Οι Μεγάλοι 2

05.07.2013
Ένα αχρείαστο σίκουελ που απευθύνεται στο χειρότερο είδος χιούμορ, προσβάλλει επανειλημμένα την ευφυΐα του θεατή και δείχνει να μην κάνει καν τον κόπο να σταθεί ως ταινία. Πόσο μάλλον ως αστεία ταινία.

Όποιος έχει δει (γιατί άραγε;) το «Οι Μεγάλοι», τον προπομπό αυτού εδώ του αχρείαστου σίκουελ, ξέρει ακριβώς τι να περιμένει. Ανώριμους ήρωες, χοντροκομμένα αστεία, ισχνή πλοκή, και μια κακώς εννοούμενη ιδέα «αντρικής φιλίας». Και αυτό παίρνει. Μόνο πολύ, πολύ χειρότερα.

Για κάποιο περίεργο λόγο, η πρώτη ταινία της ανεκδιήγητης αυτής παρέας ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του Άνταμ Σάντλερ, που έτσι κι αλλιώς δεν φημίζεται για την κωμική ποιότητά του. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να μαντέψουμε τι έφερε αυτόν και τους Κρις Ροκ, Κέβιν Τζέιμς, Ντέιβιντ Σπέιντ (χωρίς την προσθήκη του Ρομπ Σνάιντερ αυτή τη φορά) πάλι στα γνώριμα λημέρια της παρεΐστικης καφροκωμωδίας για μεσήλικες.

Και ακόμα κι αν δεχθούμε ως αρχή το ότι τα περισσότερα σίκουελ γίνονται με αποκλειστικό γνώμονα το box office, τίποτα δεν δικαιολογεί την προχειρότητα και την απόλυτη έλλειψη χιούμορ του «Οι Μεγάλοι 2».

Δίνοντας ένα περιττό πάτημα σε όσους μέμφονται την σύγχρονη αμερικάνικη κωμωδία και κάνοντας το «The Hangover III» να μοιάζει με τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου», η ταινία στερείται την οποιαδήποτε ιδέα πλοκής, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από μια άρρυθμη συρραφή κακόγουστων γκαγκ, τα οποία ο σκηνοθέτης Ντένις Ντάγκαν δε σέβεται καν αρκετά ώστε να τους δώσει τον απαιτούμενο χρόνο να αναπνεύσουν και να αναπτυχθούν, έστω και μέσα στη φτήνια τους.

Η ταινία απευθύνεται στα χειρότερα ένστικτα του μεσήλικα, ηλίθιου αρσενικού και επιβεβαιώνει τους πρόσφατους ισχυρισμούς του Πολ Φιγκ ότι «οι άντρες δεν είναι αστείοι»: συνεχόμενες αναφορές στο «ρεψιμοκλασιμοφτέρνισμα» του Κέβιν Τζέιμς, άκυρα, μικρά περάσματα παρηκμασμένων κωμικών και τελειωμένων αθλητών, ελάχιστες στιγμές στις οποίες μπορείς έστω να χαμογελάσεις, κλισέ διδάγματα περί της αξίας της οικογένειας, και με τους γυναικείους χαρακτήρες να μην είναι μεν παράλογες σκύλες όπως στην πρώτη ταινία, αλλά να χρησιμεύουν αποκλειστικά και μόνο ως μια ευκαιρία για συντηρητικό οφθαλμόλουτρο (η Σάλμα Χάγιεκ με την γελοία προφορά της, δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία στο ρόλο του «Ντεκολτέ!»).

Σεξιστική, αηδιαστική, ομοφοβική και με κάθε δυνατόν τρόπο προσβλητική, η ταινία όχι μόνο δεν αγαπά τους ήρωες της, αλλά σέβεται τόσο λίγο τον θεατή που το μόνο πράγμα που μπορείς να σκεφτείς βγαίνοντας από την αίθουσα είναι: «Για τόσο μα**κες μάς περνάνε;»

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ