πολύπαθης εποχής.

Ο λόγος για το εμβληματικό ελληνικό έργο του Γιώργου Σεβαστίκογλου, την «Αγγέλα». Επιλογή - ρίσκο ομολογουμένως, για ένα νέο σκηνοθέτη, μετανάστη στην Ελλάδα με τελείως διαφορετικές προσλαμβάνουσες, καθώς ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η επεξεργασία και η αναβίωση ενός κειμένου για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα του ‘ 50, για τον Έλληνα που μοχθούσε τότε για την επιβίωσή του και που πάλευε με όνειρα και εφιάλτες γι' αυτά που σήμερα θεωρούνται δεδομένα. Και όμως, ο Φεζολλάρι το κατάφερε στο έπακρο, συγκινώντας μας με τη διεισδυτική του ματιά στη – δυστυχώς- διαχρονική ελληνική πραγματικότητα που βυθίζει ολοένα και πιο βαθιά το σύγχρονο Έλληνα σε πολιτικο- κοινωνικό- ψυχολογικό αδιέξοδο και βάζει γι άλλη μια φορά στη θέση του οποιονδήποτε θα τολμούσε να τον κρίνει λόγω καταγωγής.

Με μια οξυδερκή, άμεση και άκρως ρεαλιστική σκηνοθεσία απέδωσε μεν πιστά το έργο του Γιώργου Σεβαστίκογλου τονίζοντας όλες τις κρυφές πτυχές του, κατάφερε δε να βρει τα νήματα που το συνδέουν με τη σημερινή πραγματικότητα. Η ιστορία της θεατρικής Αγγέλας, τελικά, έχει όλα τα στοιχεία και την ατμόσφαιρα μιας διαχρονικής καθαρόαιμης παλιάς ελληνικής ταινίας, την πονεμένη καρδιά των αυθεντικών ρεμπέτικων τραγουδιών και την δυναμική της απλότητας των πιο έντονων συναισθημάτων.

Ευφυής η χρήση του φυσικού φωτισμού και ευρηματική η σύλληψη να εκμεταλλευτεί στο έπακρο όλους τους χώρους της αυλής, από τον τσιμεντένιο νεροχύτη και τις μεταλλικές σκαλωσιές έως την παμπάλαιη τούρκικη τουαλέτα. Απόδειξη πως τα καλύτερα σκηνικά και τα πιο ατμοσφαιρικά εφέ μπορούν να προκύψουν από το απογευματινό φως, το σούρουπο, και ακόμη και το σκοτάδι «διανθισμένο» με πολύχρωμες λάμπες που παλαιότερα συναντούσαμε στα λαϊκά πανηγύρια.

Την παράσταση ερμηνευτικά έκλεψε η Κωνσταντίνα Τάκαλου στο ρόλο της Γεωργίας, της γυναίκας που παρασυρόμενη από τον πόθο της για τον Στράτο, δε δίστασε να πατήσει επί πτωμάτων για να τον έχει κοντά της. Απόλυτα πειστική, κατάφερε να "ανέβει" όλη τη σκάλα των συναισθημάτων της ηρωίδας της και να ισορροπήσει ανάμεσα στα ψυχολογικά της σκαμπανεβάσματα. Αεικίνητη, με αστείρευτη ενέργεια μαγνήτιζε το βλέμμα μας σε κάθε της στιγμή.

Η συμπαθητική Βίκυ Παπαδοπούλου στο ρόλο της Αγγέλας, δεν κατάφερε να αποδώσει επαρκώς όλες τις πτυχές του ρόλου της. Έδωσε μία αξιοπρεπή και σωστή ερμηνεία, είχε πάρα πολύ καλές στιγμές (ιδιαίτερα στις σκηνές της με τον Λάμπρο), παγιδεύτηκε όμως σ' έναν υπερβάλλοντα μελλοδραματισμό που δεν ταίριαζε με τον άκρατο ρεαλισμό της παράστασης.

Ξεχωριστό χρώμα και ατμόσφαιρα δημιούργησε η Λόλα Γιαννοπούλου που με τη γλυκιά φωνή της τραγούδησε από γνωστά ρεμπέτικα μέχρι Elvis, καλύπτοντας όλο το θόρυβο της παρηκμασμένης πλέον γειτονιάς του Μεταξουργείου και παρασύροντάς μας σ' ένα πολύ ζεστό και φορτισμένο κλίμα.

Στιβαρός και δυναμικός ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης στο ρόλο του αστυνομικού Μένιου, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Ελένη Βεργέτη Κωστής Καλλιβρετάκης , Βασίλης Μαργέτης, Ιρις Πανταζάρα, Καλλιόπη Τζερμάνη) έφτιαξαν μία πολύ δεμένη ομάδα και μετέφεραν όλη την αίθηση μιας περασμένης και γοητευτικής εποχής.

*Καλύτερες στιγμές:
-Η συγκινητική συνάντηση της Αγγέλας και του Λάμπρου μία μέρα πριν εκείνος φύγει, πίσω από ένα λευκό πανί, όπου φαίνονταν μόνο οι σκιές τους.

-Η έντονα φορτισμένη σκηνή του Στράτου και της Γεωργίας, όταν η δεύτερη τον παρακαλάει να την αγαπήσει και γραπώνεται πάνω του σαν αρπακτικό...

-Η είσοδος των νιόπαντρων Μένιου και Φανής και το γλέντι του γάμου στην ταβέρνα.

-Η μάζωξη των υπηρετριών στην ταράτσα για να δουν "κινηματογράφο" σε μια παλιά τηλεόραση.

-Η άφιξη του Λάμπρου στο λιμάνι με τον θίασο ν' αλλάζει συνεχώς θέσεις τριγύρω του.

Γεωργία Οικονόμου, Κική Παπαδοπούλου