Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού

21.04.2013
Με μια πολλά υποσχόμενη πρώτη σκηνοθετική απόπειρα, ο Εκτορας Λυγίζος ανατρέχει στο ασκητικό σινεμά του Ρομπέρ Μπρεσόν και αντλεί από εκεί μια ιστορία μοντέρνας επιβίωσης που αφορά εξίσου το σώμα όσο και το πνεύμα.

Στην «Πείνα», το διασημότερο ίσως μυθιστόρημα του Νορβηγού συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν, ένας άντρας αγωνίζεται να νικήσει την ισοπεδωτική φτώχεια του και να γεμίσει το άδειο στομάχι του. Το κάνει για να ικανοποιήσει μια βασική ανάγκη από την οποία στηρίζεται η ίδια η σωτηρία του. Μέσω της πλήρως εξαθλιωμένης κατάστασής του ανακαλύπτει, παρ’ όλα αυτά, μια αξιοπρέπεια η οποία τον βοηθά να υψωθεί πάνω από όλη την αθλιότητα.

Στην απρόσμενη κινηματογραφική έκπληξη που αποτέλεσε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Έκτορα Λυγίζου στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, το βιβλίο του Χάμσουν χρησιμεύει ως πρώτη ύλη (και ως σαφής αναφορά) για μια παρόμοια ανθρώπινη ιστορία: Στην καρδιά μιας σύγχρονης μεγαλούπολης ένας μοναχικός νεαρός σε οικονομική δυσμένεια καταφεύγει στις πιο απελπισμένες λύσεις προκειμένου να μην τον συντρίψει η ανέχεια και η ασιτία.

Η πραγματικότητά του είναι μια διαρκής τελετουργία επιβίωσης, τα σκουπίδια και τα αποφάγια των άλλων γίνονται αναγκαστική τροφή του και η ελπίδα για κάτι καλύτερο μετατρέπεται με τον ερχομό κάθε καινούργιας μέρας σε βασανιστική αγωνία. Στην προσπάθειά του να κρατηθεί στη ζωή, ωστόσο, ο νεαρός ήρωας ανακαλύπτει ότι το σημαντικότερο εφόδιο ενάντια στην ανυπαρξία είναι να μην απωλέσει την ανθρωπιά του.

Επωφελούμενος από την θαρραλέα και γεμάτη εκφραστικότητα ερμηνεία που παραδίδει ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιάννης Παπαδόπουλος, ο 36χρονος σκηνοθέτης συλλαμβάνει τους νευρικούς βηματισμούς και τα διαρκή πηγαινέλα του πρωταγωνιστή ως μια ασταμάτητη χορογραφία. Η κάμερα τον ακολουθεί παντού σε απόσταση αναπνοής, εισβάλλει αδιάκριτα ακόμη και στις πιο αποκαρδιωτικές στιγμές του, τον παρατηρεί καθώς αγωνίζεται να μην φθαρεί, να μην σωριαστεί χάμω, να μην χαθεί.

Με ένα ντοκιμαντεριστικό ρεαλισμό που δείχνει να μην χαρίζεται σε κανέναν, οι στυλιστικές επιλογές του Λυγίζου προσκαλούν αναπόφευκτες κάποιες συγκρίσεις με το σινεμά του Ρομπέρ Μπρεσόν. Τι καλά όμως που ο νεαρός σκηνοθέτης αυτού του ήρεμα απελπισμένου φιλμ δεν αρκείται στο να αναπαράγει το ασκητικό ύφος του σπουδαίου Γάλλου δημιουργού. Προσπαθεί να στολίσει την ιστορία του με κάτι από εκείνο το διαρκές υπαρξιακό σκίρτημα που έκρυβαν μέσα τους οι περισσότερες ταινίες του.

Κάπως έτσι το «Αγόρι» γρήγορα ξεμπερδεύει με την ιδέα τού να αποτελέσει άλλο ένα χρονικό μοντέρνας μητροπολιτικής παρακμής ή νεοελληνικού πεσιμισμού προκειμένου να ερευνήσει την πιθανότητα για λίγη ψυχική ανύψωση σε έναν ανελέητα υλιστικό κόσμο. Και να καταγράψει με τον πιο επείγοντα και άμεσο τρόπο την αιώνια αναμέτρηση της σάρκας και του πνεύματος, όπως την αντιλαμβάνεται ένας ήρωας που προσπαθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να ξεφύγει από την φυλακή του κορμιού του.