Παπαδόπουλος & ΣΙΑ

13.12.2012
Καλοπροαίρετη και συμπαθής ιστορία που όμως κολυμπάει στα στερεότυπα για όλους ανεξαιρέτως τους χαρακτήρες, Έλληνες και μη, και κυλά αναμενόμενα από την αρχή ως το τέλος, με λίγες πετυχημένες κωμικές στιγμές και άφθονο συναισθηματισμό. Μοναδική όαση οι δύο κεντρικές ερμηνείες.

Μπορεί να είναι δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς για κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα και ιδιαίτερα την οικονομική κρίση σε αφηγηματικές ταινίες και να αποφύγει τα κηρύγματα, να θίξει τόσο πολύπλοκα προβλήματα χωρίς να γίνει προφανής ή συγκαταβατικός, αλλά φαίνεται σχεδόν αδύνατο να το κάνει μέσα από κωμωδία χωρίς αυτή να είναι μαύρη όσο το χάλι που μας περιβάλλει. Όταν επιλέγεις να θίξεις μέσα από μια μετριοπαθή και φιλγκούντ κωμωδία χαρακτήρων σαν το «Παπαδόπουλος και Σία», δεν μπορείς παρά να αυτοπεριοριστείς σε προφανή δηκτικά σχόλια για το 'κακό' σύστημα και συναισθηματικές απεικονίσεις των 'καλών' απλών ανθρώπρων (λες και το σύστημα δεν αποτελείται από ανθρώπους), να αυτοπεριοριστείς τελικά στη μετριότητα.

Όχι ότι σε γενικές γραμμές η ταινία έχει να παρουσιάσει ιδιαίτερες πρωτοτυπίες στους υπόλοιπους τομείς. Στην ιστορία του απόμακρου Αγγλοκύπριου επιχειρηματία που χάνει τα πάντα στην τραπεζική κρίση και πρέπει να ξεκινήσει από το μηδέν και συγκεκριμένα το εστιατόριο fish n' chips με τον για χρόνια χαμένο αδελφό του, όλα τα κουρασμένα στερεότυπα που μπορεί να φανταστεί από μια κωμωδία που μπλέκει Έλληνες χαρακτήρες στο εξωτερικό με κοινωνικό σχόλιο είναι εδώ: ο αυθεντικός Έλληνας είναι ανεύθυνος, καταφερτζής αλλά ξέρει να χαίρεται τη ζωή (κάτι που δείχνει χορεύοντας αυθόρμητα συρτάκι), ο αφομοιωμένος στην ξένη γη αδελφός είναι αλλοτριωμένος, παγωμένος και τελικά δυστυχής έχοντας ξεχάσει ποιο είναι το νόημα της ζωής (το θυμάται χορεύοντας συρτάκι), οι μεγαλο-τραπεζίτες μόνο διχαλωτή γλώσσα και ουρά δεν έχουν (τόσο σατανικοί είναι) και - φυσικά - το μπουζούκι συνοδεύει μερικές από τις πιο κεντρικές κωμικές σκηνές, έτσι για να μην ξεχάσει κανείς ότι πρόκειται για ένα μάτσο τρελο-Έλληνες.

Σε μια καλογυρισμένη ιστορία που κινείται συμπαθητικά αλλά φοβερά αναμενόμενα από την αρχή ως το τέλος της, με καλοπροαίρετα αλλά μάλλον αφελή διδάγματα, η αναπάντεχη όαση είναι οι ερμηνείες, κυρίως αυτές των δύο κεντρικών ηθοποιών. Ο Γιώργος Χωραφάς, που έχει τον πιο στερεοτυπικό λέγε-με-Αλέξη-Ζορμπά ρόλο της ταινίας, ευτυχώς αντιστέκεται στις πολλές ευκολίες με ένα, αν όχι φρέσκο, τουλάχιστον συμπαθητικό τρόπο αλλά η πραγματική τύχη είναι η αποτελεσματική χημεία του με τον πρωταγωνιστή Στίβεν Ντιλέιν - όταν αυτοί οι δύο μοιράζονται την οθόνη, η ταινία είναι στα καλύτερά της. Ο Ντιλέιν, ένας από τους πιο παραγνωρισμένους σύγχρονους ηθοποιούς της Βρετανίας, είναι για ακόμη μία φορά υπέροχος: βρίσκει βάθος σε έναν ρόλο που εύκολα θα μπορούσε να γίνει αντιπαθής και βρίσκει τρόπο να τον κάνει να προχωρήσει χωρίς διάθεση επίδειξης - μια μετρημένη, συγκινητική παρουσία σε μια θάλασσα υπερβολής.