Μνημείων Άνδρες

08.10.2013
Με μια ταινία, η οποία κάθε άλλο παρά μνημειώδης μπορεί να χαρακτηριστεί, ο Τζορτζ Κλούνεϊ στην πέμπτη σκηνοθετική του απόπειρα, παραδίδει μια περιπέτεια με κωμικές προεκτάσεις και ιστορικό περίβλημα που τελικά δεν καταφέρνει να είναι ούτε πραγματικά αστεία, αλλά ούτε καν συναρπαστική.

Μπορεί οι σκηνοθετικές ικανότητες του Τζορτζ Κλούνεϊ να μην έχουν ξεδιπλωθεί αρκετά ώστε να τον τοποθετούν στην λίστα με τους σημαντικότερους σύγχρονους δημιουργούς, παρόλα αυτά, τα μέχρι στιγμής δείγματα γραφής του γοητευτικού ζεν πρεμιέ (αν εξαιρέσει κανείς το αδιάφορο «Leatherheads» του 2008), έχουν υπάρξει αρκούντως ελπιδοφόρα.

Το παραπάνω αποδεικνύουν και οι αρκετοί ένθερμοι υποστηρικτές του «Καληνύχτα και Καλή Τύχη», ενώ το «Εξομολογήσεις Ενός Επικίνδυνου Μυαλού» συνιστά ένα τουλάχιστον αξιοσημείωτο ντεμπούτο.

Με το «Μνημείων Άνδρες» όμως, ο συμπαθής Αμερικάνος σταρ βαλτώνει στα νερά μιας μετριότητας, παραδίδοντας μια περιπέτεια με κωμικές προεκτάσεις και ιστορικό περίβλημα που τελικά δεν καταφέρνει να είναι ούτε πραγματικά αστεία, αλλά ούτε καν συναρπαστική.

Βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά, όπως τα κατέγραψε στο ομώνυμο βιβλίο του ο Ρόμπερτ Μ. Έντσελ, το «Μνημείων Άνδρες» μάς γυρίζει πίσω στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα σε μια εποχή όπου η νίκη των συμμαχικών δυνάμεων έχει αρχίσει πλέον να προδιαγράφεται.

Στο πιο κρίσιμο σημείο του πολέμου, λοιπόν, ο Φρανκ Στόουκς (Τζορτζ Κλούνεϊ), ένας Αμερικάνος αξιωματικός και ιστορικός τέχνης, επιφορτίζεται με την ευθύνη της συγκρότησης μιας ομάδας ειδικών σε θέματα τέχνης, η οποία θα αναλάβει την επιχείρηση ανεύρεσης και διάσωσης των έργων πολιτιστικής αξίας που κλάπηκαν απ'τους Ναζί.

Παρόλο που και οι επτά εκλεκτοί του Στόουκς δεν είναι ικανοί να πολεμήσουν λόγω ηλικίας, διαθέτουν εντούτοις την απαιτούμενη εμπειρία για να φέρουν εις πέρας το μεγαλύτερο κυνήγι θησαυρού της ιστορίας.

Προσπαθώντας να περισώσει την ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομία, η ομάδα θα εκμεταλλευτεί τις πληροφορίες της Κλερ Σιμόν (Κέιτ Μπλάνσετ) μιας σκληροτράχηλης Γαλλίδας, μέλους της Αντίστασης, για να βρει τις τοποθεσίες που οι Γερμανοί έχουν κρύψει την λεία τους.

Ο χρόνος όμως κυλάει εναντίον τους καθώς, αφενός, οι Ναζί οπισθοχωρώντας καταστρέφουν όλα τα ανεκτίμητης αξίας έργα που έχουν σφετεριστεί, και αφετέρου, οι Σοβιετικοί προσπαθούν να τα εντοπίσουν και να τα πάρουν στην κατοχή τους.

Το καινούριο φιλμ του Κλούνεϊ σημαδεύεται από τις αδυναμίες του, με σημαντικότερη ίσως, την πλαδαρή αφήγηση που επηρεάζει δομικά την ταινία. Η σαφής πρόθεση του Αμερικανού δημιουργού είναι να σκαρώσει ένα ανάλαφρο αντιπολεμικό δράμα, δίνοντας έμφαση από τη μια στις κωμικές πτυχές της ιστορίας του και υπογραμμίζοντας από την άλλη την σπουδαιότητα της οικουμενικής αποστολής των ηρώων του.

Το παράδοξο όμως είναι ότι παρά το αξιοζήλευτο καστ που διαθέτει το «Μνημείων Άνδρες» (με τους Μπιλ Μάρεϊ, Τζον Γκούντμαν, Ματ Ντέιμον, και Ζαν Ντεζαρντάν να το πλαισιώνουν) ως προς το πρώτο μέρος αποτυγχάνει πλήρως, μιας και οι ικανότατοι πρωταγωνιστές του, μοιάζουν σαστισμένοι μπροστά στα ανέμπνευστα κωμικά ευρήματα του σεναρίου.

Σχετικά με το δεύτερο σκέλος, η χαρακτηριστική εμμονή του Κλούνεϊ και του σεναριογράφου του, Γκραντ Χέσλοφ (είχε μοιραστεί το περσινό Οσκαρ Καλύτερου Σεναρίου μαζί με τον Κλούνεϊ και τον Μπεν Αφλεκ για το «Argo») σε μια διαρκή επανάληψη μονολόγων και σκηνών που εξυμνούν την σημασία της τέχνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό και την ύπαρξή του είναι τόσο κουραστικές που σχεδόν υποτιμούν τον ίδιο τον θεατή.

Επίσης, αναλογιζόμενος κανείς την διάθεση του Κλούνεϊ στο «Αι Ειδοί του Μαρτίου» να επιτεθεί στο αμερικάνικο πολιτικό σύστημα κριτικάροντας ευθέως και εξίσου Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, αποτελεί τουλάχιστον έκπληξη η επιλογή του εδώ, να πλέξει το εγκώμιο των Αμερικανών ως υπερασπιστών της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Και αν ακόμα υποστηρίξει κανείς πως το ιστορικό πλαίσιο της ταινίας ίσως δικαιολογεί μια τέτοιου είδους προσέγγιση από τον δημιουργό, το ψυχροπολεμικής προέλευσης χιούμορ που συχνά αυτός επικαλείται, δεν παύει να στέκει παράταιρο και προ πολλού ξεπερασμένο.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι πλέον φανερός ο λόγος που η ταινία καθυστέρησε να βγει στις αίθουσες αν και αρχικά ήταν προγραμματισμένη για να προλάβει - χρονικά τουλάχιστον- την οσκαρική κούρσα.

Ο φόβος για τον επικείμενο αποκλεισμό της από τις υποψηφιότητες της Ακαδημίας ήταν αυτός που πιθανόν οδήγησε και στην μετάθεση της ημερομηνίας εξόδου, με την ελπίδα των παραγωγών το «Μνημείων Άνδρες» να μην καταποντιστεί και στα ταμεία.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ