Οι Γυναίκες του Λεωφορείου 678

06.04.2013
Σ' ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο γεμάτο πάθος αλλά και αδυναμίες, ο Μοχάμεντ Ντιάμπ μας αφηγείται τη βασισμένη σε αληθινά γεγονότα ιστορία τριών Αιγύπτιων γυναικών, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, οι οποίες αναζητούν - κόντρα σε βαθιά ριζωμένα στερεότυπα και νόμους - τρόπους αντίδρασης και προστασίας απέναντι σε μία μάστιγα που απειλεί καθημερινά εκατομμύρια συμπολίτισσές τους.

Δύο από τα πλέον δοκιμασμένα όπλα που επιστρατεύει συχνά το σινεμά απέναντι στον θεατή είναι το «βασισμένο σε αληθινά γεγονότα» θέμα και την «επίκληση στο συναίσθημα». Πρόκειται για δύο συνθήκες που με την κατάλληλη διαχείριση – ενίοτε προσχηματική – είναι ικανές να δέσουν χειροπόδαρα το κοινό, κερδίζοντάς το σχεδόν άκοπα, ανεξαρτήτως της προσοχής που έχει δοθεί προηγουμένως στην αφηγηματική δομή ή στο αισθητικό μέρος της εκάστοτε ταινίας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν είναι πάντα παράλογο, αχρείαστο ή εκ του πονηρού, κάθε άλλο. Άλλωστε, είναι η ίδια η αποκρουστική όψη των γεγονότων που καταλήγει πολλές φορές να μας ξεπερνά, τόσο στην ζωή όσο και στο σινεμά.

«Οι Γυναίκες Του Λεωφορείου» του Αιγύπτιου Μοχάμεντ Ντιάμπ παρουσιάζουν μία τέτοιου είδους απάνθρωπη και εξοργιστική για τον κοινό νου πραγματικότητα, η οποία αυτονόητα πυροδοτεί τη σκέψη και το συναίσθημα του θεατή. Βασισμένο σε πραγματικές ιστορίες από τη σύγχρονη Αίγυπτο, όπου το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης παραμένει γενικευμένο και εν πολλοίς ατιμώρητο, το φιλμ αφηγείται το δράμα τριών γυναικών που πασχίζουν να ορθώσουν ανάστημα απέναντι σε μία φαλλοκρατική κοινωνία, εντός της οποίας η κλοπή θεωρείται ασύγκριτα μεγαλύτερο αδίκημα από την κακοποίηση και τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων στιγματίζονται με ενοχή. Μία σκληρά εργαζόμενη μητέρα (Μπόσρα), μία εύπορη κοσμηματοποιός (Νέλι Καρίμ) και μία νεαρή stand-up κωμικός (Ναχέντ Ελ Σεμπάι) επιζητούν δικαιοσύνη φτάνοντας ως και την αυτοδικία, η οποία στοχεύει σε ένα προφανές όσο και ιδιαιτέρως συμβολικό σημείο.

Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του που άφησε θετικές εντυπώσεις σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (π.χ. Ρότερνταμ, Σικάγο), ο Ντιάμπ συνδυάζει τρεις διαφορετικές ιστορίες εκκινώντας από την λογική της σπονδυλωτής αφήγησης. Η συνέχεια τον βρίσκει να επιστρατεύει ένα μείγμα κοινωνικού δράματος και αστυνομικής περιπέτειας, ενώ το φολκλόρ στοιχείο, συνεπικουρούμενο κι από την ανάλογη μουσική επένδυση εγχόρδων, φέρνει την ταινία να φλερτάρει συχνά-πυκνά με το μελόδραμα. Παράλληλα, τα διάφορα twists της πλοκής αποδεικνύονται τις περισσότερες φορές χρήσιμα αλλά όχι επαρκώς προσεγμένα, την ίδια στιγμή που το όλο οικοδόμημα καταλήγει να έχει απλωθεί σε διάφορες υποϊστορίες, οι οποίες τελικά συγχωνεύονται με μία σχετική προχειρότητα. Η πηγή της ανάγκης του Ντιάμπ «να τα χωρέσει και να τα πει όλα» σε μία ταινία ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί - πέραν από την αναντίρρητη δυναμική του θέματος - στα «κουσούρια» της βασικής του ιδιότητας, αυτής του σεναριογράφου, για την οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην πατρίδα του.

Αξιολογώντας τη σημασία του επίκαιρου χαρακτήρα της θεματικής του, ο Ντιάμπ επιλέγει να παραδώσει μία ταινία καταγραφής και καταγγελίας της πραγματικότητας, θυσιάζοντας μέρος της μεστότητας και της δραματουργικής ισορροπίας του πονήματός του. Οι καλές προθέσεις του είναι εμφανείς, όσο προφανής είναι και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πολύπλευρο φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης το οποίο, φυσικά, δε συνιστά αποκλειστικό «προνόμιο» των αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς παραμένει φλέγον ζήτημα και στις χώρες της λεγόμενης ανεπτυγμένης Δύσης. Σε κάθε περίπτωση, το φιλμ του Ντιάμπ ανήκει στις περιπτώσεις όπου η θεματική καταλήγει να ξεπερνά κατά πολύ την ίδια την ταινία.