Prisoners

07.10.2013
Προορισμένη να συζητηθεί, να διχάσει και ενδεχομένως να διεκδικήσει μελλοντικά βραβεία αλλά σίγουρα να μην περάσει απαρατήρητη, η καινούργια δημιουργία του Καναδού σκηνοθέτη ο οποίος πριν τρία χρόνια διεκδικούσε Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας με το «Μέσα από τις Φλόγες» αποτελεί μια προγραμματισμένη στην εντέλεια αλλά μάλλον κουτοπόνηρη κατασκευή.

Ποιοι είναι οι πραγματικοί αιχμάλωτοι που επικαλείται στον τίτλο της η ταινία; Τα δυο ανήλικα κοριτσάκια που πέφτουν θύμα απαγωγής από ένα μυστηριώδη άγνωστο, στη διάρκεια ενός μουντού χειμωνιάτικου απογεύματος;

Οι οικογένειες των δυο εξαφανισμένων παιδιών οι οποίες αδυνατούν να διαχειριστούν την ογκώδη θλίψη, το πένθος και την οργή τους; Ο μοναχικός αστυνομικός που μετατρέπει την αναζήτηση των κοριτσιών σε επίμονη σταυροφορία του;

Ή μήπως ο πατέρας του ενός κοριτσιού, ο οποίος γίνεται έρμαιο της ίδιας βίας που υποτίθεται πως αναθεματίζει, όταν αποφασίζει να αψηφήσει τους πάντες και να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του, τιμωρώντας τον βασικό ύποπτο πίσω από την εξαφάνιση των δυο παιδιών;

Ορίστε ένα από τα βασικά ερωτήματα που εγείρει το θρίλερ του Ντενί Βιλνέβ στις δυόμισι πυκνές ώρες που διαρκεί, αγγίζοντας καθ' οδόν θεματικές περιοχές που σχετίζονται με την εκδίκηση, την αυτοδικία, την κρυμμένη παράνοια που ελλοχεύει στην καρδιά της σημερινής Αμερικής και, κυρίως, την ηθική αμφισημία και ρευστότητα που βασιλεύει σε ένα κόσμο όπου οι έννοιες του Καλού και του Κακού δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτες.

Υπηρετώντας μια ακόμη λαβυρινθώδη πλοκή στην οποία οδυνηρά μυστικά και βάναυσες αλήθειες έρχονται σταδιακά στην επιφάνεια για να εμπλουτίσουν ακόμη περισσότερο μια ήδη πληθωρική ίντριγκα, ο Ντενί Βιλνέβ προσπαθεί να επεκτείνει εδώ έναν προβληματισμό που είχε ξεκινήσει με το «Incendies» (ή «Μέσα από τις Φλόγες», όπως ήταν ο ελληνικός τίτλος του φιλμ), εξερευνώντας την αβυσσαλέα σκληρότητα του ανθρωπίνου είδους και το ανείπωτο κακό για το οποίο καθένας μας είναι ανά πάσα στιγμή καμωμένος.

Σκοπός του ήταν να πραγματοποιήσει ένα θρίλερ το οποίο δεν θα λειτουργεί απλώς ως ένα εργαλείο πρόκλησης σασπένς αλλά θα μεγεθύνεται στις διαστάσεις μιας γνήσιας τραγωδίας και, επιπλέον, θα χρησιμεύει και ως μια φιλοσοφημένη παραβολή.

Το «Prisoners» αποδεικνύει, εντούτοις, ότι είναι το είδος της ταινίας στο οποίο πράξεις φρικώδους σκληρότητας δικαιολογούνται στο όνομα ενός σινεμά «με μήνυμα», η βλοσυρότητα γίνεται αυτοσκοπός και αποκτά καλλιτεχνικό άλλοθι, οι χαρακτήρες μοιάζουν να συνδέονται μόνο βάσει κινηματογραφικής σύμβασης μεταξύ τους, οι βασικοί ήρωες βλέπουμε να επιδίδονται σε προοδευτικά όλο και πιο αψυχολόγητες πράξεις και ο σεναριογράφος προσπαθεί να μεταμφιέσει τις πλείστες αναληθοφάνειες και εξωφρενικότητες που έχει σκαρφιστεί πίσω από την φανερή δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη.

Ποντάρει σωστά, ασφαλώς, γιατί ο Βιλνέβ περικυκλώνει την ιστορία του με μια σφιχτοδεμένη σε ρυθμούς και αριστοτεχνική σκηνοθεσία, η οποία καταφέρνει και σε τακτά χρονικά διαστήματα παραδίδει αξιομνημόνευτες επιμέρους σκηνές ή δυναμιτίζει με ηλεκτρισμό και ένταση τα δρώμενα.

Τον βοηθά οπωσδήποτε και ο Ρότζερ Ντίκινς, ένας από τους μοντέρνους μαέστρους στη διεύθυνση φωτογραφίας, ο οποίος συλλαμβάνει με το φακό του θαυμάσιες σκουρόχρωμες συνθέσεις, αποτυπώνοντας στο μεταξύ και μερικές από τις πιο ζοφερές εικόνες αμερικανικών προαστίων που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.

Η καινούργια ταινία του πολυβραβευμένου Καναδού δημιουργού είναι, παρ' όλα αυτά, καλογυρισμένη όσο και πονηρή. Έχει την αφηγηματική ικανότητα που κατορθώνει να καθηλώσει έναν θεατή για δυόμισι γλαφυρές ώρες και στο τέλος να τον στείλει εξαντλημένο έξω από την αίθουσα, με την ψευδαίσθηση όμως ότι παρακολούθησε κάτι πραγματικά σημαντικό.

Μόλις τα βήματα τον απομακρύνουν, ωστόσο, από τον κινηματογράφο και το μυαλό αρχίσει να επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες πίσω από τα όσα είδε, το φαινομενικά αλάνθαστο φιλμικό κατασκεύασμα του Βιλνέβ αρχίζει να σωριάζεται μεγαλοπρεπώς.

Κι αυτό που αφήνει πίσω του είναι η επίφαση ενός σπουδαίου θρίλερ, το οποίο επιμένει να παίρνει υπερβολικά στα σοβαρά τον εαυτό του, εκεί που μια δόση ειρωνείας και χιούμορ θα το βοηθούσαν να αποκτήσει μερικά απαραίτητα ελαφρυντικά για τις πολυάριθμες ατασθαλίες του. Φαίνεται, όμως, ότι στο σκοτεινό και νοσηρό σύμπαν του φιλμ, οι λέξεις αυτές παραμένουν άγνωστες. Ίσως και ανεπιθύμητες.