Αγώνες Πείνας

23.02.2012
Εκεί που ήταν κάποτε η Βόρεια Αμερική τώρα υπάρχει η Πάνεμ, με πρωτεύουσα τη λαμπερή Κάπιτολ. Αυτή βασίζει την ευημερεία της σε δώδεκα απομακρυσμένες επαρχίες, τις οποίες κρατά υπό έλεγχο αναγκάζοντάς τις να στέλνουν από ένα αγόρι και ένα κορίτσι στους ετήσιους Αγώνες Πείνας, ένα παιχνίδι θανάτου που θυμίζει “Survivor”, έχει μόνο έναν (επιζόντα) νικητή και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση. Για την δεκαεξάχρονη Κάτνις Έβερντιν, η απόφασή της να πάρει εθελοντικά τη θέση της αδερφής της στους Αγώνες δεν διαφέρει και πολύ από μια θανατική ποινή. Όμως η Κάτνις, χωρίς να το επιδιώκει, διεκδικεί σοβαρά τη νίκη.

H πολυδιαβασμένη τριλογία της Σούζαν Κόλινς φτάνει στη μεγάλη οθόνη διατηρώντας ακέραιο το πνεύμα της λογοτεχνικής σειράς, αρθρώνοντάς το με όρους καθαρά κινηματογραφικούς.

Tηλεοπτικό πλατό, φώτα, φανταχτερά κοστούμια. Ο παρουσιαστής (Στάνλεϊ Τούτσι) ρωτάει τον Υπεύθυνο των Αγώνων (Γουές Μπέντλεϊ): “Ποιο είναι για σας το πνεύμα των Αγώνων;”. Χωρίς να περιμένει την απάντησή του, η κάμερα κόβει κατευθείαν στην ορεινή δωδέκατη Περιοχή, τους εξαθλιωμένους κατοίκους της και τη λάσπη που τους περιβάλει. Αν αυτό το ξεκίνημα δεν είναι αρκετό για να σας πείσει ότι οι κινηματογραφικοί “Αγώνες Πείνας” είναι κάτι παραπάνω από την απλή εξαργύρωση ενός λογοτεχνικού φαινομένου, μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε εδώ.

Με κουνημένα πλάνα, πολλά κοντινά και μία κάμερα που δηλώνει (και ταυτόχρονα σχολιάζει) συνεχώς την ίδια την παρουσία της, η ταινία του Γκάρι Ρος φιλοδοξεί να είναι πολλά περισσότερα από το τυπικό χολιγουντιανό φραντσάιζ - και τελικά τα καταφέρνει. Μακριά από τις ασφαλείς, γεμάτες σταθερά πλάνα και εντυπωσιακά πανοραμικά ταινίες της αντίστοιχης συνωμοταξίας, οι “Αγώνες Πείνας” μοιάζουν πρόθυμοι να θέσουν έναν νέο κανόνα, που θεωρεί την αμερικάνικη βαθμολόγηση καταλληλότητας της ταινίας για ηλικίες από 13 και άνω (που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την εμπορική της τύχη) ως κινηματογραφική πρόκληση και όχι ως περιορισμό.

Με φόντο ενα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον, στο οποίο η Πάνεμ (πρώην ΗΠΑ) διατηρεί υποταγμένους τους υπηκόους της μέσω της καταστολής, η ιστορία της ατίθασης Κάτνις (Τζένιφερ Λόρενς) αρχίζει εκεί που το “Battle Royal” συναντά τη ριάλιτι τηλεόραση, με ολίγον από ρομάντζο. Η δεκαεξάχρονη, που ξεκινά ως αουτσάιντερ στους θανατηφόρους Αγώνες που μεταδίδονται σε ζωντανή σύνδεση, για να καταλήξει μαθαίνοντας τους κανόνες του παιχνιδιού καλύτερα από όλους, βρίσκει στο πρόσωπο της Τζένιφερ Λόρενς την ιδανική ερμηνεύτρια, αποστομώνοντας όλους όσους είχαν ξαφνιαστεί αρχικά με την επιλογή της. Διατηρώντας την αγριάδα με την οποία τη γνωρίσαμε στην “Καρδιά του Χειμώνα”, αλλά παραμένοντας ταυτόχρονα προσιτή για τα μέινστρημ ακροατήρια, η Λόρενς γίνεται η Κάτνις και μας παρασύρει στην περιπέτειά της.

Δυστυχώς δεν μπορεί να ειπωθεί ακριβώς το ίδιο για όλους τους περιφερειακούς χαρακτήρες, που, μοιραία, περιορίζονται σε πιο σχηματικές παρουσιάσεις: ο στιλίστας Σίνα του Λένι Κράβιτζ, ο μέθυσος, πρώην νικητής των Αγώνων και νυν μέντορας της Κάτνις, Χέιμιτς (Γούντι Χάρελσον), ο αδίστακτος Υπεύθυνος των Αγώνων, Σένεκα, είναι χαρακτήρες που έχουν ενδιαφέρον αλλά όχι και τον απαραίτητο χρόνο για να αναπτυχθούν όσο θα έπρεπε. Ακριβώς όπως και τα πολλά θέματα που θίγονται στις δυόμιση ώρες που διαρκεί η ταινία: η κρατική καταστολή, η εξουσία του πλούτου, η ηδονοβλεψία της σύγχρονης ψυχαγωγίας. Είναι σε αυτές τις στιγμές που οι “Αγώνες” προδίδουν τη λογοτεχνική καταγωγή τους, αλλά φροντίζουν να αναπληρώσουν με περίσσια κινηματογραφικότητα.

Το ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στην Κάτνις, τον σύντροφό της στο κυνήγι, Γκέιλ (Λίαμ Χέμσγουερθ), και τον αντίπαλό της από την ίδια Περιοχή στους Αγώνες, Πίτα (Τζος Χάτσερσον), εξελίσσεται με όρους αριστοτεχνικά τηλεοπτικούς - ακριβώς όπως θα παρουσίαζαν οι παραγωγοί ενός ριάλιτι ένα ρομάντζο που οι ίδιοι θα είχαν δημιουργήσει με πλαστούς όρους. Και ο Γκάρι Ρος δεν αφήνει αυτή την ευκαιρία για αυτοαναφορικότητα να πάει χαμένη. “Τι συμβαίνει;”, ρωτάει κάποια στιγμή ο Πίτα την Κάτνις στην αρένα της (τεχνητής) άγριας φύσης καθώς τα φώτα χαμηλώνουν απότομα, για να του απαντήσει εκείνη: “Τίποτα, απλώς πλησιάζουμε στο μεγάλο φινάλε”. Βλέποντας τους χαρακτήρες να σχολιάζουν την ίδια τη σκηνοθεσία, δεν μπορούμε παρά να αναρριγήσουμε με χαρά - δεν πρόκειται για ένα βιβλίο επί της μεγάλης οθόνης, είναι μία εντελώς αυθύπαρκτη ταινία.

Φαίδρα Βόκαλη

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ