Η Συμμορία των Μάγων

21.04.2013
Μένοντας πιστή στην νοοτροπία των χαρακτήρων του και της φιλόδοξης ιστορίας που επιχειρεί, η «Συμμορία των Μάγων» κρατά την προσοχή και ψυχαγωγεί αλλά ενδιαφέρεται περισσότερο για τον εύκολο εντυπωσιασμό, παρά την ουσία.

Όσο εντυπωσιακά και εκθαμβωτικά είναι τα κόλπα της «Συμμορίας των Μάγων», όσο λαμπερά τα ονόματα του καστ, όσο φιλόδοξες οι υποσχέσεις της, άλλο τόσο εντυπωσιακά είναι τα κενά και οι ελλείψεις της. Και αν τα κενά αφορούσαν μόνο τη λογική της ιστορίας, που ξετανίζει επικίνδυνα την καλή διάθεση του θεατή να πιστέψει τις διάφορες ανατροπές και απότομες στροφές των εξελίξεων, αυτό δεν θα ήταν τόσο πρόβλημα. Είναι ο χειρισμός της γεμάτης απιθανότητες αλλά χορτάτης ιστορίας από τη μεριά του σκηνοθέτη Λουίς Λετεριέρ που δίνει το βασικό χτύπημα στις πιθανότητες της ταινίας να είναι ένα δεύτερο «Prestige».

Η συμμορία του τίτλου, που αποτελείται από τέσσερις ετερόκλητους μάγους, πραγματοποιεί ένα φαινομενικά υπεράνθρωπο κόλπο και αδειάζει το χρηματοκιβώτιο μιας ευρωπαϊκής τράπεζας χωρίς να αφήσει τη σκηνή του σόου στο Λας Βέγκας. Ο πράκτορας του FBI που αναλαμβάνει την υπόθεση, ήδη σκεπτικός στην ιδέα ύπαρξης μαγείας, χρησιμοποιεί τις συμβουλές ενός ειδικού στις αποκαλύψεις των μυστικών πίσω από μαγικά τρικ, όσο ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την επόμενη παράσταση της συμμορίας και το επόμενο μεγάλο τους κόλπο.

Έχοντας μαζέψει μερικούς από τους συμπαθέστερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ, κάθε ένας από τους οποίους αποδεδειγμένα ικανός να χειριστεί το υλικό που του δίνεται, η ταινία χάνει γρήγορα την ικανότητα να ισορροπήσει ανάμεσα στους χαρακτήρες και τις υποπλοκές που υποστηρίζουν αλλά και να διατηρήσει το μομέντουμ της τροχιάς σύγκρουσης όλων αυτών στο μεγάλο φινάλε.

Τίποτα επί της οθόνης δεν είναι αδιάφορο αλλά τίποτα δεν φτάνει το επίπεδο που υπόσχεται το πρώτο μισάωρο. Αντίθετα, η υπόλοιπη ιστορία μοιάζει να περιπλανιέται χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή διάθεση, αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο σε αχρείαστους περισπασμούς μακριά από την κεντρική ομάδα, η οποία, με την εξαίρεση ίσως του Ντέιβ Φράνκο, είναι και ό,τι πιο ενδιαφέρον στην ιστορία- ναι, ακόμη και από τον Μαρκ Ράφαλο αφού όχι μόνο έχει τον άχαρο ρόλο του δύσπιστου αστυνομικού που (ακόμη χειρότερα) πρέπει να πουλήσει και το εκβιαστικό ρομάντζο με την Γαλλίδα συναδελφό του (Μελανί Λοράν).

Το ότι η ιστορία τελικά ξεδιπλώνεται μέσα από τα δικά του μάτια μπορεί να βγάζει νόημα στο ευρύτερο θεματικό πλαίσιο, αλλά σκοτώνει το σασπένς και κλέβει πολύτιμο χρόνο μακριά από αυτούς που μας έχουν συστηθεί ως οι πρωταγωνιστές της ιστορίας: οι συναρπαστικοί κλέφτες με τους οποίους πρέπει να ταυτιστούμε καταλήγουν ξεκάθαρα δεύτεροι ρόλοι, και μάλιστα δισδιάστατοι.

Ο Λετεριέρ προδίδει την έλλειψη εμπιστοσύνης στο υλικό του κινηματογραφώντας το με μια κάμερα αεικίνητη και ανεξήγητα νευρώδη, μειώνοντας την επίδραση κάποιων στιγμών στην προσπάθειά του να τις απογειώσει, και όταν η ενέργεια που προκύπτει από τα λίγα τρικ του σεναρίου και τις ερμηνείες των ηθοποιών στερέψει, εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να σώσει την ταινία από τις παγίδες που εκείνη θέτει με το κυνήγι του εύκολου εντυπωσιασμού.