Οι Ύποπτοι Φορούσαν Γόβες

06.08.2013
Κακομαθημένα πλουσιόπαιδα ληστεύουν άλλα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα στο καινούργιο φιλμ της Σοφία Κόπολα, το οποίο παίρνει μια πολύ ενδιαφέρουσα αληθινή ιστορία και προτιμά να βολτάρει μαζί της στην επιφάνεια των πραγμάτων. Οπως ακριβώς και οι ήρωες στους οποίους αναφέρεται.

«Super rich kids with nothing but loose ends /Super rich kids with nothing but fake friends» τραγουδά ο Frank Ocean στους τίτλους τέλους της νέας σκηνοθετικής δουλειάς που υπογράφει η Σοφία Κόπολα. Μέρος ενός εκλεκτού και εμφανώς ενημερωμένου σάουντρακ (που περιλαμβάνει από Sleigh Bells, Azealia Banks και Kanye West μέχρι Can), το κομμάτι του εξαιρετικού τραγουδιστή καταφέρνει και χωρά μέσα σε λίγους στίχους όσα η 43χρονη σκηνοθέτης προσπαθεί να μας πει σε μιάμιση ώρα ταινίας,

Ένα άρθρο δημοσιευμένο πριν τέσσερα χρόνια στο περιοδικό Vanity Fair έδωσε στην Κόπολα την αφορμή για να αποδώσει με κινηματογραφικούς όρους τα αληθινά περιστατικά μιας σειράς διαρρήξεων που διέπραττε, ανάμεσα στο 2008 και το 2009, μια χούφτα εφήβων από τις πιο προνομιούχες γειτονιές του Λος Αντζελες, εισβάλλοντας σε σπίτια διασήμων του Χόλιγουντ προτού η αστυνομία εντοπίσει τα ίχνη τους και τους συλλάβει.

Μέχρι να συμβεί αυτό, η πενταμελής συμμορία (τέσσερα κορίτσια, ένα αγόρι) γέμιζε τις ντουλάπες της με ρούχα και υποδήματα hip σχεδιαστών, περιέφερε στις εξόδους της αξεσουάρ πολλών χιλιάδων δολαρίων και φωτογραφιζόταν στο Facebook αμέριμνα στολισμένη με τα κλοπιμαία, δίχως να αντιλαμβάνεται και πολύ τις ποινικές κυρώσεις που μπορούσαν να επιφέρουν οι πράξεις της.

Τόση ήταν η πλήρης άγνοια των μελών της, στο μεταξύ ώστε ακόμα κι όταν κλήθηκαν να απολογηθούν ενώπιον του νόμου, αυτό που φάνηκε να τα αγχώνει περισσότερο (όπως βλέπουμε σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές του φιλμ) ήταν το τι θα φορέσουν τη μέρα της δίκης, παρά το αν η ετυμηγορία των δικαστών θα έγερνε συντριπτικά εναντίον τους!

Έχοντας μοιράσει τη μέχρι τώρα σκηνοθετική της καριέρα σκιαγραφώντας πότε φιγούρες νεαρών κοριτσιών που πασχίζουν να ανοίξουν δρόμο μέσα από τη ζάλη της ηλικίας τους, και πότε σχολιάζοντας τις πιο απατηλές παραμέτρους της μοντέρνας διασημότητας, η Κόπολα επιχειρεί με το «Bling Ring» έναν συνδυασμό των δυο αυτών θεματικών.

Μέσα από την πλούσια σε ειρωνείες ιστορία της, η ταινία της συλλαμβάνει αρκετά αντιπροσωπευτικά το πορτρέτο μιας ναρκισσιστικής νεολαίας τόσο ανώφελα απασχολημένης με την εικόνα της, τόσο καθηλωμένης στο δικό της συνεχές ego trip και τόσο μεθυσμένης με εφήμερες συγκινήσεις και με ανόητους χίπστερ ενθουσιασμούς, ώστε να μην αξίζει καν τη συμπάθεια ή τον οίκτο σου.

Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκε και η Κόπολα απέναντι στους ήρωές της, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σε όλη την διάρκεια του φιλμ αποφεύγει να τους προσγειώσει στις διαστάσεις του πιο ανθρώπινου ή απτού, είτε επειδή δυσκολεύεται η ίδια να τους δικαιώσει, είτε επειδή δε νοιάζεται στην πραγματικότητα γι' αυτούς.

Την εντύπωση αυτή οξύνει ακόμη περισσότερο και το γεγονός ότι το «Bling Ring» διατηρεί καθ' όλη την διάρκειά του μια σχηματικότητα και μια ελαφρότητα που το περιορίζουν να βολτάρει αυστηρά στην επιφάνεια των πραγμάτων, πότε στο πιο αθέατο εσωτερικό τους. Και του στερούν, δυστυχώς, την ευκαιρία να αποτελέσει κάτι περισσότερο από το προφανές.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ