«Η Παπαρήγα η καλή»

01.08.2008
Ο Τάσος Θεοδωρόπουλος προσπαθεί να συνδέσει ένα σύντομο ιστορικό της ελληνικής πορνοβιομηχανίας στη χρυσή της εποχή με τις εμπειρίες που συνέλεξε, τον καιρό που δούλευε ως υπάλληλος σε τσοντάδικο της Αθήνας και σε sex shop. Και μάλλον τα καταφέρνει.

Μια προσωπική αναδρομή στην Ελληνική τσόντα

Πιάσε Μελωδία (ή κάτι χαμηλότερα)
Ενα μικρό αγόρι γύρω στα 17, με κοντό μαύρο μαλλί και ντυμένο στα λευκά, κάθεται μέσα στην καμπίνα εισιτηρίων του σινεμά «Αθηναϊκόν» στην πλατεία Κοτζιά, ακούγοντας «Μελωδία» στο ραδιόφωνο και καλωσορίζοντας το φιλοθεάμον κοινό της 12ης νυχτερινής στην αίθουσα. Κατά προτίμηση χαρμανιασμένοι γκέι που ήθελαν να ψωνιστούν και μια γριά τραβεστί με τον νταβατζή της, που ερχόντουσαν σχεδόν κάθε Σάββατο βράδυ, με μια σακούλα γεμάτη πατατάκια, γαριδάκια και μπύρες, καθόντουσαν πρώτη σειρά και έβλεπαν το πρόγραμμα σαν να επρόκειτο για κανονικές ταινίες. Το αγόρι με τα λευκά καλωσορίζει με ευγένεια κάθε πελάτη, κόβει τα εισιτήρια και εύχεται με μια δόση αθώας πουτανιάς «καλή σας διασκέδαση»! Τσιτάρει ταυτόχρονα τα γκάζια στο τρανζιστοράκι, όποτε παίζει Αλεξίου, Χατζηδάκι ή κάτι τέτοιο ευαίσθητο, για να έρθει και να κολλήσει η μουσική με τα λευκά του ρούχα και το παραλήρημα αθωότητας ανάμεσα στις καπότες και να κάψει τον εγκέφαλο και του τελευταίου πελάτη που, λίγο πριν την τσόντα του, τον πέρναγε από υποδοχή φεστιβαλικής κατάνυξης.

Αυτός ήμουν εγώ και κάπως έτσι ξεκίνησε η κινηματογραφική μου καριέρα στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 90. Το βράδυ εισιτήρια στο «Αθηναϊκόν» μέχρι τις τρεις και το πρωί πωλητής δονητών, κιλοτών και πάσης λογής πορνό βιντεοκασετών στο «Εmporio Video» με πριβέ καμπίνες για τον πελάτη που ήθελε να δει εκεί την ταινία του και συχνή αλλαγή του κωλόχαρτου μέσα στα καθήκοντά μου (για να έχουν οι πελάτες να σκουπίζονται). Κι έρχεται μετά η αρχισυνταξία του περιοδικού να μου πει «γράψε για την ελληνική τσόντα». Τι να γράψω, ρε αφεντικά; Εδώ σας λέω πως την έζησα, και την ελληνική και την αγγλική και την ταϊλανδέζικη (αυτή έχει συνήθως τραβεστί - lady boys τα λένε στα ταϊλανδέζικα). Τες πα.

Αλλο χούντα κι άλλο πούντα
Τότε είχαμε περάσει ήδη στα 90s, δύο δεκαετίες μετά την άνθηση του ελληνικού υποείδους της τσόντας, αλλά ο θρύλος από 70 και 80 παρέμενε θρύλος. Παίξανε ή δεν παίξανε οι διάσημοι πρωταγωνιστές των soft πορνό του 70 σκληρές σκηνές; Κι αν δεν τις παίξανε, πώς κάποιοι τις είχανε δει; Για να το πάρουμε το πράγμα από την αρχή. Ηδη από τον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο του 60, είχαν αρχίσει τα αητόνια της παραγωγής να πιάνουν την επιθυμία του κοινού να δει λίγο περισσότερο βυζί και του το πασάρανε λάου λάου με ηθικοπλαστικό άλλοθι για την κατάντια της κοινωνίας και τα αγαθά του μικροαστικού ιεραποστολικού πηδήματος στο οποίο, αν μη τι άλλο, λόγω συντηρητικής στάσης δεν κινδυνεύεις από λουμπάγκο. Μετά, σκάει η χούντα, και οι πρωταγωνίστριες σιγά σιγά μαθαίνουν να μη φοβούνται την πούντα (του γδυσίματος). Εποχή γενικών εκπτώσεων για την Ελλάδα, με τσόντα και μπάλα, όπου η τσόντα όμως καλλιτεχνίζεται στα ίχνη του διεθνούς exploitation κινηματογράφου της εποχής. Με τον Ομηρο Ευστρατιάδη οπλαρχηγό (και τον Μυλωνάκο και τον Παρασχάκο) σκάνε οι πρώτες μαλακές του είδους, στα σινεμά πέριξ της Ομόνοιας που πλάκα πλάκα, πέρα από τη διάθεση αρπαχτής, είχαν μια καλλιτεχνική εσάνς, εφ όσον σε αυτές έκαναν τα πρώτα τους βήματα μάστορες τεχνικοί (όπως ο Αρης Σταύρου της φωτογραφίας) οι οποίοι πειραματιζόντουσαν με τον φακό. Ολο το πακέτο έμοιαζε με κάτι ανάμεσα σε «Εμμανουέλλα» και τσάμικο γλέντι με κοκορέτσι και την Εφη Θώδη στο χωριό. Δώσε στο soft focus της φωτογραφίας να καταλάβει και τράβα και μια γωνιά από το νησιώτικο περιγιάλι με το κύμα στο βράχο (για να την πουλήσουμε στο εξωτερικό ως greek feta). Οι δε διάλογοι και η υπόθεση μοιάζουν με προγόνους του Ζάλμαν Κινγκ από τα «Κόκκινα Παπούτσια»: Μια αστυνομική ίντριγκα, βασανισμένοι ψυχικά χαρακτήρες και ψαγμένοι διάλογοι του Φρόιντ στο παζάρι με τα σεμεδάκια όπως «Ανάμεσα στα πόδια μου υπάρχει η υγρή απεραντοσύνη της απουσίας σου», εστί μεθερμηνευόμενον «πάρε με απά στην τάβλα γιατί πεθαίνω από καύλα». Επεφτε και η δραματική μουσική από πάνω, σε έπιανε το παραμύθι. Και αν δε σε έπιανε, ο μηχανικός προβολής φρόντιζε πάνω στη σκηνή του πήδουλου, να πετάξει, να «τσοντάρει» σκηνές σκληρού πορνό ώστε να σε πιάσει ή να πιάσεις ό,τι άλλο είχες εύκαιρο. Από εκεί βγήκε και η λέξη τσόντα, από εκεί και η φήμη για τις σκληρές σκηνές των διασήμων (αν και επιτρέψτε μου να έχω αμφιβολίες για το ότι κανείς τους ποτέ δεν έβγαλε τον γιακουμή του φάτσα φόρα).

«Αξιος!»
Αυτά στο 70, με «Διαμάντια Στο Γυμνό Κορμί Της» και «Το Κορίτσι Και Το Αλογο» και τον Γκουζγκούνη στο «Σεξ 13 Μποφόρ» να πετάει τρομερές ατάκες, να λύνεται η αίθουσα και να του φωνάζει «άξιος». Τσόντα στην τσόντα, όμως, δηλαδή άρπα κόλλα κι ό,τι βρεις, σιγά σιγά (και με τη βοήθεια του θανάτου του ελληνικού εμπορικού σινεμά) άρχισε η υπόθεση να προσανατολίζεται, πιο φτηνά και οικονομικά. Τι να την κάνεις την ταινία, άμα μπορείς να δείξεις αιδοία; Οι μπατσικές εισβολές είχαν χαλαρώσει (μεταπολιτευτικά μόνο τα κομμούνια κυνηγούσαν, όχι τους αυνάνες) και μια Ζωή Λάσκαρη στον «Αστερισμό Της Παρθένου» (στο νεκροφίλημα της Φίνος Φιλμ σε αυτή τη ζωή), να χάνει την παρθενιά της επειδή της μπήκε το καρεκλοπόδαρο στο χουχούνι, δεν φτουρούσε πια.

Το πράγμα αρχίζει να χοντραίνει και να φτηναίνει όπως όλα μετά την πολιτιστική επανάσταση του ΠΑΣΟΚ, το 1981. Τα προσχήματα χάνονται κι ο «μεγάλος» σκηνοθέτης Berto επελαύνει στα σινεμά, με ταινίες που προανήγγειλαν το «Δόγμα» του Φον Τρίερ. Φυσικός φωτισμός, φυσικά ντεκόρ (μπουρδελοξενοδοχεία της Ομόνοιας), φυσικοί ηθοποιοί (ξέμπαρκες τουρίστριες που έψαχναν φράγκα για το εισιτήριο της επιστροφής και μάγκες του απέναντι τεκέ που ήθελαν να πηδήξουν τσάμπα πουτάνες). Ο ρεαλισμός της άσπρης κάλτσας μέσα από την ελβιέλα και της κακής πατσάς της γκόμενας «στα τέσσερα» μαζί με μια μοναδική δόση ειρωνείας στο ντουμπλάρισμα των διαλόγων.

Μοναδικός ελληνικός συνδυασμός μισογυνισμού, σουρεαλιστικού ντελίριου και λαϊκής καύλας του καφενέ, με πρότυπο τον άντρα τον κιμπάρη τον αλήτη με την κοιλιά και την νταρντάνα την Λωξάντρα με την τρίχα στο απ αυτό της σαν θηλιά. Επιβεβαίωση και ταυτόχρονο ξετίναγμα όλης της μικροαστικής σύμβασης στη σεξουαλικότητα του νεοέλληνα, που έκανε μπάνιο μόνο κάθε Σάββατο. Φλοκάτη και «βλάχοι όπως λάχει» και «παλαμάρι του βαρκάρη». Τζιβιτζιλούδες ξεφτιλισμένες, ομοφυλόφιλοι κουνιστοί και γελοίοι μέχρι και ακατέργαστος Τζον Γουότερς στο θρυλικό «Οι Πανκ Τα Κάνουν Ολα» όπου μια ομάδα από θηλυκές πανκ με το μαλλί βουτηγμένο στο τουμποφλό για να στέκεται όρθιο, ορμάει στο Ριβολί αν θυμάμαι και πηδάει τους θεατές. Σε καμία κινηματογραφία του κόσμου δεν υπήρξε και δεν πρόκειται να υπάρξει φαινόμενο σαν αυτό της ελληνικής τσόντας στη δεκαετία του 80, που γνώρισε μια δεύτερη μεγάλη καριέρα στα βιντεοκλάμπ, στις αρχές του 90 όταν πήγαινες να ζητήσεις την «Παπαρήγα την καλή». Ερμη μάνα που με έκανες κομμουνιστή.

Κι ύστερα, ξαφνικά, πάπαλα. Μόνο η Αλόμα η τραβεστί γύρισε μια δυο τσόντες εκείνη την εποχή που έκανα τη θεωρητική μου διατριβή σαν εργαζόμενος στο είδος. Την έχω ακόμα την εικόνα στα μάτια μου. Μεσημέρι στο βιντεοκλάμπ, κι η μανούλα μου φέρνει ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια που μου πήρε για δώρο από το υστέρημά της στα γενέθλιά μου, να τα δοκιμάσω αν μου κάνουνε. Πίσω της, στο φόντο του κινηματογραφικού κάδρου, μια μεγάλη αφίσα από την ταινία «Το Σπίτι Της Μαντάμ Αλόμα» με μια τραβεστί στραβοχυμένη να πιάνει την μαλαπέρδα ενός λαϊκού τεκνού. Αφού το γλιτώσαμε εκεί το εγκεφαλικό, δεν μας πιάνει τίποτα. Εχουν οι μανάδες οι άτιμες μια επιλεκτική όραση και μνήμη, όταν δουλεύει ο γιος τους και βγάζει τίμιο μεροκάματο, άλλο πράγμα.