Το Αίνιγμα του Μπρούνο Σ.

26.02.2009
Οταν ο Βέρνερ Χέρτζογκ έδωσε τον ρόλο του 16χρονου Κάσπαρ Χάουζερ σ'έναν 40χρονο πλανόδιο μουσικό, τον είπαν ανιστόρητο. Οταν ανακάλυψαν ότι ο μουσικός ήταν ψυχικά διαταραγμένος, τον είπαν εκμεταλλευτή. Οταν τον συνάντησαν να παίζει ακορντεόν στον δρόμο, 30 χρόνια μετά, δεν του είπαν τίποτα. Ο Μπρουνο Σ. όμως τον θεωρεί ακόμα ευεργέτη. Εξάλλου τρία είναι τα πράγματα για τα οποία αρνείται να μιλήσει. Για τον Βέρνερ Χέρτζογκ, για την οικογένεια του και για τοn Θεό.

Από την Δέσποινα Παυλάκη

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ξανθό αγοράκι. Μαμάκα, πάρε μου ένα αλογάκι. Θα ήταν για μένα ο παράδεισος παρακαλούσε όλο γλύκα. Και το αγοράκι απέκτησε δυο λευκά άλογα από αμυγδαλωτό. - Μα εγώ δεν ήθελα τέτοια άλογα φώναξε, βλέποντάς τα».

«Μamatsi» («Μαμάκα»): βερολινέζικη μπαλάντα του δρόμου, στροφή πρώτη.

Μια φορά κι έναν καιρό, στο Βερολίνο του 1932, ήταν ένα ξανθό αγοράκι που φύτρωσε στην κοιλιά μιας πόρνης, λόγω της απρέπειας ενός Πολωνού μετανάστη. Ανεπιθύμητο από Θεό και ανθρώπους, άρχισε, από την ηλικία των τριών ετών, να περιφέρεται σε κρατικά ιδρύματα. Η μητέρα του το χτυπούσε τόσο πολύ που είχε χάσει τη μιλιά του και οι Αρχές το δέχτηκαν περνώντας το για καθυστερημένο. Η άκαρδη κ. Σλάινσταϊν αποχώρησε ικανοποιημένη και δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει πίσω. Ο Μπρούνο είχε κι άλλους συγγενείς, αλλά κάνεις δεν ήθελε να τον ξέρει. Μετά από αυτά έπεσε, λοιπόν, στα χέρια των Ναζί.

Λίγο πριν αρχίσει τη συστηματική εξολόθρευση των Εβραίων, ο Χίτλερ είχε φροντίσει να εξαγνίσει την Αρια Φυλή εκ των έσω. Πρώτο θύμα του «Εθνικού Ολοκαυτώματος» ήταν τα απόβλητα παιδιά, γνωστά και ως «ausschusskinder». Σωματικά ή διανοητικά ανάπηρα, στοιβαγμένα σε ψυχιατρεία και ορφανοτροφεία, άρχισαν να εξαφανίζονται χωρίς να αφήνουν το παραμικρό ίχνος πίσω τους, αφού δεν υπήρχε κανείς να τα αναζητήσει. Η τύχη των «παιδιών ενός κατώτερου Θεού» βρισκόταν πλέον στη διακριτική ευχέρεια του Τρίτου Ράιχ. Το μεγαλύτερο ποσοστό των διαταραγμένων ανηλίκων εξολοθρευόταν χωρίς δεύτερη σκέψη, κάποιοι όμως έχαιραν προνομιακής μεταχείρισης. Και, κάπως έτσι, ο Μπρούνο έγινε πειραματόζωο.

Κάνεις δεν γνωρίζει πώς ακριβώς κατάφερε να διαφύγει, το 1955 όμως του «δόθηκε τελικά άδεια για να ζήσει» ή, τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζεται ο ίδιος. Μετά από 23 χρόνια εγκλεισμού αναδύθηκε στους δρόμους του Βερολίνου ως πλανόδιος μουσικός, χρησιμοποιώντας τις νότες ενστικτωδώς, όπως ακριβώς χρησιμοποιούσε και τις λέξεις. Μιλούσε για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο και ήξερε να παίζει πιάνο, ακορντεόν και κύμβαλα- χωρίς να τα έχει διδαχθεί ποτέ. Ο Μπρούνο ήταν κάθε άλλο παρά ανήμπορος. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια είχε μάθει τους δρόμους του Βερολίνου απέξω κι ανακατωτά και είχε αρχίσει να ασχολείται με τη ζωγραφική. Το αγαπημένο του ρεπερτόριο ήταν οι μπαλάντες του δρόμου, γνωστές και ως «moritaten», απλές μελωδίες γεμάτες μαύρο χιούμορ που παλιότερα συνοδεύονταν από την επίδειξη χειροποίητων εικόνων. Κάτι σαν τα πολυμέσα του φτωχού δηλαδή, ένα θέαμα που είχε τις ρίζες του στο 19ο αιώνα και είχε καταργηθεί από τους Ναζί. Μια και το λεξιλόγιό του δεν βοηθούσε, ο Μπρούνο ένιωθε μια επιτακτική ανάγκη να εξηγήσει τα τραγούδια του και, απ το 1965 και μετά, άρχισε να ζωγραφίζει συνοδευτικούς πίνακες.

Η εμβέλεια της γοητείας του ήταν περιορισμένη και δεν έφτανε πολύ μακρύτερα από την αγαπημένη του μπιραρία. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 60 όμως, ο σκηνοθέτης Λουτς Αϊσχολτς αποφάσισε να την απαθανατίσει. Το «Βruno Der Schwarze - Es Blies Ein Jager Wohl In Sein Ηorn», ένα ντοκιμαντέρ για τους πλανόδιους καλλιτέχνες του Βερολίνου, όχι μόνο έγινε underground επιτυχία αλλά έπεισε τον Βέρνερ Χέρτζογκ ότι είχε βρει τον επόμενο πρωταγωνιστή του. Μια εβδομάδα μετά, ο δαιμόνιος σκηνοθέτης βρισκόταν στο σπίτι του Μπρούνο για την πιο αποτυχημένη επαγγελματική συνάντηση της ζωής του. Ο Μπρούνο, κατακυριευμένος από βαθιά δυσπιστία απέναντι σε οποιαδήποτε εκδήλωση ενδιαφέροντος, αρνιόταν να τον κοιτάξει. Κανείς από τους συνεργάτες του Χέρτζογκ δεν πίστευε ότι μπορούσε να παίξει σε ταινία, πόσω μάλλον στο «Αίνιγμα Του Κάσπαρ Χάουζερ».

Αυτός όμως ήταν αποφασισμένος να τον χρησιμοποιήσει. Επρόκειτο για τη θρυλική ιστορία ενός ανήμπορου νεαρού που βρέθηκε στους δρόμους της Νυρεμβέργης στις 26 Μαϊου του 1828, ανίκανος να περπατήσει, να μιλήσει και να αναγνωρίσει οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του. Μέσα στις τσέπες του είχε ένα λευκό μαντίλι με τα αρχικά Κ.Χ., ένα κλειδί, έναν μικρό φάκελο με χρυσόσκονη, ένα κεράτινο κομπολόι κι ένα μικρό εγχειρίδιο με τίτλο «Η τέχνη της αντικατάστασης του χαμένου χρόνου και των ετών που ξοδεύτηκαν άσκοπα».

Ο Κάσπαρ Χάουζερ είχε περάσει όλη του τη ζωή κλειδωμένος σε ένα κλουβί χωρίς να βλέπει κανέναν, έκτος από ένα ζευγάρι λευκά αλογάκια που του είχαν δώσει για να παίζει και τα οποία ήταν πεπεισμένος ότι ήταν ζωντανά. Πάνω του είχε ένα γράμμα που μαρτυρούσε μέρος της ιστορίας του και κατέληγε: «Αν δεν μπορείτε να τον κρατήσετε, σφάξτε τον ή κρεμάστε τον από την καπνοδόχο». Ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν 16 χρόνων. Ο Μπρούνο Σλάινσταϊν ήταν ήδη 40, αλλά ο Χέρτζογκ ήταν σίγουρος ότι είχε βρει τον άνθρωπό του.

«Ηρθε ο χειμώνας και κάλυψε την πόλη και η παράκληση του αγοριού εισακούστηκε. Ηρθε πετώντας ο Χριστούλης και του έφερε ό,τι επιθυμούσε. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο στέκονταν όλο περηφάνια δύο λουστραρισμένα ξύλινα αλογάκια. Μα εγώ δεν ήθελα τέτοια άλογα φώναξε εκείνο, βλέποντάς τα».

«Μamatsi» («Μαμάκα»): βερολινέζικη μπαλάντα του δρόμου, στροφή δεύτερη.

Για πρώτη φορά στη ζωή του, η εταιρεία παραγωγής τον ανάγκασε να κάνει δοκιμαστικό. Εντυσε τον Μπρούνο με το κοστούμι του χαρακτήρα, νοίκιασε συνεργείο και έκατσε πίσω από την κάμερα. «Το αποτέλεσμα έμοιαζε με παιδί που γεννιέται νεκρό. Ηταν εντελώς άψυχο. Μελετώντας, όμως, το υλικό συνειδητοποίησα ότι δεν έφταιγε ο Μπρούνο. Εφταιγα εγώ!», συνειδητοποίησε ο Χέρτζογκ και ξεκίνησε αμέσως τα γυρίσματα. Μετά από χρόνια κακοποίησης, η μητέρα του, οι Ναζί και τα διάφορα κρατικά ιδρύματα είχαν εξαλείψει κάθε είδους ανθρώπινη λειτουργία από τον εγκέφαλό του. Δεν ένιωθε καν την ανάγκη να φροντίζει τον εαυτό τον. Ηταν, δηλαδή, τέλειος για τον ρόλο του Κάσπαρ. «Ο Μπρούνο είχε πλήρη συνείδηση ότι η ταινία δεν είχε μόνο να κάνει με το πώς η κοινωνία είχε σκοτώσει τον Κάσπαρ Χάουζερ, αλλά και με το πώς είχε καταστρέψει τον ίδιο». Πολλοί τον άκουσαν, λίγοι τον πίστεψαν.

Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία ήταν επίπονη. Ο Μπρούνο ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον ρόλο του ώστε αρνιόταν να αποχωριστεί την γκαρνταρόμπα του Κάσπαρ και κάθε βράδυ κοιμόταν μπροστά στην πόρτα του καμαρινιού, για να μπορεί να δραπετεύσει σε ώρα ανάγκης. Συνηθισμένος στις επιδρομές της αστυνομίας και τις συνεχείς αποδράσεις από κλινικές και ψυχιατρεία, δεν μπορούσε με τίποτα να ξαπλώσει σε κρεβάτι. Τα γυρίσματα τον εξαντλούσαν τρομερά με αποτέλεσμα να αποτραβιέται μετά από κάθε σκηνή, ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις τους με δίλεπτους ύπνους. Οι μικρές χειμέριες νάρκες του επαναλαμβάνονταν περίπου δέκα φορές τη μέρα. Υπήρχαν, όμως, και στιγμές κατά τις οποίες παρεκτρεπόταν τελείως και ωρυόταν ώρες ολόκληρες για τις αδικίες του κόσμου και άλλα δεινά του δυτικού πολιτισμού. Η παραγωγή παρέλυε τελείως και όλοι τον παρακολουθούσαν με προσοχή μέχρι να ξεδώσει. «Είχα θυμώσει πολύ με έναν ηχολήπτη, που κάποια στιγμή βαρέθηκε και άρχισε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό. Σε πληρώνω για να ακούς τον Μπρούνο, του είπα. Και μαζί με σένα θα τον ακούσουμε όλοι!», θυμάται ο Χέρτζογκ.

Και πράγματι, η υπομονή του απέδωσε. Αφού προσάρμοσε ολόκληρο το σενάριο στην αυτοσχέδια διάλεκτο του Μπρούνο, που έμοιαζε να ανακαλύπτει τα γερμανικά για πρώτη φορά, το «Αίνιγμα Του Κάσπαρ Χάουζερ» έγινε δεκτό στις Κάννες. Ο Χέρτζογκ δίσταζε τρομερά να τον πάρει μαζί του, αφού η εκτεταμένη απομάκρυνση από οικείο περιβάλλον δεν θα του έκανε καθόλου καλό. Ο ίδιος, όμως, επέμενε τρομερά. Τελικά, όχι μόνο πήγε στο Φεστιβάλ αλλά κατέπληξε τους πάντες με το ακορντεόν και την ιδιοσυγκρασιακή λογική του: «Και τώρα θα σας παίξω όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου» ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους που είχαν έρθει να παρακολουθήσουν τη συνέντευξη Τύπου. Στην πραγματικότητα, ο μόνος λόγος που επέμενε τόσο πολύ να πάει στις Κάννες ήταν για να δει επιτέλους τη θάλασσα. Κι όταν κάποιος του είπε ότι δεν ήταν τόσο καθαρή, ο Μπρούνο το θεώρησε αυτονόητο: «Οταν ο κόσμος θα αδειάσει από ανθρώπους, θα καθαρίσει ξανά».

Μετά τη συνεργασία του με τον Βέρνερ Χέρτζογκ κατάφερε επιτέλους να ενοικιάσει ένα αξιοπρεπές διαμέρισμα και να αγοράσει το πιάνο που πάντα ονειρευόταν. Κατά τα άλλα, το μόνο που ήθελε να πάρει μαζί του από το γύρισμα, δεν ήταν ούτε ενθύμια ούτε φωτογραφίες. Ηθελε το ξύλινο τραπέζι όπου έγινε η αυτοψία του Κάσπαρ Χάουζερ.

«Οταν είδα τον εαυτό μου να κείτεται πάνω στο τραπέζι, κατάλαβα ότι η πραγματική αιτία θανάτου ήταν η νοσταλγία. Πρέπει να το αποκτήσω!». Ο σκηνοθέτης δεν τον πήρε και πολύ στα σοβαρά, μέχρι που ο Μπρούνο του έδωσε για αποχαιρετιστήριο δώρο έναν από τους πίνακές του. Είχε ζωγραφίσει τον εαυτό του, να κοίτεται νεκρός πάνω στο τραπέζι. «Αιτία θανάτου: νοσταλγία», έγραφε από πάνω. Ο Βέρνερ Χέρτζογκ αγόρασε αμέσως το τραπέζι από την εταιρεία ενοικίασης και του το χάρισε.

«Πέρασαν τα χρόνια και το αγοράκι έγινε άντρας. Μια μέρα σταμάτησαν μπροστά στο σπίτι του τέσσερα υπέροχα άλογα, που έσερναν μια νεκροφόρα. Μέσα ήταν η νεκρή του μητέρα. Και ξαναθυμήθηκε την παιδική του ηλικία. Μαμάκα πάρε μου ένα αλογάκι. Θα ήταν παράδεισος για μένα. Μαμάκα, δεν εννοούσα άλογα πένθους».

«Μamatsi» («Μαμάκα»): βερολινέζικη μπαλάντα του δρόμου, τελευταία στροφή.

Η ξαφνική δημοσιότητα άλλαξε τη ζωή του Μπρούνο προς το καλύτερο. Πέντε εβδομάδες συντροφικότητας στο σετ μιας ταινίας δεν αρκούσαν, βέβαια, για να σβήσουν 23 χρόνια δυστυχίας. Κατάφεραν, όμως, να κάνουν τον Μπρούνο κοινό κτήμα όλων των Βερολινέζων. Ο μπαρμπέρης της γειτονιάς τον κούρευε δωρεάν και άγνωστοι τον έσερναν στο φούρνο για να του αγοράσουν κέικ. Οπως ακριβώς ο Κάσπαρ ενάμισι αιώνα νωρίτερα, έτσι κι ο Μπρούνο έγινε προς στιγμή αντικείμενο θαυμασμού από τους διανοούμενους της εποχής του, αλλά τίποτα δεν είχε πραγματικό αντίκτυπο στον ψυχισμό του. Μέχρι που το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.

«Μετά την κυκλοφορία της ταινίας, πήρα στο εργοστάσιο που εργαζόταν ως χειριστής ανυψωτήρα και ζήτησα να του μιλήσω. Συγνώμη, αλλά ο Μπρούνο μας δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή, μου είπε η γραμματέας. Τώρα πια ήταν ο Μπρούνο μας»! Το τηλεφώνημα του Χέρτζογκ όμως δεν ήταν για καλό. Είχαν ήδη περάσει δυο χρόνια από την πρώτη τους συνεργασία τους και ο σκηνοθέτης ήθελε οπωσδήποτε να διασκευάσει Βόιτσεκ. Κάπου στην πορεία, ωστόσο, αποφάσισε να δώσει τον ρόλο στον Κλάους Κίνσκι. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο Μπρούνο έμεινε άναυδος. «Μα έχω ήδη κανονίσει να πάρω άδεια απ τη δουλειά, τι θα κάνω τώρα;». Ντροπιασμένος, ο Χέρτζογκ του υποσχέθηκε ότι θα κάνουν μια άλλη ταινία. Ηταν Δεύτερα. Μέχρι το Σάββατο είχε ήδη γράψει το σενάριο του «Stroszek», διαλέγοντας ένα τίτλο που θύμιζε φωνητικά το «Βόιτσεκ» για να μην πικράνει τον πρωταγωνιστή του. Μέρος των γυρισμάτων έγινε στη Νέα Υόρκη, όπου ηθοποιοί και συνεργείο κατάφεραν να συλληφθούν τρεις φορές. Το διαμέρισμα του ήρωα Στρότσεκ δεν ήταν άλλο από το σπίτι που είχε καταφέρει να ενοικιάσει ο Μπρούνο, χάρη στο «Αίνιγμα Του Κάσπαρ Χάουζερ». Κι από τότε τι;

Μια έκθεση ζωγραφικής για τα 75α του γενέθλια και μετά σιωπή. «Πέταξαν τον Μπρούνο στα σκουπίδια» ψιθύρισε ο ίδιος μελαγχολικά σε δημοσιογράφο της Herald Tribune που τον πλησίασε, μετά από αυτοσχέδια παράσταση σε συνοικιακό μπαρ. Οχι ο Χέρτζογκ, οι άνθρωποι.

Ο Μπρούνο μένει ακόμα στο ίδιο διαμέρισμα, αλλά ο δρόμος έχει γεμίσει πια πόρνες. Τα υπάρχοντά του πολλαπλασιάστηκαν: δύο πιάνα, αμέτρητοι μύλοι καφέ, μια καρέκλα οδοντιατρείου, ένας ωκεανός από χαρτιά... Το εργοστάσιο τού έδωσε σύνταξη και πλέον ο Μπρούνο έχει όλο το χρόνο να ασχοληθεί με τη ζωγραφική του, αλλά αυτός παιδεύει τον ίδιο πίνακα εδώ κι έξι μήνες: μια πυρκαγιά, ένα κακό όνειρο, η βερολινέζικη άρκτος και μια βροχή από σταυρούς. Μια γκαλερί στην πόλη εμπορεύεται την τέχνη του, αλλά αυτός προτιμάει να παίρνει τους δρόμους «επικοινωνώντας» μελωδίες με το ακορντεόν του.

Ο λόγος του είναι ακόμη χαώδης: ένας αχταρμάς από στίχους και αυτοσχέδιες εκφράσεις που με το ζόρι ξεκολλούν από τα χείλη του. Δεν σταματάει όμως ποτέ να τραγουδάει και το αγαπημένο του κομμάτι είναι ακόμη το «Μamatsi».

Μα ποιος είναι επιτέλους ο κύριος Στρότσεκ
Ο μυστηριώδη τίτλος που κοσμεί μια από τις καλύτερες ταινίες του Βέρνερ Χέρτζογκ ήταν ηθική υποχρέωση. Κάποτε ο σκηνοθέτης ήταν γραμμένος σ' ένα Πανεπιστήμιο στο Μονάχου, όπου σπανίως πατούσε το πόδι του. Ηρθε, όμως, η στιγμή να γράψει μια εργασία, ειδάλλως θα κοβόταν. Πλησίασε λοιπόν έναν τύπο τον οποίο μετά βίας γνώριζε και του ζήτησε να του τη γράψει αυτός. «Κι εσύ τι θα μου δώσεις για αντάλλαγμα;» τον ρώτησε ο κ. Στρότσεκ. «Μια μέρα θα κάνω το όνομά σου διάσημο!» του απάντησε. Στην πραγματικότητα, το «Stroszek» ήταν η δεύτερη απόπειρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, αφού την πρώτη φορά είχε βαφτίσει έτσι έναν χαρακτήρα στο «Signs Of Life» (1968), αλλά η ταινία δεν πήγε καλά με αποτέλεσμα ο Χέρτζογκ να νιώθει υποχρεωμένος να ξαναπροσπαθήσει. Ο πρώτος Στρότσεκ πάντως ήταν ένας Γερμανός στρατιωτικός που βολόδερνε στην Κω των Δωδεκανήσων μέχρι που έχασε τα μυαλά του και άρχισε να απειλεί ότι θα ανατινάξει την πόλη, σε ένα από τα πιο σπάνια ντοκουμέντα της πρώιμης καριέρας του Χέρτζογκ.