Η Μηχανή της Χαράς

30.06.2012
Χαριτωμένη κομεντί ηθογραφίας με (σχεδόν) σουρεαλιστικό θέμα, αύρα κλασικής ταινίας εποχής και μπριόζικες ερμηνείες. Λείπει η τόλμη τόσο στο σενάριο όσο και στη σκηνοθεσία που θα εξάλειφε κλισέ και θα ανεδείκνυε το ρομάντζο.

Στη βικτοριανή Αγγλία του 1880, όπου μας ταξιδεύει η «Μηχανή της χαράς», ο νεαρός γιατρός Μόρτιμερ Γκράνβιλ καταλήγει στο ιατρείο του ψυχιάτρου δόκτορα Νταλρίμπλ, ειδικού σε θέματα γυναικείας «υστερίας». Ο βετεράνος γιατρός έχει επινοήσει το μασάζ στα γυναικεία γεννητικά όργανα για τη θεραπεία των συμπτωμάτων του κλάματος, της νυμφομανίας, της ψυχρότητας και της μελαγχολίας.

Ουρές οι γυναίκες έξω από το ιατρείο του περιμένουν με λαχτάρα το «θεραπευτικό αντίδοτο», το οποίο θα αναλάβει πλέον ο Γκράνβιλ. Κι ενώ το χέρι του νεαρού γιατρού παθαίνει κράμπα από το πολύ? μασάζ, η μικρή και εκλεπτυσμένη κόρη του ψυχιάτρου Εμιλι τραβάει την προσοχή του ενώ η μεγαλύτερη, η θυελλώδης Σάρλοτ, φαίνεται να τον αναστατώνει.

Στην πορεία, η μαγική εφεύρεση του ηλεκτρισμού και η ευγενική οικονομική χορηγία ενός πλούσιου φίλου, θα δώσουν τη δυνατότητα, όπως και όλα τα παραπάνω, για να ανακαλύψει ο Γκράνβιλ, το πρώτο μηχάνημα σεξουαλικής αυτοϊκανοποίησης, με άλλα λόγια τον δονητή.

Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα καθώς η εφεύρεση του Γκράνβιλ είναι γεγονός, η ηθογραφική κομεντί της Τάνια Γουέξλερ παίζει σχεδόν αποτελεσματικά με την ιδέα της σεξουαλικότητας στο σεμνότυφο, απόλυτα καθωσπρέπει περιβάλλον της βικτοριανής περιόδου, κυρίως γιατί επωφελείται της αμφισημίας του βρετανικού ιδιώματος στις επίμαχες σκηνές. Οι πρωταγωνιστές χειρίζονται έμπειρα το χιούμορ στους διαλόγους αλλά και τα γκαγκ, ενώ η Μάγκι Τζίλενχαλ (Σάρλοτ) με το ελαφρώς εκκεντρικό της ταμπεραμέντο θυμίζει κάτι από τον καλύτερό της ρόλο ως σήμερα, τη «Γραμματέα».

Αν είχε και λίγη παραπάνω χημεία με τον Χιου Ντάνσι (Γκράνβιλ), όλα θα ήταν πιο σπιρτόζικα. Κρατώντας τους τυπικούς κανόνες μιας αγγλικής ρομαντικής κομεντί εποχής για να ισορροπήσει με το γαργαλιστικό θέμα και θέαμα, η ιστορία μία χάνει και μία βρίσκει το κέντρο βάρους της, κυρίως γιατί η σκηνοθετική της προσέγγιση είναι κατά βάση άτολμη.