Θρέψε Κοράκια

16.06.2013
Αν και εκτός των συνόρων της πατρίδας του ο Κάρλος Σάουρα έγινε περισσότερο γνωστός για μια σειρά επιβλητικών, θεατράλε ταινιών με επίκεντρο τους παθιασμένους σπανιόλικους χορούς, ο Ισπανός σκηνοθέτης υπέγραψε το 1976 το καλύτερο φιλμ της καριέρας του με το «Θρέψε Κοράκια».

Ίσως ποτέ άλλοτε μια ταινία για το τέλος της αθωότητας δεν ξεκινούσε τόσο δυσοίωνα: Η οκτάχρονη Άνα γίνεται μάρτυρας της ερωτικής συνεύρεσης του πατέρα της με την παντρεμένη ερωμένη του και –αμέσως μετά– του ξαφνικού θανάτου του από καρδιακή προσβολή. Σχεδόν ατάραχη, θα πλύνει μεθοδικά ένα χρησιμοποιημένο ποτήρι από το δωμάτιό του, λίγο πριν η καταπραϋντική παρουσία της μητέρας της τη στείλει τρυφερά στο κρεβάτι της. Μόνο που, όπως μαθαίνουμε λίγο αργότερα, η μητέρα της είναι στην πραγματικότητα νεκρή εδώ και καιρό.

Τα φαντάσματα του παρελθόντος και της Ιστορίας μοιάζουν να στοιχειώνουν το υπέροχο φιλμ του Ισπανού δημιουργού, το οποίο γυρίστηκε ενώ η πολύχρονη δικτατορία του Φράνκο έπνεε πλέον τα λοίσθια και ο ίδιος βρισκόταν στο νεκροκρέβατό του. Ωστόσο, κατά τον σκηνοθέτη, μια τέτοια κληρονομιά τρόμου δεν ήταν κάτι που η πατρίδα του μπορούσε να αποτινάξει τόσο εύκολα.

Ακόμα κι αν δεν γνωρίζει όμως κανείς τις πολιτικές συγκυρίες που διαμόρφωσαν τις αλληγορικές διαστάσεις του «Θρέψε Κοράκια», δεν μπορεί να μην συγκινηθεί από το ιδιοφυές πορτρέτο της λιλιπούτειας ηρωίδας του.

Μάρτυρας των οδυνηρών, τελευταίων στιγμών της άρρωστης μητέρας της, ανίκανη να επέμβει, και του τέλους του πατέρα της, το οποίο πιστεύει ότι έχει προκαλέσει η ίδια, η μικρή Άνα είναι περισσότερο εξοικειωμένη με την ιδέα του θανάτου απ’ ό,τι με την παιδική ανεμελιά που θα ταίριαζε στην τρυφερή της ηλικία. Και η σκληρή πραγματικότητα κινητοποιεί στον ευαίσθητο, τραυματισμένο ψυχισμό της μια σειρά από άλλοτε υγιείς και άλλοτε νοσηρές κινήσεις αντίστασης.

Μια από τις πιο αξέχαστες παιδικές παρουσίες στην ιστορία του σινεμά, η μικρή Άνα Τόρεντ έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση τρία χρόνια νωρίτερα στο ανάλογης θεματικής, αριστουργηματικό «Πνεύμα του Μελισσιού» του Βίκτορ Ερίθε, εκφράζοντας με τα τεράστια μάτια της όσα οι λέξεις δεν μπορούσαν να περιγράψουν.

Έχοντας στη διάθεσή του μια ανάλογη, ενστικτώδη ερμηνεία από τη χαρισματική πρωταγωνίστριά του, ο Σάουρα υιοθετεί από την αρχή μέχρι το τέλος το δικό της βλέμμα απέναντι σε έναν κόσμο ενήλικης ανευθυνότητας, προσφέροντάς της ως μοναδικό καταφύγιο την αγκαλιά ενός φαντάσματος.

Ταυτόχρονα, σε μια στιγμή εξαιρετικής έμπνευσης, ο σκηνοθέτης ανέθεσε στην τότε σύντροφο και μούσα του, Τζεραλντίν Τσάπλιν, τον ρόλο τόσο της νεκρής μητέρας, όσο και την ίδιας της ενήλικης Άνα. Η σύμβαση αυτή, αλλά και η αβίαστα «ρευστή» κινηματογράφηση συγχωνεύουν παρόν και παρελθόν, πραγματικότητα και φαντασίωση, σε μια συνεχή, απρόσκοπτη και σχεδόν αξεδιάλυτη ροή, που κάνει ακόμα πιο ορατή τη σύνδεση της ταινίας μεταξύ ιστορικής μνήμης και προσωπικής απώλειας.