Η Δασκάλα του Πιάνου

16.06.2013
Αν για κάτι μας βεβαιώνει η (παραπάνω από καλοδεχούμενη) τωρινή επανέκδοση σε μια από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε, αυτό είναι ότι πρόκειται και για μια από τις σπουδαιότερες της φιλμογραφίας του αυστριακού δημιουργού.

Στη «Δασκάλα του Πιάνου» η στολισμένη με το λαμπρό μουσικό της παρελθόν Βιέννη, με τα αυστηρά μουσικοδιδασκαλεία και τις αθάνατες παρτιτούρες των κλασικών μουσουργών, που περνούν ως κληρονομιά από γενιά σε γενιά, μπορεί και κρύβει μέσα της την αρρώστια, τη δυσλειτουργία, την διαστροφή. Φορέας αυτής της «παραφωνίας» είναι η Έρικα, αυταρχική καθηγήτρια ενός βιεννέζικου ωδείου, πλασμένη κατ’ εικόνα των ευνουχιστικών απαιτήσεων της ηλικιωμένης μητέρας της και της παραδοσιακά αρσενικής πολιτιστικής κληρονομιάς που έχει επωμισθεί.

Η Έρικα διάγει διπλή ζωή. Πίσω από τη μοναχική γυναίκα που, στα σαράντα της χρόνια, μοιράζεται το ίδιο σπίτι και κρεβάτι με τη μάνα της, πίσω από την παγερά ανέκφραστη φιγούρα της καθηγήτριας που επιβάλλεται απολυταρχικά στους μαθητές της βρίσκεται η ίδια φιγούρα που τις νύχτες συχνάζει σε πορνομάγαζα, φέρνοντας τους αρσενικούς πελάτες σε αμηχανία, που ηδονίζεται στη θέα ζευγαριών που επιδίδονται σε ένα γρήγορο, ένοχο πήδημα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, αυτή που πληγώνει το κορμί της, ορίζοντας την αυτοτιμωρία και τον πόνο ως μοναδικό προορισμό της.

Η νευρωτική εξέγερσή της είναι η σπασμωδική εκτόνωση από τη μητρική καταπίεση, την ξεφτισμένη αυτοκυριαρχία, όσο και η βίαιη αντίδραση σε κάθε κοινωνική σύμβαση που την έχει διδάξει να τηρεί ρόλο υποτέλειας, εκμεταλλεύσιμου αντικειμένου σε μια τυπικά ανδροκρατούμενη πραγματικότητα.

«Η ηρωίδα μου δεν μπορεί να συμμετάσχει στη ζωή και στον πόθο», έχει σημειώσει σχετικά η συγγραφέας Ελφρίντε Γέλινεκ, στο ομότιτλο βιβλίο της οποίας στήριξε ο συμπατριώτης της, Μίκαελ Χάνεκε, την ταινία του. «Αυτή την αβίωτη σεξουαλικότητα την εκφράζει μέσα από την ηδονοβλεψία. Όμως ακόμα και το δικαίωμα του να βλέπεις ανήκει στους άντρες- η γυναίκα είναι πάντοτε εκείνη που την κοιτούν, ποτέ αυτή που κοιτάζει. Η ηρωίδα μου καταχράται το αντρικό προνόμιο του να "κοιτάζει" και το πληρώνει ακριβά».

Η Έρικα κουβαλά μέσα της έναν πανίσχυρο εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος απειλεί ανά πάσα στιγμή να ανατιναχθεί. Ο νεαρός Βάλτερ (ένας Μπενουά Μαζιμέλ ψύχραιμο αντιστάθμισμα στην ηλεκτρική παρουσία της Ιπέρ) θα σταθεί ο άνθρωπος που θα πυροδοτήσει αυτή την κινούμενη βόμβα, αναλαμβάνοντας ρόλο παρτενέρ σε μια σχέση συναισθηματικά νεκρή και απολύτως δυναστική, όπου η γυναίκα διατάζει και ο άντρας παίρνει τη θέση εκτελεστή στις οδυνηρές σαδομαζοχιστικές επιθυμίες της.

Από τη συντηρητική εποχή που η Νταϊάν Κίτον εξερευνούσε απαγορευμένες γι’ αυτήν σεξουαλικές περιοχές και έβρισκε τραγικό τέλος στο «Αναζητώντας τον Κύριο Γκούντμπαρ» του Ρίτσαρντ Μπρουκς, μέχρι την αυτοκαταστροφή που η Τερέζα Ράσελ χρίζει στη «Δύναμη της Σάρκας» του Νίκολας Ρεγκ ως μόνη επιλογή προκειμένου να ορίσει την ελευθερία της απέναντι στο άλλο φύλο, ο χαρακτήρας της Ιζαμπέλ Ιπέρ καλύπτει την απόσταση ανάμεσα σε δυο διαφορετικά μοντέλα ψυχοσεξουαλικά επαναστατημένων γυναικών, υπερβαίνοντάς τα με την δική της ακραία προσπάθεια ανατροπής των ερωτικών κανόνων που ανέκαθεν αποτελούσαν προνόμιο των αντρών.

Η Έρικα θα αντιστρέψει τους δεδομένους ρόλους, περνώντας από τη θέση του παρατηρούμενου σε εκείνη του παρατηρητή, από αντικείμενο σε υποκείμενο, από την υποταγή στην εξουσία. Μέσα σε ένα μακροσκελές γράμμα που θα παραχωρήσει στο νεαρό θαυμαστή της, με τη μορφή εντολής μα και αποστολής, απαιτεί την τιμωρία και τον εξευτελισμό, στην ουσία όμως εκφράζει μια απεγνωσμένη έκκληση βοήθειας για να απαλλαγεί οριστικά από τον εαυτό της τον ίδιο. Η χειρονομία της δηλώνει, όμως, και κάτι άλλο: Πρόκειται για ένα είδος κυριαρχίας μέσω της υποταγής.

Ο δικός της τρόπος να διεκδικήσει την αγάπη είναι αυτός που της έμαθε η μητέρα της, απαιτώντας τον μέσω του εξευτελισμού και της οδύνης. Έχοντας απόλυτη συναίσθηση των παθών και των αδυναμιών που δε μπορεί να υπερνικήσει, είναι εντούτοις καταδικασμένη να ηττηθεί με έναν ατιμωτικό τρόπο, που έρχεται σε αντίθεση με το μεγαλειώδες τέλος κάθε ηρωίδας η οποία σέβεται τον εαυτό της.

Κάπως έτσι, η σπαρακτική «Δασκάλα» κορυφώνεται σε μια βουβή εικόνα πόνου. Στο εσωτερικό μιας πολυτελούς και φωτισμένης αίθουσας μουσικής, η Ερικα δίνει την ερμηνεία της ζωής της, σε ένα ρέκβιεμ δικής της επινόησης και εκτέλεσης. Εξω, η νύχτα πέφτει σε μια μουντή Βιέννη. Που δεν συγχωρεί και δεν κρύβει συμπόνια για κανέναν.