Είδαμε το Γκιακ σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη [και γευτήκαμε φρέσκο... αίμα]

16.06.2016
Ένα από τα σημαντικότερα και πιο ενδιαφέρονται δείγματα της νεότερης νεοελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων ετών είναι η συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου, Γκιακ. Οι ήρωες των διηγημάτων του Γκιακ είναι στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία και έρχονται αντιμέτωποι με τους ρόλους που τους επέβαλαν οι παραδοσιακοί κανόνες και το βίωμα του πολέμου. Συγκρούονται, υποτάσσονται, ζουν εν κρυπτώ ή φεύγουν.

Ο συνδετικός τους ιστός είναι το «γκιακ», δηλαδή το αίμα στα αρβανίτικα, ο συγγενικός δεσμός, ο νόμος του αίματος, αλλά ακόμη και ο φόνος για λόγους εκδίκησης που σκιάζει τις ζωές όλων των ηρώων. Διαβάζοντας κανείς το Γκιακ, πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί μια θεατρική μορφή αυτών των διηγημάτων. Και αυτό γιατί ο λόγος τους μολονότι είναι έντονα προφορικός, είναι ταυτόχρονα τραχύς και γεμάτος ντοπιολαλιές, που όσοι δεν είναι Αρβανίτες, δεν πρόκειται να κατανοήσουν.

Ο Θανάσης Δόβρης ωστόσο το κατάφερε. Κατάφερε και συνέθεσε σε μία σφικτή παράσταση μια ενιαία εικόνα που φωτίζει λοξά μια καθοριστική στιγμή της ελληνικής ιστορίας και ηχεί στα αφτιά μας αλλόκοτα επίκαιρη. Πολύτιμος σύμμαχος το πρωτότυπα συμβολικό και απροσδόκητα λειτουργικό σκηνικό της Εύας Γουλάκου . Μία τάφρος γεμάτη κόκαλα και από πάνω μακάβρια κρεμασμένη μια περούκα με μακριά γκρίζα μαλλιά. Οι ηθοποιοί περπατούν τριγύρω αρχικά της τάφρου, αλλά ακολούθως μπαίνουν μέσα και γίνονται ένα με τα κόκαλα, επιδιδόμενοι σε χειμαρρώδεις εξομολογήσεις υπό μορφή αναμνήσεων, που άλλοτε ακούγονται σε μορφή μονολόγου και άλλοτε συνδυασμένες. Αυτές οι εξομολογήσεις χαρτογραφούν το ιστορικό τραύμα και λειτουργούν σχεδόν ψυχοθεραπευτικά. Ξορκίζουν και κατευνάζουν τη λαιμαργία του παρελθόντος, λειαίνουν κάπως τις ζωές των ηρώων. Και λέμε κάπως, γιατί τελικά δεν εξιλεώνονται ποτέ. Παραμένουν ένοχοι και ακόμη και την ύστατη στιγμή διψούν για αίμα, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την αέναη διαπραγμάτευση του ανθρώπινου είδους με τη βία.

Οι ηθοποιοί όλοι εξαιρετικοί. Ο Στέλιος Ιακωβίδης απέδωσε παρασταστικά το πρώτο διήγημα, το «Ντο τ΄α πρες κοτσσίδετε» ρίχνοντάς μας απευθείας στα βαθιά, ενώ στη συνέχεια ελάφρυνε λίγο το κλίμα δίνοντας μία έντονη κωμικοτραγική διάσταση στα διηγήματα «Μπουκουμπάρδια» και «Ταραραρούρα». Καθηλωτικός ο Σωτήρης Τσακομίδης με την ανατριχιαστική, σωματική του κυρίως αφήγηση, στο «Γυάλινο μάτι». Έκπληξη η ερμηνεία της Εύης Σαουλίδου, όχι γιατί απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο καλή ηθοποιός είναι, αλλά γιατί «απογείωσε» μ’ ένα της ερμηνευτικό κρεσέντο ένα παραδοσιακό ποίημα, όπως η «Παραλογή», με μία απλή μεν, υποδειγματική δε απαγγελία. Θα σταθούμε ιδιαίτερα στη συγκλονιστική ερμηνεία του Γρηγόρη Ποιμενίδη στο τελευταίο διήγημα, το «Νόκερ», όχι μόνο γιατί παραδόθηκε σ΄ αυτή ψυχή τε και σώματι, αλλά και γιατί η αφήγησή του διακρινόταν από μία απόκοσμη φυσικότητα που κυριολεκτικά μας πάγωσε.

Αξίζει να δει κάποιος το Γκιακ; Επιβάλλεται, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για ένα θεατρικό ντοκιμαντέρ που εστιάζει σε έννοιες, όπως αυτές του πολέμου, της εκδίκησης, της τιμής, της φιλίας, του ομοφυλοφιλικού έρωτα, των εγκλημάτων και διακρίνεται από ιδιαίτερη δυναμική λόγω της γλώσσας του.

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]