Η Οργή των Τιτάνων

02.03.2012
Μια δεκαετία μετά την επική νίκη του επί του τερατώδους Κράκεν, ο Περσέας – ο ημίθεος γιος του Δία – επιχειρεί να διάγει μια πιο ήσυχη ζωή ως ψαράς, έχοντας επιφορτιστεί με την ευθύνη να αναθρέψει ολομόναχος τον δεκάχρονο γιο του, Ήλιο. Στο μεταξύ η μάχη για την επικράτηση συνεχίζεται ανάμεσα σε Θεούς και Τιτάνες. Έχοντας χάσει την αφοσίωση των ανθρώπων, οι Θεοί έχουν αρχίσει να χάνουν τον έλεγχο επί των φυλακισμένων Τιτάνων και του θηριώδη αρχηγού τους, Κρόνου – πατέρα των Δία, Άδη και Ποσειδώνα – που αφότου τον ανέτρεψαν, τον έριξαν στην άβυσσο του Τάρταρου. Ο Περσέας όμως, δεν μπορεί να αδιαφορήσει όταν ο Άδης, μαζί με τον γιο του Δία, Άρη (Έντγκαρ Ραμίρεζ) συμμαχούν με τον Κρόνο, προκειμένου να φυλακίσουν τον Δία. Η δύναμη των Τιτάνων γίνεται ολοένα και ισχυρότερη, καθώς οι θεϊκές δυνάμεις του Δία συρρικνώνονται και επικρατεί χάος στη Γη.

Δύο ή τρεις ιδέες που επεκτείνουν ευπρόσδεκτα την μυθολογία, πιο αποτελεσματική η χρήση 3D απ' ό,τι στο πρώτο φιλμ αλλά η ταινία μοιάζει να φιλοξενεί μονάχα...παρεμπιπτόντως τους ήρωές της, δέσμιο της λογικής βιντεογκέιμ.

Η αναμενόμενη συνέχεια στην κερδοφόρα «Τιτανομαχία» του 2010 ξανά βρίσκει τον Περσέα, τον ημίθεο γιο του Δία, 10 χρόνια μετά την ηρωική του νίκη επί του τέρατος Κράκεν, να διάγει βίο ήσυχο ως ψαράς.

Oχι όμως για πολύ, καθώς μαθαίνει πως ο πατέρας του κρατείται αιχμάλωτος στον Κάτω Κόσμο, προδομένος από τον Αδη και τον Αρη, οι οποίοι έχουν συνάψει συμφωνία με τον Κρόνο να αποδυναμώσουν τον Δία για να ανακτήσουν οι Τιτάνες την ισχύ τους. Με τη βοήθεια της Ανδρομέδας, του Αργήνορου (ημίθεου γιου του Ποσειδώνα) και του Ηφαίστου, ο Περσέας θα προσπαθήσει να διεισδύσει στα Τάρταρα για να «καθαρίσει».

Οργιάζει η φαντασία των χολιγουντιανών σεναριογράφων, καθώς προσπαθούν να «επεκτείνουν» την ελληνική μυθολογία για να θρέψουν την κινηματογραφική.

Και οργιάζει με την καλή έννοια σε ό,τι αφορά κάποιες ιδέες και ευρήματα στη δράση - ειδικά στο κομμάτι με την κάθοδο στα Τάρταρα.

Μονάχα, οι ιδέες, ωστόσο, δεν αρκούν για το στήσιμο μιας ταινίας με τη στοιχειώδη, έστω, στιβαρότητα. Για μια ακόμη φορά, θεοί και ημίθεοι είναι έρμαια ενός σεναρίου που παρακάμπτει βιαστικά τα πάθη τους για να προχωρήσει στο επόμενο θεαματικό «set piece» και, ομοίως, μιας σκηνοθεσίας που τους αντιμετωπίζει ως φιγούρες σ' ένα βιντεοπαιχνίδι με πολλαπλές πίστες προόδου.

Ρόμπυ Εκσιέλ