Star Trek Into Darkness

12.02.2013
Δεν πρωτοτυπεί όσο θα θέλαμε, ούτε τολμά φρέσκες ιδέες, όπως έκανε η πρώτη ταινία το 2009, το απολαυστικό «Star Trek Into Darkness», όμως, συνεχίζει να μας χορταίνει θέαμα, δράση και σασπένς στο διάστημα, φροντίζοντας ταυτόχρονα να αφήνει χώρο στους χαρακτήρες του να αναπνεύσουν.

Μέσα στον ωκεανό σίκουελ, πρίκουελ, χιλιοστών κινηματογραφικών μεταφορών των ίδιων ιστοριών και κουρασμένων αντιγραφών τους, η επανεκκίνηση του φραντσάιζ του Star Trek με την ομώνυμη ταινία το 2009 ήταν μια πραγματική αναζωογονητική ανάσα φρέσκου κινηματογραφικού αέρα εκείνο το καλοκαίρι.

Διασκεδαστική και καλοφτιαγμένη, με αληθινό σεβασμό στην πλούσια μυθολογία της σειράς αλλά και έναν μεταδοτικό ενθουσιασμό για τις δυνατότητές της από εδώ και πέρα, ήταν η μόνη ταινία του είδους της που, με μια πανέξυπνη πινελιά στην ιστορία, αναγνώριζε το στάτους της ως reboot και κέρδισε άξια το δικαίωμα να χαράξει το δικό της δρόμο, ως «παράλληλο σύμπαν» του κόσμου, τον οποίο ο Κερκ και ο Σποκ κατοικούσαν για τόσες ταινίες και επεισόδια της θρυλικής σειράς.

Και, αν κάτι φταίει που το σίκουελ αφήνει πίσω του μια ελαφριά γεύση απογοήτευσης, είναι ακριβώς η διαπίστωση ότι η τόλμη της πρώτης ταινίας για διαφοροποίηση απουσιάζει, δίνοντας τη θέση της στο αναμάσημα μιας από τις σημαντικότερες ιστορίες στην ιστορία του Star Trek - πετυχημένο αναμάσημα, και διασκεδαστικότατο, αλλά αναμάσημα σε κάθε περίπτωση.

Η ιστορία (πιο σκοτεινή, όπως εννοεί ο τίτλος και υπαγορεύει το κλισέ περί σίκουελ) περιστρέφεται γύρω από τον αινιγματικό Τζον Χάρισον, έναν ιδιοφυή και τρομακτικά αποτελεσματικό τρομοκράτη, ο οποίος μοιάζει ασταμάτητος στην προσπάθειά του να καταστρέψει την ειρήνη στην Ομοσπονδία. Η επίθεσή του έρχεται σε μια στιγμή κρίσης για τον Κερκ και τον Σποκ, οι οποίοι έχουν χάσει τη διοίκηση του διαστημοπλοίου Enterprise εξαιτίας μιας ακόμη χαλαρής αντιμετώπισης των κανόνων εκ μέρους του Κερκ...

Η απόφαση των συντελεστών να καθρεφτίσουν την πλοκή, τον κακό αλλά και κάποιες εμβληματικές στιγμές από την καλύτερη ταινία της πρώτης σειράς ταινιών, «Star Trek II: Wrath of Khan», δείχνει μια ανησυχητική τάση ικανοποίησης των φανατικών θαυμαστών, και όχι μια ανάγκη για πραγματικά νέες ιστορίες και ανεξερεύνητα μέρη, όπως η πρώτη ταινία άφηνε να εννοηθεί.

Όχι βέβαια ότι, πέρα από αυτή τη μικρή αλλά ουσιαστική αντίρρηση της επανάληψης, η ταινία δεν είναι μια απολαυστική εμπειρία και ένα ιδανικό παράδειγμα του εμπορικού σινεμά δράσης. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, που μας βουτάει χωρίς εισαγωγές και επεξηγήσεις στη μέση μιας ξέφρενης σκηνής καταδίωξης, ως και την συναισθηματικά φορτισμένη τελευταία μισή ώρα, ο Τζ.Τζ. Έιμπραμς για άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι ξέρει αρκετά καλά τον συγκεκριμένο κόσμο - και τους κανόνες της εξιστόρησης μιας τέτοιας ταινίας - ώστε να μπορεί να χειριστεί με μαεστρία τη δράση και την αφήγηση γύρω της, αλλά και τις δραματουργικές δυνατότητες που του δίνονται.

Ευκολίες υπάρχουν (και η εμμονή του σεναρίου με το σασπένς που φέρνει φυσικά η αντίστροφη μέτρηση προς μια έκρηξη ή καταστροφή ή σωτηρία ή οτιδήποτε (και είναι πολλά), είναι σίγουρα η πιο προφανής και κουραστική) όπως και μια γενικότερη υπερβολή σε μίνι-κρεσέντο και ένα αμήχανα βιαστικό κλείσιμο στην ιστορία. Είναι όμως μια χορταστική διαδρομή στο διάστημα, μια ιδανικά εκτελεσμένη μεγάλη παραγωγή που όμως δείχνει πραγματική αγάπη και ενδιαφέρον - σπάνιο αυτό - για τους ζουμερούς χαρακτήρες που την κατοικούν.

Γιατί όλες οι εκρήξεις, οι μονομαχίες και οι συγκρούσεις στο διάστημα δεν θα είχαν νόημα χωρίς το αγαπημένο πια σύνολο χαρακτήρων, που ζωντανεύουν ιδανικά οι εύστοχα επιλεγμένοι ηθοποιοί τους. Aπό αυτούς πηγάζει το απαραίτητο χιούμορ (και το πόσο οργανικά δένει με την ιστορία έχει να κάνει αποκλειστικά με τις δικές τους ερμηνείες), από αυτούς και η συναισθηματική μας επένδυση στις εξελίξεις, ανεξαρτήτως από το πόσος χρόνος τούς δίνεται για να πρωταγωνιστήσουν.

Αν και τα τρέιλερ μας προετοίμαζαν για το ενδεχόμενο ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς να κλέψει την παράσταση, τελικά ο Τζον Χάρισον δεν είναι ένας άλλος Τζόκερ. Είναι αξιοπρεπής και πειστικός (χρωστώντας πολλά στην εκπληκτική, πλούσια φωνή του) αλλά όχι και ένα πραγματικά ξεχωριστό ερμηνευτικό δημιούργημα.

Και αυτό φυσικά δεν είναι αρκετό για καταφέρει να επισκιάσει τους πραγματικούς σταρ, τυπικά αλλά και ουσιαστικά: ο Ζάκαρι Κουίντο και ο Κρις Πάιν είναι τόσο αρμονικά δεμένοι με τους ρόλους τους, τόσο ιδανικά συνδυασμένοι μεταξύ τους, που τίποτα δεν μπορεί να πάει πραγματικά στραβά για το φραντσάιζ, αν παραμείνει πιστό στην εξερεύνηση αυτών των δύο χαρακτήρων. Η δική τους φιλία είναι η καρδιά της σειράς και χτυπά αρκετά δυνατά για να δώσει ζωή σε όποια ιστορία της.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ