«Η τυφλότητα τελικά είναι πολύ κινηματογραφική!»

10.10.2014
Ο Έσκιλ Βόγκτ του εκπληκτικού και πολυβραβευμένου «Στο Σκοτάδι» μίλησε στο cinemag.gr για το πώς είναι να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια της τυφλής ηρωίδας του.

Μια αξιέπαινη κατανόηση πάνω στην αποξένωση, τον αποπροσανατολισμό και τη δυσκολία προσαρμογής που επιφέρει η απώλεια της όρασης σ' έναν κόσμο στον οποίο όλοι πασχίζουν να δουν και να ιδωθούν από τους άλλους, είναι το «Στο Σκοτάδι» (Blind) του Νορβηγού Έσκιλ Βόγκτ, που μετά το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Σάντανς και των Ευρωπαϊκών Αιθουσών στη Μπερλινάλε, τιμήθηκε και με εκείνο του καλύτερου σεναρίου στις πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας.

Ο -πλέον- σκηνοθέτης που για χρόνια αποτέλεσε τον μόνιμο συνεργάτη του Γιοακίμ Τρίερ στα σενάρια ταινιών όπως το «Όσλο, 31 Αυγούστου», περνάει μπροστά από την κάμερα και με την αρωγή του Θύμιου Μπακατάκη στην επιμέλεια της φωτογραφίας πλάθει μια ευφυέστατη αλληγορία όπου μια τυφλή γυναίκα (μια εκπληκτική Έλεν Ντόριτ Πίτερσεν) προσπαθεί να βρει διέξοδο στον «έξω» κόσμο.

Ο Έσκιλ Βόγκτ μίλησε στο cinemag.gr για το πόσο εύκολο είναι να γυρίσεις την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία, τη σημασία των βραβείων σε φεστιβάλ ανα τον κόσμο, αλλά και για τα επόμενά του σχέδια.

Το τρέιλερ του «Στο Σκοτάδι»

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την ταινία; Ήταν ο κεντρικός χαρακτήρας στην τελική της μορφή, ή απλώς η ιδέα του να έχεις έναν τυφλό πρωταγωνιστή, μία απαιτητική ιδέα να μεταφράσει κανείς σε σινεμά;

Διάβασα ένα βιβλίο ενός φίλου μου, όπου ένας από τους χαρακτήρες είναι μια τυφλή γυναίκα. Το κείμενο ήταν ουσιαστικά αδύνατο να κινηματογραφήσει κανείς, ένας εσωτερικός μονόλογος κάποιου που δεν μπορεί να δει, αλλά παρόλ’ αυτά δεν μπορούσα να αφήσω πίσω την αίσθηση ότι κάτι μπορεί να βρεθεί εκεί.

Τελικά, άρχισα να το γράφω και απλώς έρρεε από μέσα μου. Υπήρχαν τόσα πολλά ενδιαφέροντα, συναρπαστικά και αστεία πράγματα που χωρούν σε μια ταινία με τυφλό τον κεντρικό χαρακτήρα. Η τυφλότητα τελικά είναι –προς έκπληξή μου- πολύ κινηματογραφική! Δεν υπάρχει πολύ από το βιβλίο στην ταινία μου, αλλά εκείνη η γυναίκα του μυθιστορήματος ήταν η αφετηρία μου.

Η ταινία μοιάζει να παίζει με την εσωτερική της ζωή, την σεξουαλικότητα και το χιούμορ της, πιο πολύ απ’ ό,τι με το γεγονός ότι είναι τυφλή. Πρέπει να υποθέσουμε ότι η τυφλότητά της απλώς ακόνισε την φαντασία της ή θα ήταν τόσο ζωηρή στο γράψιμο και την αίσθηση δημιουργίας της, πιστεύετε;

Ναι, η ταινία είναι για μένα περισσότερο για τις εσωτερικές μας ζωές, πέρα από την τυφλότητα. Πάντως, για μένα η απώλεια της όρασης κάνει τους ανθρώπους να αποσύρονται περισσότερο στη φαντασία τους.

Όπως συμβαίνει και στη γυναίκα της ταινίας, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πώς η φαντασία κάποιου μπορεί να ξεφύγει χωρίς την όραση να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ένας άνθρωπος με όραση μπορεί απλώς να γυρίσει και να ελέγξει, ενώ ένας τυφλός θα πρέπει να ζει με την αβεβαιότητα.

Αυτή είναι η πρώτη σας σκηνοθετική δουλειά μεγάλου μήκους. Τι σας εξέπληξε περισσότερο; Ποιο ήταν το πιο απαιτητικό κομμάτι της νέας πρόκλησης;

Αυτό που με εξέπληξε περισσότερο ήταν το πόσο χρόνο πήρε. Ένιωθα σαν να έτρεχα σπριντ αλλά το μήκος ενός μαραθωνίου. Δεν ήμουν ποτέ σπίτι. Στο τέλος των γυρισμάτων ο γιος μου, δύο χρονών τότε, σταμάτησε να με φωνάζει «μπαμπά» και άρχισε να με φωνάζει «Έσκιλ»!

Πείτε μας για τη δουλειά σας με τον διευθυντή φωτογραφίας σας, τον Θύμιο Μπακατάκη. Πώς καταλήξατε να δουλέψετε μαζί του; Υπήρχαν κάποια στοιχεία από τις προηγούμενες δουλειές του που θέλατε συγκεκριμένα για το «Στο Σκοτάδι»;

Δεν είχα έναν μόνιμο διευθυντή φωτογραφίας, οπότε, όταν είχα την ευκαιρία να κάνω την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους, με αφέλεια άρχισα την έρευνά μου με τα κορυφαία ονόματα στην διεθνή λίστα και ήξερα τον Θύμιο από την καταπληκτική του δουλειά στον «Κυνόδοντα» και το «Attenberg».

Έστειλα το σενάριο στον ατζέντη του, αλλά δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες, ειδικά αφού ο Θύμιος μόλις είχε ολοκληρώσει την πρώτη του αμερικανική ταινία. Μερικούς μήνες μετά -και ενώ είχα τελείως εγκαταλείψει την ελπίδα μου- επικοινώνησε μαζί μου. Είχε διαβάσει το σενάριο και ήταν έτοιμος να πάρει το επόμενο αεροπλάνο για τη Νορβηγία.

Τον ήθελα όχι μόνο για το αναπάντεχα καλό του μάτι για συνθέσεις αλλά και την εκπληκτικά απλή και φυσική χρήση του φωτός. Στις ταινίες του μπορούν να συμβαίνουν τα πιο περίεργα πράγματα, αλλά χάρη στον φυσικό φωτισμό δεν χάνει ποτέ επαφή με την πραγματικότητα. Και αυτό ήταν κάτι που ήθελα για το «Blind» επίσης.

Κερδίσατε το βραβείο Σεναρίου στο πρόσφατο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Πώς βλέπετε τον ρόλο που παίζουν τα φεστιβάλ, καθώς και τα βραβεία τους, στην διαδικασία διανομής ή και παραγωγής σε κάποιες περιπτώσεις;

Γίνεται ολοένα και δυσκολότερο για μη-αμερικανικές ταινίες να βρουν διανομή έξω από την χώρα παραγωγής τους. Και οι επιλογές των φεστιβάλ και τα βραβεία είναι φοβερά σημαντικά στο να στρέφεται η προσοχή σε ταινίες που δεν έχουν την δυνατότητα να ξοδέψουν χρήματα για επικοινωνία.

Αν δεν ήταν τα φεστιβάλ, η ταινία μου θα προβαλλόταν στις νορβηγικές αίθουσες και μετά θα εξαφανίζονταν. Τώρα, η ταινία προβάλλεται σε όλον τον κόσμο και βρήκε διανομή ακόμη και στην Ελλάδα. Τι τιμή!

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Δουλεύω πάνω σε μερικά πολύ συναρπαστικά πρότζεκτ τα οποία θέλω να σκηνοθετήσω, αλλά γράφω αργά και δεν μπορώ να μιλήσω για αυτά… Ταυτόχρονα συνεχίζω να γράφω με τον καλό μου φίλο, Γιοακίμ Τρίερ, στις ταινίες του. Είναι στη Νέα Υόρκη αυτήν την περίοδο, στα γυρίσματα μιας ταινίας που γράψαμε με τον τίτλο «Louder than Bombs», με πρωταγωνιστές τον Τζέσι Άιζενμπεργκ, την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τον Γκάμπριελ Μπερν. Αναζητήστε το του χρόνου!