Ανακαλύπτοντας τον Μίκιο Ναρούσε

01.07.2008
Αν και δεν υπήρξε αρκετά διάσημος για να συμπορευτεί με τους συμπατριώτες και σύγχρονούς του, Γιασουχίρο Οζου, Κένζι Μιζογκούτσι και Ακίρα Κουροσάβα, ο Μίκιο Ναρούσε δεν βυθίστηκε ποτέ στην ολοκληρωτική λήθη που θα τον καθιστούσε ίσως πραγματική κινηματογραφική ανακάλυψη. Η μέτρια αναγνωρισιμότητα της σκηνοθετικής υπογραφής του οφείλεται σε μια σειρά από μικρές και μεγάλες προδοσίες που περιχαράκωσαν τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική του ζωή. Ευκαιρία να θυμηθούμε τον σημαντικό Ιάπωνα δημιουργό, με αφορμή την επανέκδοση τριών από τις διασημότερες ταινίες του στα ελληνικά σινεμά.

Αν και δεν υπήρξε αρκετά διάσημος για να συμπορευτεί με τους συμπατριώτες και σύγχρονούς του, Γιασουχίρο Οζου, Κένζι Μιζογκούτσι και Ακίρα Κουροσάβα, ο Μίκιο Ναρούσε δεν βυθίστηκε ποτέ στην ολοκληρωτική λήθη που θα τον καθιστούσε ίσως πραγματική κινηματογραφική ανακάλυψη. Η μέτρια αναγνωρισιμότητα της σκηνοθετικής υπογραφής του οφείλεται σε μια σειρά από μικρές και μεγάλες προδοσίες που περιχαράκωσαν τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική του ζωή. Ευκαιρία να θυμηθούμε τον σημαντικό Ιάπωνα δημιουργό, με αφορμή την επανέκδοση τριών από τις διασημότερες ταινίες του στα ελληνικά σινεμά.

Από τη Δέσποινα Παυλάκη

Το Χαμένο του έργο

Ανήμποροι να αποκτήσουν πρόσβαση στην προπολεμική παραγωγή του, όσοι καταπιάστηκαν με το έργο του δεν κατάφεραν να τον εκτιμήσουν όσο και όταν έπρεπε. Με 89 ταινίες στο ενεργητικό του, ο Ναρούσε προδόθηκε πρώτα απ όλα από τις ίδιες του τις δημιουργίες, αφού περισσότερες από τις μισές έχουν πλέον περάσει στη σφαίρα του θρύλου: εξαιτίας περίπλοκων διεκδικήσεων στο θέμα των δικαιωμάτων και πιθανής έλλειψης υποτιτλισμού που τις εμπόδισαν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά πού βρίσκονται.

Τα Χαμένα του Χρόνια

Γεννημένος το 1905, ο Ναρούσε έχασε τους γονείς του σε νεαρή ηλικία, υποχωρώντας κάτω από το βάρος της μοναξιάς και της οικονομικής ανέχειας πολύ πριν την ενηλικίωση. Η επαγγελματική του πορεία, που ξεκίνησε κάτω από το ζυγό των γνωστών γιαπωνέζικων στούντιο Shochiku, μύριζε προδοσία. Ο άκαμπτος επικεφαλής παραγωγής Σίρο Κίντο, που πίστευε ακράδαντα ότι «η ψυχαγωγία πρέπει να προκαλεί ευτυχία», αρνιόταν να προωθήσει το μελαγχολικό του ταπεραμέντο. Καλλιτεχνικά στάσιμος για δέκα σχεδόν χρόνια - με τα εύσημα του βοηθού στην καλύτερη των περιπτώσεων - κατάφερε να γυρίσει την πρώτη του ταινία μόλις το1930 («Μr. Αnd Mrs. Swordplay») κατόπιν παρέμβασης του φίλου και μέντορά του, Χεϊνοσούκε Γκόσο. Τρία χρόνια μετά, προσπαθώντας μάταια να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Shockiku -διάσημη για το μείγμα κλαυσίγελου που προσέφερε στο γιαπωνέζικο κοινό- ο Ναρούσε εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Η Χαμένη του Αγάπη

Βλέποντας ότι ακόμη και η εμπορική επιτυχία που απόθεσε στα πόδια του Κίντο, με τα βουβά «Αpart From Υou» και «Νightfly Dreams» να καταλαμβάνουν την τρίτη και τέταρτη θέση στο ετήσιο εισπρακτικό Top Ten του 1933, δεν κατάφεραν να βελτιώσουν τη στάση του, ο Ναρούσε αναζήτησε νέα κινηματογραφική στέγη. Ζώντας με τον φόβο της φτώχειας, αναζήτησε οικονομική ασφάλεια και καλλιτεχνική ελευθερία στα σπλάχνα της προοδευτικότερης PCL, που του επέτρεψε επιτέλους να δουλέψει με ήχο. Το 1937 σκηνοθέτησε μάλιστα την πρώτη γιαπωνέζικη ταινία που πήρε διανομή στις ΗΠΑ (αν και η υποδοχή της ήταν κάτω του μετρίου), «Wife! Be Like a Rose!» με πρωταγωνίστρια την τότε αρραβωνιαστικιά του, Σατσίκο Τσίμπα. Ενώ ξετύλιγε τη μαεστρία του στο βαθιά λαϊκό είδος του shomin-geki, ένα μείγμα μελοδράματος και ρεαλισμού που στόχευε στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, ο ίδιος υποστήριζε ότι μέχρι το 1952 «δεν κατάφερε να κάνει έστω και μια πραγματικά καλή ταινία». Οι περισσότεροι αναλυτές τού αποδίδουν την προσωπική αίσθηση αποτυχίας στη σχέση του με την Τσίμπα, που πρόδωσε την αγάπη τους αφήνοντας το γάμο τους να καταρρεύσει, αργά και βασανιστικά.

Η Χαμένη του Ανεξαρτησία

Το πέρασμά του από τον πειραματισμό του βουβού στις συμβάσεις του ήχου, δεν είχαν καταφέρει να προσδώσουν ένα συγκεκριμένο στίγμα στον δημιουργό τους. Η θεματολογία του Ναρούσε όμως, τόσο κατά την προπολεμική όσο και κατά τη χρυσή μεταπολεμική του περίοδο, παρουσιάζει μια πρωτοφανή συνέπεια. Η κοινωνική «στοιχειοθεσία» των ηρώων του είναι ακριβής και αμετάκλητη: καθένας βρίσκεται εκεί που ανήκει και κάθε προσπάθεια περιφρόνησης των συμβάσεων οδηγεί, αργά ή γρήγορα, σε αδιέξοδο. «Εστω και λίγο να μετακινηθούν, θα χτυπήσουν τοίχο», συνήθιζε να λέει για τους ήρωές του. Και παρ όλο που θεωρείται υπέρμαχος της ανεξάρτητης και πρακτικής γυναίκας, η δύναμή της αποδεικνύεται μάταια στο σινεμά του Ναρούσε, αφού ο κόσμος είναι καταδικασμένος να την προδώσει. Την ίδια αίσθηση ματαιότητας έμοιαζε να βιώνει και ίδιος, αφού παρά την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της δυνάστριας Shochiku, πάντοτε αισθανόταν υπόλογος παράλογων παραγωγών με υπερβολικές απαιτήσεις.

Η Χαμένη του Εμπνευση

Η ιδιοφυϊα του Ναρούσε, που αποδείχτηκε πέρα από κάθε αμφιβολία κατά τη μεταπολεμική του περίοδο, βρίσκεται στη δομή. Διατηρώντας μια αισθητική λιτότητα, έθετε την εικόνα στην υπηρεσία της αφήγησης χωρίς ιδιαίτερες υπερβάσεις. Αφηγηματικά, όμως, ήταν ικανός να χειρίζεται με απόλυτη άνεση πολλές διαφορετικές ιστορίες («Summer Clouds») ή να κεντάει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ανάμεσα στις ραφές της ίδιας διήγησης («When Α Woman Ascends The Stairs») με χαρακτηριστική άνεση, χωρίς να χάνει ποτέ τον έλεγχο της δραματουργίας. Η σιδερένια σκηνοθετική του θέληση αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο όταν άρχισε να δραματοποιεί κείμενα άλλων. Εγκαταλείποντας τη συγγραφή σεναρίων -μια πρακτική που εφάρμοζε κατά κόρον πριν τον πόλεμο- υιοθέτησε ως βασική λογοτεχνική του πηγή την ιδιοσυγρασιακή Φουμίκο Χαγιάσι, αν και η καλλιτεχνική τους γνωριμία έγινε μετά θάνατον, αφού όταν ο Ναρούσε αποφάσισε να αφοσιωθεί στο έργο της, η συγγραφέας ήταν ήδη νεκρή.

Η Χαμένη του Πρωτοπορία

Κι αν κάποιοι παρεξήγησαν την οπτική του λιτότητα για έλλειψη προσωπικού στυλ, ο Ναρούσε δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Λίγο πριν το θάνατό του αισθάνθηκε επιτέλους έτοιμος να πρωτοπορήσει, αφού λέγεται ότι ετοίμαζε ένα δραματουργικό πείραμα πλήρως απαλλαγμένο από αισθητικούς πλεονασμούς: «Μια ταινία γυρισμένη με φόντο λευκές κουρτίνες, χωρίς καθόλου σκηνικά και εξωτερικά πλάνα, πλήρως επικεντρωμένη στις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης κίνησης και των βαθύτατων συναισθημάτων που είναι ικανές να εκφράσουν». Η ζωή όμως τον πρόδωσε και τα πρωτεία τα πήρε κάποιος άλλος (βλέπε «Dogville»). Ο Μίκιο Ναρούσε πέθανε σε ηλικία 64 ετών.

47 χρόνια, 89 ταινίες

Από τις 89 ταινίες που ολοκλήρωσε κατά τη διάρκεια τις 47χρονης καριέρας του, 31 ταξιδεύουν ανά τον κόσμο σε μια απόπειρα να τον επανασυστήσουν στο κοινό και περισσότερες από 40 έχουν χαθεί για πάντα. Με αφετηρία τη δεκαετία του 1930 και την πρώτη σωζόμενη ταινία του «Flunky, Work Ηard», ένα μείγμα μελοδράματος και σλάπστικ κωμωδίας, η πρώιμη και στυλιστικά ασταθέστερη περίοδός του εκτείνεται μέχρι τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Οι δύο μεγαλύτερες βουβές επιτυχίες του, «Εverynight Dreams» και «Αpart From Υou» (αμφότερες εν έτει 1933) αποποιούνται την υποχρεωτική ελαφρότητα των στούντιο Shochiku και συστήνουν δύο από τις θεματικές που θα τον συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής του: τις εφευρετικές γυναίκες και τα δυσλειτουργικά ζευγάρια.

Η σημαντικότερη στιγμή της πρώτης κινηματογραφικής του δεκαετίας, όμως, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά, είναι το «Wife! Be Like Α Rose!» (1935), η ιστορία μιας αποτυχημένης επανασύνδεσης ενός χωρισμένου ζευγαριού, η οποία απέδειξε περίτρανα ότι στο σινεμά του Ναρούσε η προσωπική εξέλιξη δεν είναι απαραίτητα συνώνυμο της ευτυχίας. Ως τις αρχές της δεκαετίας του 50, καλώς ή κακώς, δεν έχει καταφέρει να κατοχυρώσει σκηνοθετικές μανιέρες. Πέρα από τη διαλογική του λιτότητα και τη διακριτικά περιγραφική του κάμερα, έπρεπε να έρθει το μητριαρχικό «Μother» για να διαπιστώσει κανείς ότι τελικά οι κινήσεις μετρούν γι αυτόν περισσότερο από τα λόγια.

Οι εκφραστικές χειρονομίες της Κινούγιο Τανάκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο για παράδειγμα, φτάνουν πολύ βαθύτερα από το ολιγόλογο σενάριο της Γιόκο Μιζούκι. Αν και συγκρατημένος στις συνεργασίες του, ο Ναρούσε θα συνεχίσει να περιστοιχίζεται από θηλυκές παρουσίες -τόσο σε υποκριτικό όσο και σεναριακό επίπεδο- μέχρι το τέλος της ζωής του, κερδίζοντας αναπόφευκτα τον τίτλο του γυναικείου σκηνοθέτη. Παρ όλο που οι ηρωίδες του δεν διαθέτουν το στωικό χιούμορ του Οζου, τουλάχιστον δεν υποφέρουν όπως τα θηλυκά του Μιζογκούτσι είναι εργατικές και ανεξάρτητες και ακόμα κι όταν οι χειραφετημένες προσπάθειες τους δεν οδηγούν πουθενά, αρνούνται να υποχωρήσουν πριν εξερευνήσουν όλες τις κοινωνικές, οικονομικές και σεξουαλικές προοπτικές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπεύθυνη νυχτερινού κέντρου στο «Μια Γυναίκα Ανεβαίνει Τις Σκάλες» (1960) που αγωνίζεται να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την επαγγελματική της ανεξαρτησία παρά τις εξωτερικές πιέσεις.

Πολύ πριν κεντήσει το μελαγχολικό μοτίβο της καθημερινής της ανάβασης, που οδηγεί την Κέικο σε μια ζωή που θα προτιμούσε να εγκαταλείψει, ο Ναρούσε είχε διαπρέψει στο αριστουργηματικό «Floating Clouds» (1955). Σκυθρωπή αφήγηση μιας εξωσυζυγικής σχέσης που ακροβατεί ανάμεσα στο πάθος και τη δυστυχία, ήταν εμφανώς επηρεασμένη από τις συνέπειες του πολέμου, όπως και όλο το μετέπειτα έργο του σκηνοθέτη, που βίωνε έντονα τη μεταπολεμική ανασφάλεια της χώρας του, αποτυπώνοντάς τη με νεορεαλιστική σκληρότητα στη μεγάλη οθόνη.

Ενα χρόνο αργότερα, αρχίζει να συγχρωτίζεται με γκέισες, ακολουθώντας τη νεαρή υπηρέτρια του «Flowing» σ' ένα απαγορευμένο βασίλειο καθημερινών απογοητεύσεων και απραγματοποίητων ονείρων. Παρά τη ματαιότητα της ύπαρξής τους όμως, ο Ναρούσε θέλει τις γυναίκες του να επιμένουν, ακόμα κι όταν οι προσπάθειές τους στέφονται με αποτυχία. Γιατί, σύμφωνα με την Οντι Μποκ, την πρώτη (γυναίκα φυσικά!) κριτικό που διοργάνωσε ρετροσπεκτίβα προς τιμήν του, «...για το Ναρούσε δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος, μόνο φωτισμένες ήττες». Η καριέρα του σφραγίστηκε από την σκοτεινότερη ίσως δημιουργία του, το «Floating Clouds» (1967), ένα μεταφυσικό τελευταίο ταγκό ανάμεσα σε μία χήρα και τον κατά λάθος δολοφόνο του άντρα της. Η βαθιά του μελαγχολία σε απευθείας αντίθεση με τα πλημμυρισμένα στο χρώμα κάδρα, πλαισιώνουν μοναδικά έναν απαγορευμένο έρωτα, καταδικασμένο να μην ευδοκιμήσει ποτέ, όπως ίσως το ανεξάντλητο ακόμα ταλέντο του ιδιοσυγκρασιακού Γιαπωνέζου δημιουργού, που απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα - λίγο πριν πραγματοποιήσει το πιο φιλόδοξο σχέδιό του.

Με τρεις από τις καλύτερες ταινίες του σε επανέκδοση στη χώρα μας, μια σειρά DVD στα ράφια των καταστημάτων και μια ρετροσπεκτίβα να ταξιδεύει τον κόσμο, ο Ναρούσε μπορεί σύντομα να γίνει κοινό κτήμα κάθε ενδιαφερόμενου θεατή. Το ερώτημα όμως παραμένει: όταν το έργο ενός σκηνοθέτη λάμπει δια της απουσίας του, λαμβάνοντας μυθικές διαστάσεις λόγω περιορισμένης προσβασιμότητας, θα καταφέρει άραγε να αντεπεξέλθει στις αυξημένες προσδοκίες του κοινού;