H δυσκολία του να επιστρέφεις

16.02.2009
Ενα βροχερό μεσημέρι του περασμένου Μαϊου, μια μέρα μετά την πρεμιέρα της ταινίας «Τokyo!» στο φεστιβάλ των Καννών, μοιραζόμαστε με τον ακριβοθώρητο (και φημολογούμενο ως εξαιρετικά δύστροπο) σκηνοθέτη ένα τραπέζι.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Ενα βροχερό μεσημέρι του περασμένου Μαϊου, μια μέρα μετά την πρεμιέρα της ταινίας «Τokyo!» στο φεστιβάλ των Καννών, μοιραζόμαστε με τον ακριβοθώρητο (και φημολογούμενο ως εξαιρετικά δύστροπο) σκηνοθέτη ένα τραπέζι. Εκείνος καταφθάνει στην ώρα του, κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα πακέτο τσιγάρα, μέσα από το οποίο τροφοδοτεί διαρκώς το ασταμάτητο κάπνισμά του. Παρά τη συννεφιά και τον μουντό καιρό της ημέρας, ο μικροκαμωμένος Καράξ δεν αποχωρίζεται λεπτό τα γυαλιά ηλίου του, ούτε τη συνήθειά του να μιλά χαμηλοφώνως και πασχίζοντας, σαν να προσπαθεί θαρρείς να αρθρώσει λέξεις μέσα από σφιγμένα δόντια. Ο χρόνος έχει σκορπίσει πάμπολλες ρυτίδες επάνω στο πρόσωπο του πάλαι ποτέ τρομερού παιδιού της γαλλικής οθόνης και οι άφθονες σιωπές αποτελούν αναγκαίο κακό μιας συζήτησης που, μέχρι τελευταίας στιγμής, πίστευα ότι δεν θα γίνει. Δεδομένου του πόσο ελάχιστα συνηθίζει να δίνει συνεντεύξεις ή της συνειδητής απόφασής του να αποσυρθεί εδώ και καιρό από την ενεργή κινηματογραφική επικαιρότητα, το γεγονός ότι πέρασα ένα ημίωρο καθισμένος δίπλα του και ακούγοντάς τον να απαντά -όχι χωρίς κάποιο δισταγμό- στις ερωτήσεις μου θα αποτελεί μια από τις πιο δυνατές αναμνήσεις που θα κουβαλώ στην επαγγελματική ζωή μου.

Μπορεί να μοιάζει απίστευτο, όμως πέρασε σχεδόν μια δεκαετία από την τελευταία σας κινηματογραφική εμφάνιση. Γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος για να επιστρέψετε στη σκηνοθεσία;

(Απαντά μετά από μεγάλη παύση) Είναι πολύ δύσκολο να σας απαντήσω.Ηταν πάντα δύσκολο για μένα να επιστρέφω. Μετά την ολοκλήρωση κάθε ταινίας μου, αισθανόμουν πάντοτε εξαπατημένος. Διαφορετικές προσδοκίες σχημάτιζα στο μυαλό μου γι’ αυτήν, διαφορετική πεποίθηση είχα για την ανταπόκριση του κοινού και, κάθε φορά, η πραγματικότητα με διέψευδε. Αυτό που συνέβαινε αμέσως μετά ήταν να χάνω κάθε εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και να απαιτείται πολύς καιρός για να μπορέσω να ξαναπιστέψω στον εαυτό μου. Κι από τη στιγμή που άρχισα να ξαναπιστεύω σε μένα τον ίδιο, ξεκινούσε μια ολόκληρη ιστορία προκειμένου να βρω τα απαραίτητα χρήματα για την επόμενη ταινία μου. Ακόμη κι όταν βρίσκω τελικά τα χρήματα, όμως, αδυνατώ πολλές φορές να βρω τους κατάλληλους ηθοποιούς που θα δουλέψουν μαζί μου. Και η αναζήτησή τους μπορεί συχνά να πάρει αρκετό καιρό. Για παράδειγμα, προσπαθώ εδώ και κάμποσα χρόνια να γυρίσω μια ταινία που απαιτεί η πρωταγωνίστριά της να είναι Ρωσίδα. Ακόμη δεν έχω καταφέρει να βρω την πρωταγωνίστρια αυτή. Η όλη διαδικασία της σκηνοθεσίας είναι εξοντωτική για μένα, όσο και αποκαρδιωτική...

Μιλάτε για τη διαδικασία αυτή σαν να πρόκειται για μια εμπειρία που σας προκαλεί απόγνωση όταν, στην πραγματικότητα, με κάθε πλάνο που γυρίζετε είναι σαν να αποθεώνετε την τέχνη της σκηνοθεσίας.

Γυρίζω ταινίες όποτε αισθανθώ την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν θα κάνω ένα φιλμ στην ύπαρξη του οποίου δεν θα πιστέψω. Εχω κάνει ελάχιστες ταινίες, όμως κάθε φορά που γύριζα κάτι, το έκανα γιατί αισθανόμουν διαφορετικός άνθρωπος από αυτός που ήμουν στην προηγούμενη ταινία μου. Το σινεμά για μένα είναι, όπως και η ζωή, μια διαδικασία συνεχούς αλλαγής και μεταμόρφωσης. Δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω μια ταινία αν αισθανόμουν ότι είμαι ο ίδιος άνθρωπος.'Η αν δεν ένιωθα μια παρόρμηση που να με πείθει να στηθώ πίσω από την κάμερα. Και κάθε φορά που γυρίζω κάτι, το κάνω σαν να πρόκειται να είναι η τελευταία μου φορά. Ακόμη και τον καιρό που ήμουν είκοσι και κάτι ετών και γύριζα το ντεμπούτο μου, από μέσα μου έλεγα ότι θα ήταν η πρώτη και η τελευταία ταινία που θα ολοκλήρωνα στην καριέρα μου. Το ίδιο ισχύει τώρα και για το κομμάτι που σκηνοθέτησα στο «Τokyo!». Το γύρισα, έχοντας στο μυαλό μου ότι μπορεί, μετά από αυτό, να μην επιστρέψω ποτέ στη σκηνοθεσία.

Θεωρώντας ότι η «Ρola Χ» αποτελεί την πιο παρεξηγημένη σας ταινία, ήθελα να μου πείτε με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι διαψευστήκατε όσον αφορά την υποδοχή και αντιμετώπισή της πριν οχτώ χρόνια.

Κάθε ταινία που γυρίζω, την πιστεύω. Μόλις κυκλοφορήσει, αρχίζω να χάνω την αρχική μου πίστη σε αυτήν. Ξέρω όμως ότι, αν μια ταινία δεν την δει κανείς, η ταινία αυτή είναι σαν να μην υπάρχει. Και απογοητεύομαι στη σκέψη αυτή. Την «Ρola Χ», λοιπόν, την είδαν ελάχιστοι άνθρωποι.Κι αυτό με στεναχώρησε πολύ.

Δεν εκτιμάτε, παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι όλες σας οι ταινίες έχουν την τάση να κερδίζουν την αναγνώριση που τους αξίζει, έστω και αρκετό καιρό αφότου κυκλοφορήσουν στις αίθουσες; Κάτι παρόμοιο συμβαίνει πλέον και με την «Ρola Χ», η οποία κερδίζει επαίνους αρκετά ετεροχρονισμένα.

Ενας Ρώσος συγγραφέας είχε κάποτε πει ότι, ακόμη κι αν δεν συναντούσε ποτέ την αναγνώριση που προσδοκούσε εν ζωή, τον παρηγορούσε πάντα το γεγονός ότι το όνομά του θα ακουγόταν σίγουρα μετά θάνατον. Εγώ δεν συμφωνώ. Θέλω τις ταινίες μου να τις βλέπουν τη στιγμή που γίνονται. Αλλιώς είναι ανώφελο.

Εχετε μπει ποτέ στον πειρασμό να γίνετε ξανά κριτικός; Αν δεν κάνω λάθος, υπήρξατε για ένα σύντομο διάστημα στο παρελθόν.

Για λιγότερο από έναν χρόνο, ίσως, όταν ήμουν δεκαοχτώ. Δεν θα ήθελα να ήμουν κριτικός, όχι. Προτιμώ να βλέπω ταινίες, παρά να μιλάω ή να γράφω γιaαυτές. Αν και δεν παρακολουθώ πολλές ταινίες πια. Τις πιο πολλές τις είδα μεταξύ των δεκαέξι και των είκοσι χρόνων μου, δημιουργίες του βωβού κυρίως κινηματογράφου και των δεκαετιών του ’30 και του ’40. Ακόμη και σήμερα, όμως, όταν δω μια ταινία αισθάνομαι ότι μπορώ να αναγνωρίσω πόσο σημαντική είναι ή όχι. Και πόσο αληθινή. Το νιώθω μέσα μου, καθώς την παρακολουθώ. Αλλά δεν μπορώ να παίξω τον ρόλο του κριτικού.

Γιατί δεν βλέπετε πλέον ταινίες; Ελλείψει χρόνου ή ελλείψει ενδιαφέροντος;

Οταν δεν μπορώ να γυρίσω τις δικές μου ταινίες, είναι πολύ επώδυνο για μένα να πηγαίνω στον κινηματογράφο για να βλέπω τις ταινίες των άλλων. Εκτός αυτού, τα τελευταία χρόνια συμβαίνει να απογοητεύομαι πολύ από αυτά που βλέπω και, κατά συνέπεια, διστάζω να επισκεφθώ ξανά τον κινηματογράφο. Οταν ήμουν νεώτερος είχα διαφορετικές ανοχές και πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Μπορούσα να δω οποιαδήποτε ταινία και έβρισκα μονίμως κάτι άξιο συζήτησης επάνω της. Ακόμη κι αν η ταινία ήταν πραγματικά κακή, επιστρέφοντας από το σινεμά εγώ προσπαθούσα να την ξαναγυρίσω στο μυαλό μου, με τον τρόπο που θεωρούσα ότι θα μπορούσε να την κάνει καλύτερη. Τώρα πια δεν έχω πλέον υπομονή. Απεχθάνομαι όλο και πιο πολύ αυτά που βλέπω στο σινεμά. Και δεν είναι καλό πράγμα όταν καταλήγεις να απεχθάνεσαι το σινεμά. Γι’ αυτό και αποφεύγω πια να πηγαίνω σε αυτό.

Παρ’ όλα αυτά έχει τύχει να δείτε κάτι ενδιαφέρον τελευταία;

Βλέπω ταινίες με την κόρη μου. Οταν αποκτάς ένα παιδί, θαρρείς ότι ο κόσμος συμβαίνει για σένα από την αρχή. Βλέπεις τα πάντα μέσα από τα μάτια του παιδιού σου κι αυτό σε βοηθά να ανακτήσεις τον ενθουσιασμό και την αθωότητα που έχεις προ πολλού χάσει για μερικά πράγματα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τις ταινίες. Βλέποντάς τες μαζί με την κόρη μου, νιώθω σαν οι εικόνες να αποκτούν άλλο χρώμα, άλλη αξία. Λέγοντας αυτό, με ενδιαφέρει πάντοτε να παρακολουθώ οτιδήποτε καινούργιο θα γυρίσει ο Σοκούροφ, ο Κιαροστάμι ή ο Γκοντάρ. Μπορεί να μην μου αρέσει αυτό που θα δω, αλλά θέλω να είμαι ενήμερος για το έργο των συγκεκριμένων σκηνοθετών.

Μερικές φορές, όμως, μπορεί να δω τον «Spider-Μan» και να τον εκτιμήσω, επειδή απόλαυσα σε αυτόν δέκα λεπτά που μου άρεσαν ιδιαιτέρως. Δεν μπορώ να πω, όμως, ότι τα τελευταία χρόνια είδα κάποια ταινία που να μου άλλαξε τη ζωή.

Συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο;

Ασφαλώς. Στο παρελθόν, όταν ήμουν πιο νέος.

Θέλετε να μου δώσετε κάποια παραδείγματα;

Μα, γιατί; Εχει περάσει πλέον αρκετός καιρός από τότε. Σκεφτόμουν, όμως, πρόσφατα τον Τσάπλιν. Μόλις έδειξα το «Χαμίνι» στην κόρη μου. Είναι πολύ μικρή για να το εκτιμήσει, ανταποκρίθηκε, όμως, πολύ θερμά σε αυτό, γεγονός που αποτέλεσε πραγματικό μυστήριο για μένα. Σκέφτομαι τον Τσάπλιν ολοένα και περισσότερο τώρα που έχω μεγαλώσει. Και μου κάνει τρομερή εντύπωση το γεγονός ότι το σινεμά του έκρυβε αρκετή σκληρότητα και πραγματισμό μέσα του. Ολοι θυμόμαστε τις ταινίες του για τον συναισθηματισμό τους, το χιούμορ τους. Το χιούμορ στα χέρια του Τσάπλιν έμοιαζε περισσότερο με αιχμηρό αντικείμενο, πάντως. Και δεν ξέρω αν το σημερινό κοινό θα ήταν έτοιμο να δεχτεί έναν καινούργιο Τσάπλιν, αν ποτέ παρουσιαζόταν ένας τέτοιος.

Πού οφείλεται, πιστεύετε, το γεγονός ότι ένας σκηνοθέτης όπως εσείς δυσκολεύεται να διεκδικήσει κραταιά θέση στο σημερινό γαλλικό σινεμά; Είναι ζήτημα αλλαγής στον τρόπο που δουλεύει ο μηχανισμός της συγκεκριμένης κινηματογραφίας;

Μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά εγώ ουδέποτε κατανοούσα τον τρόπο που λειτουργούσαν αυτοί οι μηχανισμοί. Ισως επειδή φρόντιζα να δουλεύω ως επί το πλείστον μακριά τους. Νομίζω όμως ότι αυτό που ρωτάτε δεν έχει να κάνει με το σύστημα. Εχει να κάνει με τους ανθρώπους, με το κοινό. Οι θεατές έχουν χάσει την τρέλα που είχαν κάποτε. Δεν τους αρέσει να παίρνουν ρίσκα. Προτιμούν να ακολουθούν τον ασφαλή δρόμο. Εγώ, αν βρίσκομαι σε αυτή τη θέση σήμερα, είναι επειδή με έχει ευνοήσει πολύ η τρέλα μερικών ανθρώπων. Οπως ήταν κάποιοι παραγωγοί μου. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να μην είχαν καθόλου χρήματα, προτιμούσαν ακόμη και να τα κλέψουν ωστόσο, προκειμένου να τα διαθέσουν στην πραγματοποίηση κάποιας ταινίας.

Ενώ οι σημερινοί παραγωγοί δεν έχουν τον ίδιο τυχοδιωκτικό αέρα; Την ίδια τρέλα;

Η τρέλα δεν έχει, δυστυχώς, χαθεί μόνο στο σινεμά. Εχει χαθεί και από την ίδια τη ζωή. Η εμπειρία τού να ζεις έχει γίνει αρκετά φτωχή και πεζή πλέον. Είναι φοβερό. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να περνούν τον περισσότερο χρόνο τους μπροστά από έναν υπολογιστή, συνομιλώντας μέσα από το πληκτρολόγιό τους. Τα καλέσματα του έξω κόσμου δεν τους συγκινούν πια. Πώς να περιμένεις από τους ανθρώπους αυτούς να κάνουν κάτι γνήσια ανατρεπτικό και δημιουργικό; Πώς να περιμένεις να ενδιαφερθούν για τη διαδικασία τού να γυρίζεις, να χρηματοδοτείς, να συμμετέχεις σε μια ταινία; Το να γυρίζεις μια ταινία, ξέρετε, απαιτεί ένα σεβαστό απόθεμα τρέλας από μέρους σου. Αυτή η τρέλα έχει εκλείψει πια. Τα πάντα έχουν υποστεί τη διαδικασία της αυτοματοποίησης. Στη Γαλλία γυρίζουν διακόσιες ταινίες τον χρόνο. Χαίρομαι που μπορούν να γυρίζονται τόσα φιλμ. Από την άλλη όμως με θλίβει που τα περισσότερα από αυτά είναι απλώς σκατά. Πόσες ταινίες μπορεί, έπειτα, να δει ένας θεατής σε τακτική βάση, όταν στριμώχνονται κάθε εβδομάδα πάνω από εφτά με οχτώ ταινίες στις αίθουσες; Οχι πολλές!

Παρ’ όλο που δεν γυρίζετε ταινίες με την ίδια συχνότητα που το κάνουν οι περισσότεροι συνάδελφοί σας στη Γαλλία, είστε μάλλον ο μοναδικός δημιουργός στο σύγχρονο γαλλικό σινεμά που μετρά τόσους φανατικούς θαυμαστές. Θεατές που να παθιάζονται πραγματικά με τις ταινίες σας.

Το πάθος δεν είναι, δυστυχώς, αρκετό μερικές φορές. Εκτιμώ όσους ανθρώπους αγκαλιάζουν με αγάπη τις ταινίες μου. Οι καιροί στους οποίους ζούμε, όμως, είναι αδυσώπητοι. Αν μια ταινία δεν συγκεντρώσει ένα συγκεκριμένο ποσό τις πρώτες δυο εβδομάδες προβολής της στις αίθουσες, αυτομάτως θεωρείται αποτυχία. Αν οι άνθρωποι αυτοί που αναφέρετε δεν σπεύσουν εγκαίρως να δουν την ταινία μου, σε εμπορικούς όρους το παιχνίδι γι’αυτήν έχει χαθεί. Και για μένα συνεπακόλουθα. Χαίρομαι που η πλειοψηφία του κοινού θα μπορέσει μετά να την ανακαλύψει μέσω του dvd ή της τηλεόρασης. Για μένα θα είναι, όμως, αργά.

Να ελπίζει κανείς ότι με το «Μerde», το κομμάτι που γυρίσατε για λογαριασμό του σπονδυλωτού φιλμ «Τokyo!», επιστρέφετε μια και καλή στην σκηνοθεσία;

Τι να σας πω; Ισως τα ξαναπούμε σε δυο-τρία χρόνια. Ισως και ποτέ. Σας θυμίζω αυτό που σας είπα πριν: αντιμετωπίζω κάθε μου ταινία σαν να πρόκειται για την τελευταία που γυρίζω.