Στο Τέλος του Δρόμου

09.03.2013
Ενδιαφέρουσα, με κάποιες δυνατές στιγμές, αλλά τελικά απογοητευτική απόπειρα για μια πιο φιλόδοξη αφήγηση, η δεύτερη ταινία του Ντέρεκ Σιανφράς («Blue Valentine») επιβεβαιώνει το μεγάλο σκηνοθετικό του ταλέντο αλλά και τις αδυναμίες του ως σεναριογράφου.

Πριν τρία χρόνια το «Blue Valentine» ανήγγειλε την άφιξη του αξιοσημείωτου ταλέντου του Ντέρεκ Σιανφρανς και την έναρξη της, όπως όλα δείχνουν, σημαντικής επαγγελματικής του σχέσης με τον Ράιαν Γκόσλινγκ. H αναπάντεχη ωριμότητά του στο χειρισμό της ιστορίας του οδήγησε σε μια λιτή αλλά επώδυνα αυθεντική καταγραφή της σταδιακής αποσύνθεσης μιας ερωτικής σχέσης, που αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε ευκολία ή σύμβαση για να μείνει αφοπλιστικά αληθινή, σαν τους ηθοποιούς της.

Η αξιέπαινη αντίστασή του σε οτιδήποτε περιττό, πιο πολύπλοκο ή καλλωπιστικό υπηρέτησε εξαιρετικά την ιστορία εκείνη, την τόσο απλή και καθημερινή. Στην δεύτερη ταινία του, όμως, όπου ο Σιανφράνς μεγαλώνει αισθητά τον καμβά του, επιχειρώντας να αγγίξει ορισμένα θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα μέσα από ένα τρίπτυχο συσχετιζόμενων ιστοριών, αυτό καταλήγει να είναι και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του.

Κατά τη διάρκεια μιας ακόμη περιοδείας, ένας κασκαντέρ μοτοσικλετιστής (Γκόσλινγκ) σταματά και πάλι σε μια μικρή πόλη μετά από πολλούς μήνες και ανακαλύπτει ότι μια από τις περιστασιακές κοπέλες του μεγαλώνει το γιο του. Αποφασισμένος να του σταθεί ως πατέρας, παραιτείται από τη δουλειά του και εγκαθίσταται εκεί, ψάχνοντας δουλειά. Όταν καταλάβει ότι δεν θα μπορέσει να βρει κάτι που να του επιτρέψει να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, στρέφεται στη ληστεία τραπεζών. Η απόφασή του αυτή θα τον φέρει σε τροχιά σύγκρουσης με έναν αστυνομικό (Μπράντλεϊ Κούπερ), επίσης νέο πατέρα και καινούριο στο σώμα. Ο απόηχος της συνάντησής τους θα αλλάξει δραματικά όχι μόνο τις ζωές τους αλλά και εκείνες των γιων τους, τους οποίους και επισκεπτόμαστε δεκαπέντε χρόνια αργότερα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σιανφράνς είναι ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης. Η ικανότητά του να συλλαμβάνει την αλήθεια, είτε αυτή αφορά οπτικές στιγμές είτε αυτή αφορά τις ερμηνείες των ηθοποιών του, συνεχίζει να διαποτίζει τις ιστορίες του, και το «Στο Τέλος του Δρόμου», ιδιαίτερα η γεμάτη ένταση πρώτη ώρα του, επωφελείται σε μεγάλο βαθμό από το χάρισμά του να δίνει ουσία στις (φαινομενικά τουλάχιστον) μικρότερες, πιο καθημερινές στιγμές και ολοένα κλιμακούμενη ένταση στην αφήγηση, με την ουσιαστική συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας, Σον Μπόμπιτ («Shame», «Hunger»).

Η ικανότητά του, από την άλλη, να αναπτύξει ουσιαστικά και να εμβαθύνει τις ιστορίες του μένει ακόμη να αποδειχθεί. Το «Blue Valentine» έκανε την επιλογή να πει μια εντελώς απέριττη, καθημερινή και αναγνωρίσιμη ιστορία, κι έτσι απέφευγε σε μεγάλο βαθμό την ανάλογη κριτική. Το «Στο Τέλος του Δρόμου», όμως, επιχειρεί κάτι το πολύ πιο φιλόδοξο - ένα σχόλιο πάνω στην αναπόφευκτη κυκλικότητα της μοίρας, μια μελέτη πάνω στην αμαρτία και την ενοχή, έναν μύθο για πατέρες και γιους και τον ορισμό του ανδρισμού, συν μια κάποια χροιά ταξικού σχολιασμού και καταγγελίας - και τελικά απογοητεύει.

Ισορροπώντας ανάμεσα σε πολλές και διάφορες κατευθύνσεις, ο Σιανφράνς, μαζί με τους δύο άλλους σεναριογράφους, χάνει το δρόμο του στο τρίτο και σαφώς κατώτερο κομμάτι της ιστορίας, αδυνατώντας να προσδώσει βάθος στους αδύναμους αφηγηματικούς άξονές του που κορυφώνονται με τρόπο προβλέψιμο, τίποτα περισσότερο από την απλοϊκή διαπίστωση ότι οι αμαρτίες γονέων καθορίζουν αυτές των παιδιών.

Και πάλι, λοιπόν, είναι οι μικρές στιγμές που τον σώζουν, όταν ακριβώς δεν προσπαθεί να σπρώξει την ιστορία του με αφηγηματικά τεχνάσματα που ταιριάζουν σε κατώτερες ταινίες, και αφήνεται στην χωρίς βιάση αποτύπωση των ηρώων του και της πόλης τους, που καταλήγει να τους παγιδεύει, σαν μία άλλη απόδειξη των συμβιβασμών τους.

Αποδεικνύει επίσης ότι ξέρει να αποσπά τις ερμηνείες που χρειάζεται (ακόμη και από ηθοποιούς που δεν έχουν στο παρελθόν πειραματιστεί ιδιαίτερα με τις επιλογές τους) - ιδιαίτερα οι δύο πρωταγωνιστές του, Γκόσλινγκ και Κούπερ, πολύ διαφορετικοί ως ηθοποιοί, φτιάχνουν ένα ασυνήθιστο αλλά αποτελεσματικό μέσα από την αντιπαραβολή δίδυμο. Από τη μια, ο Γκόσλινγκ ξεχειλίζει φυσικό χάρισμα στο ρόλο του αντι-ήρωα που επιχειρεί να εξελιχθεί σε πατέρα με μια σχεδόν αφελή αφοσίωση, αλλά δεν μπορεί να καταπνίξει κάποιες πιο απειλητικές τάσεις (ναι, κάπως σαν το «Drive») με τρομακτική αποτελεσματικότητα. Δίπλα του στέκεται επάξια ο Κούπερ στον πιο απαιτητικό από τους δύο ρόλους, η πορεία του οποίου θα μπορούσε να συνοψίσει και ολόκληρη την ταινία: καλών προθέσεων αρχικά, φιλόδοξη και ορμητική, αλλά τελικά εγκλωβισμένη στις συμβάσεις που εκείνη ενθάρρυνε.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ