The Hangover 3

12.05.2013
Ανώτερο του δεύτερου (κάτι που δε λέει και πολλά) αλλά έτη φωτός πίσω από την αφηγηματική ενέργεια και φρεσκάδα του πρώτου, το τρίτο «Hangover» κλείνει βαριεστημένα και αδύναμα την τριλογία.

Αν μοιράζεστε το μεγαλύτερο παράπονο από το «The Hangover Part II» με την πλειοψηφία των θεατών και βρήκατε εξοργιστικά τεμπέλικο το αναμάσημα της πλοκής και σχεδόν κάθε μίας σκηνής, τα νέα για τον επίλογο της τριλογίας είναι καλά. Αν πάλι η όρεξή σας για να του δώσετε μια ευκαιρία προκύπτει από τις ευχάριστες αναμνήσεις που σας άφησε η πρώτη, αναπάντεχα αποτελεσματική ταινία, τότε τα νέα είναι, για άλλη μια φορά, δυσάρεστα.

Παρόλο που ο σκηνοθέτης Τοντ Φίλιπς ισχυρίζεται ότι οι παράλληλες πλοκές και τα σχεδόν ίδια αστεία των δύο πρώτων ταινιών θα αναγνωριστούν ως ιδιοφυείς κωμικές αποφάσεις στο μέλλον, η πορεία της τρίτης ταινίας δείχνει ότι μάλλον δείλιασε να επιχειρήσει το ίδιο ξανά. Έτσι, το τρίτο «Hangover», πέρα από το κεντρικό πρωταγωνιστικό τρίο και το μονίμως απηχθέντα φίλο τους, απομακρύνεται από τη συνήθη φόρμουλα (δεν υπάρχει καν τον hangover του τίτλου) και δοκιμάζει κάτι το ριζικά διαφορετικό - σε τέτοιο βαθμό που με το ζόρι το αποκαλείς πια κωμωδία.

Η σφιχτή, αστυνομικής ταινίας πλοκή του πρώτου κεφαλαίου (και της απομίμησής της από το δεύτερο) εγκαταλείπεται για μια πολύ πιο απλή ιστορία, αν και στον ολοένα και πιο εξωφρενικό κόσμο της σειράς, όπου μια παρέα φίλων συνεχίζει να μπλέκει με τον υπόκοσμο, διάφορα ζώα συναντούν τον Δημιουργό τους υπό τις πιο απίθανες συνθήκες (τι εμμονή κι αυτή), και οι διάλογοι παίζουν μονίμως, άλλοτε πετυχημένα, άλλοτε όχι, σκοινάκι με τα όρια της πολιτικά ορθής αξιοπρέπειας, το «απλός» είναι σχετικό.

Ο Άλαν (Ζακ Γκαλιφιανάκης), πιο ανισόρροπος από ποτέ αφού αρνείται να πάρει τα φάρμακά του εδώ και έξι μήνες, προκαλεί ένα μεγάλο ατύχημα σε αυτοκινητόδρομο και οι φίλοι του αποφασίζουν να τον βάλουν σε μια ειδική κλινική, όπου θα αντιμετωπίσει τα προβλήματά του - αν και, με την κακεντρέχεια που διέπει τις ταινίες αυτές, μπορείς και να πιστέψεις ότι θα τον ξεφορτωθούν εκεί για πάντα. Φυσικά, αυτό δεν είναι παρά η αφορμή για ένα ακόμη ταξίδι των τεσσάρων, το οποίο διακόπτεται απότομα από τον μαφιόζο Τζον Γκούντμαν, ο οποίος σε αντάλλαγμα για τη ζωή του Νταγκ (Τζάστιν Μπάρθα) ζητά από τους τρεις εναπομείναντες να εντοπίσουν τον κύριο Τσάου, που έχει αποδράσει από τη φυλακή στη Μπανγκόκ.

Αυτό που ακολουθεί είναι περισσότερο μια περιπέτεια με γκαγκ που έχουμε ακούσει και δει δεκάδες φορές (κυρίως με το πόσο ξεκαρδιστικά 'αλλούτερος' είναι ο Άλαν - και έχουν πια τελειώσει όλες οι φρέσκιες ιδέες του Γαλιφιανάκη σε αυτόν τον τομέα), χαρακτήρες που έχουν κουράσει (ο κύριος Τσάου δεν αντέχεται σε μεγάλες δόσεις) και άφθονο χονδροειδές χιούμορ, παρά μια ατόφια κωμωδία με νέες ιδέες και λόγο ύπαρξης.

Η χημεία των τριών πρωταγωνιστών είναι αβίαστη και ενίοτε διασκεδαστική - ταυτόχρονα, όμως, είναι το μόνο σωτήριο στοιχείο μιας ταινίας τόσο βαριεστημένης και κουρασμένης που αναρωτιέσαι κι αν οι ίδιοι οι συντελεστές της ήθελαν να την κάνουν.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ