The Iceman

16.06.2013
Ανατριχιαστική μα πέρα για πέρα αληθινή, η ιστορία ενός πολωνικής καταγωγής άντρα που έκρυβε πίσω από το παρουσιαστικό του αφοσιωμένου οικογενειάρχη έναν από τους πιο διαβόητους δολοφόνους στα αστυνομικά χρονικά δεν αρκεί για να δυναμιτίσει ένα ενδιαφέρον αλλά αναιμικό φιλμ.

Επί τριάντα περίπου χρόνια, ο Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι ζούσε διπλή ζωή: Για τους φίλους και την οικογένειά του ήταν πάντοτε ένας τρυφερός σύζυγος και στοργικός πατέρας. Ο υπόκοσμος και η ιταλοαμερικανική μαφία της δεκαετίας του '70 τον γνώριζαν, εντούτοις, καλύτερα με την ιδιότητα του στυγερού κατά πληρωμή δολοφόνου, ο οποίος υπολογίζεται ότι από το πρώτο του έγκλημα, στα τέλη της δεκαετίας του '50, μέχρι τη σύλληψή του από την αστυνομία, το 1986, είχε εξοντώσει πάνω από εκατό ανθρώπους.

Ξεφυλλίζοντας ένα αρχετυπικό γκανγκστερικό εγχειρίδιο από το οποίο έχουν παλιότερα εμπνευστεί αριστουργηματικές ταινίες όπως τα «Καλά Παιδιά», ο σκηνοθέτης Άριελ Βρόμεν ακολουθεί κατά γράμμα την πεπατημένη του αστυνομικού έπους, διατηρώντας ωστόσο σε ολόκληρο το φιλμ ένα μονότονο αφηγηματικό τέμπο και μπερδεύοντας διαρκώς την σκουρόχρωμη παλέτα της φωτογραφίας του για ατμόσφαιρα.

Είναι, επιπλέον, συν-υπεύθυνος ενός φορτωμένου αδυναμίες σεναρίου (γραμμένου μαζί με τον Μόργκαν Λαντ) το οποίο βιάζεται να χωρέσει μέσα του τρεις δεκαετίες πυκνής δράσης, την ίδια ώρα που αγνοεί σημαντικές λεπτομέρειες όπως την ανάγκη να εξερευνήσει τη δυαδική υπόσταση και τις ψυχωσικές τάσεις ενός ήρωα, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια του φιλμ θα απομείνει δυσπρόσιτος.

Θύμα προφανώς αυτής της σεναριακής ανεπάρκειας, ο Μάικλ Σάνον είναι μεν ταιριαστός στον πρωταγωνιστικό ρόλο του ψυχρού και ανελέητου Κουκλίνσκι, προσθέτοντας έναν ακόμη διαταραγμένο χαρακτήρα σε ένα ερμηνευτικό βιογραφικό που μοιάζει γεμάτο από δαύτους. Όπως συμβαίνει με την ίδια την ταινία, εντούτοις, έτσι κι ο ηθοποιός βοηθά ελάχιστα το κοινό να διαπεράσει τα αδρά χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα προκειμένου να εισδύσει βαθύτερα μέσα του και να τον κατανοήσει.