Δημόσιος Κίνδυνος

30.06.2009
Την περίοδο της Ύφεσης στην Αμερική, ο Τζον Ντίλιντζερ ήταν ο πλέον καταζητούμενος γκάνγκστερ της χώρας, με "ειδικότητα" στις ληστείες τραπεζών...

Ο Μάικλ Μαν στήνει την καινούργια του ταινία γύρω από την προσωπικότητα του Τζον Ντίλιντζερ, όχι με το να ανατρέξει στα παιδικά του χρόνια και να καταλήξει στη λύτρωση, επαναλαμβάνοντας το κλισέ που καταδιώκει 9 στις 10 κινηματογραφικές βιογραφίες. Προσπερνώντας το παρελθόν του και αφήνοντας το μέλλον κρυμμένο πίσω από αβέβαιους επιθανάτιους ψιθύρους, τον παγιδεύει σε ένα αέναο Εδώ Και Τώρα με τη βοήθεια του καλύτερου και πιο ανθρώπινου από ποτέ Τζόνι Ντεπ.
Και τον κινηματογραφεί σαν έναν άνθρωπο που αναζητεί αγωνιωδώς την ταυτότητά του πίσω από το ηρωικό προσωπείο του Ρομπέν των Δασών που ο απελπισμένος και οικονομικά καταπιεσμένος λαός, σε αναζήτηση ηρώων-σταρ, του έχει φορέσει.

Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ο Πέρβις του Κρίστιαν Μπέιλ αναπτύσσει στο περιθώριο μια καταραμένη περσόνα που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ξεφύγει από την έλξη που του ασκεί ο χαρισματικός εγκληματίας, καθορίζοντας την ύπαρξή του βάσει εκείνου.


Αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των δύο αντρών, η καταπίεση εμμονών και απαγορευμένων επιθυμιών που σκαρφαλώνουν στην επιφάνεια, σε συνδυασμό με τον HD ονειρισμό της φωτογραφίας του Ντάντε Σπινότι φέρνει τον «Δημόσιο Κίνδυνο» εξίσου κοντά στην «Ενταση» και στο ποιητικό και κατάφωρα υποτιμημένο «Miami Vice, και χάρη σε ένα συνδυασμό παραγόντων καταφέρνει ως ταινία να είναι άμεση και άχρονη παρά την τοποθέτησή της σε μια συγκεκριμένη περίοδο.


Από τη μία, ο Μαν επιλέγει να αφήσει έξω από το κάδρο του τις συνθήκες της ίδιας της ύφεσης. Οπως υπονοείται στις σκηνές του Ντίλιντζερ μέσα στη σκοτεινή αίθουσα καθώς γίνεται ένα με το κοινό (του), πρόκειται για απόφαση μάλλον συνειδητή με σκοπό να βάλει τον θεατή μέσα στην ταινία, αφήνοντας τον καθένα από εμάς (κι ενώ ζούμε τη δική μας οικονομική κρίση) να προβάλει εκεί τις δικές του ανησυχίες.


Από την άλλη, τo ψηφιακό βίντεο προσδίδει μια πρωτόγνωρη αίσθηση για ταινία εποχής και θα χρειαστεί λίγη ώρα μέχρι να συνηθίσει το μάτι και το αυτί στην ποιότητα-κρύσταλλο, πριν τελικά φανεί πως αυτό το φορμά αναδεικνύει αποτελεσματικότερα από ό,τι το φιλμ τις σκηνές δράσης (και όχι μόνο) όπως τις συλλαμβάνει ο Μαν. Ο οποίος ολοκληρώνει εδώ μια, πρώτα απ’ όλα, συναρπαστική περιπέτεια με σεκάνς καθηλωτικές που ποτέ δεν επαναλαμβάνονται, ιδίως κατά τη συγκλονιστική τελευταία πράξη. Νωρίτερα η ταινία έχει αφεθεί να ακολουθήσει λημέρια ίσως υπερβολικά γνώριμα, αναρωτιέται όμως κανείς αν το focus που αποκτά στο τέλος ήταν πάντα εκεί και μας είχε διαφύγει. Μιας= και ο χρόνος πάντα φέρεται καλά στις ταινίες του Μαν, οι επαναληπτικές θεάσεις κρίνονται κι εδώ απαραίτητες.


ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ