Stoker

12.02.2013
Ένα χορταστικό μίγμα ταινίας τρόμου, οικογενειακού δράματος και ταινίας ενηλικίωσης απογειώνεται από το μάθημα κινηματογραφικού στιλ που παραδίδει ο Παρκ Τσαν-Γουκ («Oldboy») στο αγγλόφωνο ντεμπούτο του.

Δεν έχουν επιβιώσει πολλοί μη Αμερικανοί ή ανεξάρτητοι σκηνοθέτες από την πολυπόθητη μετάβαση τους στο καλλιτεχνοφάγο σύστημα του Χόλιγουντ, ή τουλάχιστον όχι με την επαγγελματική τους αξιοπρέπεια και το ταλέντο τους άθικτα. Το πιο ευχάριστο που προκύπτει από το «Stoker», την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Παρκ Τσαν Γουκ («Oldboy», «Sympathy for Lady Vengeance») είναι ότι σχεδόν τίποτα από όσα αγαπάτε (ή τέλος πάντων αναγνωρίζετε) στη δουλειά του δεν αλλοιώθηκε από την επαφή του με την αμερικανική βιομηχανία. Η ματιά του εξακολουθεί να ξεχειλίζει νοσηρότητα: οι χαρακτήρες του είναι αλλόκοτοι αλλά καθ' όλα συναρπαστικοί, η σεξουαλική επιθυμία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ό,τι πιο σκοτεινό κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, καθημερινά αθώα αντικείμενα μετατρέπονται σε θανάσιμα όπλα, και η ενηλικίωση μιας κοπέλας μυρίζει θάνατο και διαστροφή.

Η εκδίκηση, το τόσο αγαπημένο θέμα των καλύτερων ταινιών του Τσαν-Γουκ στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του, είναι παρούσα αλλά όχι και το επίκεντρο της ιστορίας. Αυτό είναι αντίθετα η μάχη ανάμεσα στα έμφυτα ένστικτα και τις επίκτητες συνήθειες, και η πανίσχυρη επιρροή της φύσης μας πάνω στη μοίρα μας - «όπως ένα λουλούδι δεν επιλέγει το χρώμα του, έτσι κι εμείς δεν επιλέγουμε αυτό που είμαστε,» σύμφωνα με την ίδια την κεντρική ηρωίδα - κάνοντας την ταινία να πλησιάζει περισσότερο στο βαμπιρικό «Thirst» του Τσαν-Γουκ, παρά στη πασίγνωστη Τριλογία της Εκδίκησής του.

Η ιστορία ξεκινά στα δέκατα όγδοα γενέθλιά της λιγομίλητης και απόμακρης Ίντια (Μία Βασικόφσκα), όταν εκείνη χάνει τον πολυαγαπημένο της πατέρα σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Στην κηδεία του κάνει την εμφάνισή του ένας μυστηριώδης θείος (Μάθιου Γκουντ), την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Ο θείος Τσάρλι γοητεύει την μητέρα της (Νικόλ Κίντμαν) και κάνει επίμονες προσπάθειες να βρεθεί κοντά στην Ίντια, προσπάθειες τις οποίες η ίδια απορρίπτει ωσότου αρχίζει να υποπτεύεται ότι πίσω από την χαρισματική του όψη κρύβονται πολύ σκοτεινά μυστικά. Και αυτό δεν την απωθεί όσο θα περίμενε κανείς.

Οι συγκρίσεις με τον Χίτσκοκ και το «Shadow of a Doubt», με το οποίο μοιράζεται κάποιους άξονες αφήγησης, είναι αναμενόμενες αλλά εύστοχες, παρόλο που το «Stoker» τραβά στα άκρα ό,τι ο Χίτσκοκ κυρίως υπονόησε στη δική του ιστορία. Το σενάριο (με την υπογραφή του Γουέντγουορθ Μίλερ) είναι μετρημένο, με σαφέστατη αίσθηση κατεύθυνσης και ρυθμού, και θέτει αριστοτεχνικά το έδαφος για τα σοκαριστικά ξεσπάσματα. Δεν αντέχει την προσεκτική ανάλυση βέβαια - οι τρύπες στη λογική του πολλαπλασιάζονται από τη στιγμή που ξεκινούν οι ραγδαίες εξελίξεις κοντά στο φινάλε - αλλά είναι αρκετά ζουμερό για να δώσει την αφορμή στο ταλέντο του Τσαν-Γουκ να μεγαλουργήσει.

Γιατί το «Stoker» είναι πάνω από όλα (σχεδόν υπερβολικά) ένα μάθημα μακάβριου κινηματογραφικού στιλ. Οι εντυπωσιακά επεξεργασμένες και στιλιζαρισμένες μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια εικόνες απογειώνονται από μια ηχητική μπάντα που ανταγωνίζεται το «Berberian Sound Studio» σε ευρηματικότητα και την ανατριχιαστική αποτελεσματικότητα στην δημιουργία ενός, χορταστικού για τις αισθήσεις, κόσμου.

Ο σκηνοθετικός έλεγχος πάνω στο σταδιακό χτίσιμο και τη συντήρηση της μακάβριας ατμόσφαιρας και του ρυθμού της ταινίας είναι εντυπωσιακός (ακόμη περισσότερο αν λάβουμε υπόψη ότι δε μιλά αγγλικά και έδινε τις οδηγίες μέσω διερμηνέα!). Κάνει συναρπαστικές ακόμη και όλες εκείνες τις στιγμές που κάπως το παρακάνουν με τους βαρύγδουπους συμβολισμούς (το μεθοδικό σπάσιμο των αυγών στα χέρια της Ίντια, μία ζώνη που γλιστρά σα φίδι, η αλλαγή των κοριτσίστικων παπουτσιών με τις πιο θηλυκές γόβες) και στα χέρια ενός λιγότερου ικανού σκηνοθέτη θα πρόδιδαν έλλειψη έμπνευσης.

Είναι ακόμη μία εξαιρετική στιγμή και για τη Νικόλ Κίντμαν, η οποία δείχνει να επιστρέφει για τα καλά την καριέρα της εκεί που της ταιριάζει (και το πρόσωπό της σε πιο φυσιολογική όψη), και στέκεται επάξια δίπλα στην πραγματική μεγάλη ερμηνεία της ταινίας, αυτή της Μία Βασικόφσκα. Η Αυστραλή ηθοποιός, ήδη μία από τις καλύτερες νέες ηθοποιούς των τελευταίων χρόνων, εδώ κουβαλά με άνεση και μαεστρία την ταινία στους ώμους της, βρίσκοντας βάθη σε ένα ρόλο που, στα χέρια μιας κατώτερης ηθοποιού, θα μπορούσε να καταλήξει μονότονος και κενός - είναι δύσκολο να συμπαθήσεις την Ίντια αλλά ακόμη πιο δύσκολο να σταματήσεις να κοιτάς μέσα στην ολόμαυρη ψυχή της.