Cosmopolis

25.09.2012
Προορισμένος να συζητηθεί και να διχάσει, όχι όμως και να περάσει απαρατήτητος, ο καινούργιος Κρόνενμπεργκ διασκευάζει το λαλίστατο ομότιτλο βιβλίο του Ντον Ντε Λίλο σε μια κινηματογραφική εμπειρία με την ικανότητα να αποξενώνει και να ιντριγκάρει εξίσου.

Στην διάρκεια ενός έκρυθμου 24ώρου για την πόλη της Νέας Υόρκης, ανάμεσα σε μια επικείμενη επίσκεψη του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, την κηδεία ενός αστέρα της χιπ χοπ μουσικής, βίαιες αντι-καπιταλιστικές διαδηλώσεις στους δρόμους και μια κλιμακούμενη χρηματιστηριακή αστάθεια που δημιουργεί φόβους για το χειρότερο, ένας νεαρός πολυεκατομμυριούχος μπαίνει απτόητος στην υπερπολυτελή λιμουζίνα του. Ζητά από τον σοφέρ του να διασχίσει λεωφόρους που καίγονται, να αψηφήσει τα μποτιλιαρίσματα και να τον οδηγήσει στον αγαπημένο του κουρέα, για την καθιερωμένη του επίσκεψη.

Η συμβολική και αρκετά σουρεαλιστική αυτή διαδρομή από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη και από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρις ότου πέσει η νύχτα συμπίπτει με την χρονική στιγμή κατά την οποία ένας πλήρως αλαζονικός ήρωας (με τα χαρακτηριστικά ενός ταιριαστού στον ρόλο Ρόμπερτ Πάτινσον) θα αποφασίσει να εγκαταλείψει την ασφάλεια που του παρέχει το κινούμενο φρούριό του προκειμένου να αναπνεύσει για λίγο τον αέρα του πραγματικού κόσμου και πιθανόν να εκπληρώσει μια ανεκδήλωτη επιθυμία θανάτου.

Ο Ντον Ντε Λίλο αποτύπωσε τη μετεωρική αυτή διαδρομή έντεκα χρόνια πριν, στις σελίδες του (αδύναμου συγκριτικά με προηγούμενες δουλειές του) βιβλίου «Κοσμόπολις», επιχειρώντας ταυτόχρονα ένα σχόλιο για έναν σύγχρονο δυτικό πολιτισμό ο οποίος βρίσκεται διαρκώς στο χείλος της καταστροφής.

Κάποια στιγμή που το μυθιστόρημα έπεσε στα χέρια του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ο σκηνοθέτης εντυπωσιάστηκε όχι τόσο με την σκοτεινή πολιτικο-κοινωνική σάτιρα που το διακατείχε αλλά από τον καταλυτικό ρόλο που έπαιζε μέσα του η χρήση του λόγου, με αποτέλεσμα να μεταφέρει λέξη προς λέξη στην οθόνη σχεδόν όλα τα διαλογικά μέρη του βιβλίου.

Στο λαλίστατο φιλμικό «Cosmopolis» οι ήρωες αναλώνονται σε σύντομες και ρομποτικές συναναστροφές, μιλούν ακατάπαυστα δίχως να επικοινωνούν ποτέ πραγματικά μεταξύ τους, γεμίζουν τον αέρα με αόριστες φράσεις και σκόρπιες ιδέες και αναρωτιούνται για τα πάντα χωρίς να μπορούν να προσφέρουν απάντηση και λύση σε τίποτα.

Βγαλμένο από ένα κοφτερά ψυχρό κινηματογραφικό σύμπαν, όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που γέννησε το «Crash» ή παλιότερα το «Videodrome», το καινούργιο φιλμ του Κρόνενμπεργκ συστήνεται ως μια απόμακρη και μάλλον δύστροπη εμπειρία γεμάτη χαρακτήρες που φαντάζουν με ανθρώπινες ρέπλικες, μια υπνωτική στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγηση και ένα σκηνοθετικό βλέμμα που μοιάζει να αντικρίζει το μοντέρνο κόσμο σαν να αποτελεί κομμάτι κάποιας μελλοντικής δυστοπίας.

Πλήρως αποστασιοποιημένο συναισθηματικά, φορτωμένο μια ανελέητη πρόζα που δεν αποκλείεται να ξενίσει πολλούς θεατές και αποσπασματικό ενάντια σε κάθε υποψία συμπαγούς δράσης, το «Cosmopolis» δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να αποξενώσει ένα λιγότερο δεκτικό κοινό.

Οποιος θελήσει να συγχρονιστεί στη μινιμαλιστική συχνότητά του, εντούτοις, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα παράξενο και αλλόκοτα χιουμοριστικό ταξίδι σε μια μουδιασμένη και πλήρως αλλοτριωμένη πραγματικότητα όπου το χρήμα, το σεξ, η ανάγκη για επαφή και ο θάνατος έχουν προ πολλού χάσει την δυνατότητά τους να προκαλέσουν τον οποιονδήποτε αντίκτυπο.