Άδωξοι Μπάσταρδη

19.08.2009
Η πολυαναμενόμενη ταινία του 2009 είναι γεγονός! Η αναμονή τελείωσε... κι έρχεται το έξαλλα χορογραφημένο spaghetti western του 21ου αιώνα. Μια αδρεναλινική ταινία με πρωταγωνιστή τον αγνώριστο Μπραντ Πιτ σε ρόλο Εξολοθρευτή Ναζί.

Στην κατεχόμενη Γαλλία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, οι δρόμοι μιας σκληροτράχηλης διμοιρίας Αμερικανών στρατιωτών, μιας Εβραίας φυγάδος και μιας επίλεκτης ομάδας πρακτόρων συναντιούνται γύρω από ένα παράτολμο σχέδιο εξόντωσης των μεγάλων αξιωματικών του Τρίτου Ράιχ.


"Θα ήθελα να με θυμούνται λιγότερο ως έναν καλό σκηνοθέτη και περισσότερο ως έναν ικανό σεναριογράφο" είχε πει κάποτε ο Κουέντιν Ταραντίνο σε μια συνέντευξή του, προδίδοντας πόσο θα επιθυμούσε η υστεροφημία του να εξασφαλιζόταν μέσα από τη γραμματική των λέξεων και την ικανότητα της συγγραφής.


Οι λέξεις είναι και η κινητήρια δύναμη της ανορθόδοξης πολεμικής ταινίας που προσπαθούσε εδώ και δέκα χρόνια να συλλάβει στο χαρτί και που μόλις τώρα κατόρθωσε να ολοκληρώσει. Ξεκινώντας από έναν ιδιόρρυθμο αναγραμματισμό στον τίτλο ενός παλιού φιλμ του Ενζο Καστελάρι, ο Ταραντίνο θέλησε με το "Inglourious Basterds" (που ατύχησε στην καθόλου χαριτωμένη ελληνική του μετάφραση) να κερδίσει οριστικά και αμετάκλητα τα διαπιστευτήρια του ικανού σεναρίστα.


Οι θεατές που θα πληρώσουν εισιτήριο για την καινούργια του ταινία ενδέχεται, ωστόσο, να απογοητευτούν, με τον ίδιο τρόπο που αυτό συνέβη σε μερίδα του κοινού που την παρακολούθησε στις Κάννες. Παρακινούμενοι από μια αποπροσανατολιστική διαφημιστική καμπάνια που επιμένει να παρουσιάζει το φιλμ ως μια βίαιη και διασκεδαστική περιπέτεια, θα νιώσουν ίσως εξαπατημένοι που οι "Μπάστερδοι" δεν είναι ούτε το κλασικό χωνευτήρι ποπ και σινεφίλ αναφορών στο οποίο έχει συνηθίσει τους θαυμαστές του ο σκηνοθέτης ούτε το κοκτέιλ τσαμπουκά και χιούμορ που επιμένουν να παρουσιάζουν τα τρέιλερ. Ισως επειδή η πρόθεση του Ταραντίνο δεν ήταν αυτή.


Χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια, η ταινία ξεδιπλώνεται ουσιαστικά μέσα από μια σειρά λεκτικών συνδιαλλαγών. Οι λέξεις κατέχουν εδώ πρωταγωνιστικό ρόλο κι αυτό καθίσταται σαφές ήδη από το αριστουργηματικό πρώτο ημίωρο όπου ο σκηνοθέτης δημιουργεί εξαιρετική ένταση μέσα από μια φαινομενικά απλή συνομιλία ανάμεσα σε δυο άντρες. Ο ένας είναι ένας φοβισμένος Γάλλος χωρικός. Ο δεύτερος αποτελεί μια από τις πιο αξέχαστες φιγούρες κακού που μας έδωσε ποτέ το σινεμά: ερμηνευμένος με εκπληκτική ακρίβεια από τον Κρίστοφ Βαλτς, o σαρδόνιος Γερμανός συνταγματάρχης, που έχει βαλθεί να εξοντώσει όσους περισσότερους Εβραίους μπορεί, επιστρατεύει το χάρισμα της ευγλωτίας που κατέχει στην υπηρεσία των μακιαβελικών του μεθόδων.


Ανοίγοντας δρόμο μέσα από ποικίλες διαλέκτους, ο γοητευτικός αυτός διάβολος χρησιμοποιεί το λόγο ακριβώς όπως θέλει να τον παρομοιάσει ο Ταραντίνο στην ταινία: Ως ένα πανίσχυρο όργανο εξουσίας και υποταγής, ένα εργαλείο υποβολής και πρόκλησης φόβου και ένα μέσο απόλυτης χειραγώγησης όσων υστερούν στη χρήση του. Ομοίως συνεπαρμένος από τη σαγήνη των λέξεων, ο Ταραντίνο αφήνει τον υπερβολικό του ζήλο να ξεχειλώσει κάποια διαλογικά κομμάτια του φιλμ και να προκαλέσει μικρές αφηγηματικές αρρυθμίες. Υπογράφει, ωστόσο, την πρώτη πολεμική ταινία όπου τα πυρά που ανταλάσσονται είναι ως επί το πλείστον λεκτικά και οι μάχες κερδίζονται και χάνονται μέσα από τις φράσεις που ξεστομίζονται.


Οι "Μπάστερδοι" δεν είναι εντούτοις ένα σεμινάριο γλωσσολογίας. Είναι η εικονογράφηση μιας ξέφρενης φαντασίωσης. Ο Ταραντίνο διαστρεβλώνει με αυθάδεια την καταγεγραμμένη Ιστορία, εμπλέκει στον αναληθοφανή ιστό του υπαρκτά πρόσωπα και ξαναγράφει την τελική έκβαση του πολέμου μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα. Εκεί όπου μια ολόκληρη μικρογραφία του Δευτέρου Παγκοσμίου γίνεται θεατής και κομπάρσος στο δικό της έργο ζωής και θανάτου. Κινώντας τα νήματα πίσω από την κάμερα, ο Ταραντίνο απευθύνει μια ενθουσιώδη χειρονομία πίστης στη δύναμη του σινεμά να χρησιμεύει ως ιδανική συλλογική ψευδαίσθηση. Και να αποκαθιστά όσους ευσεβείς πόθους η πραγματικότητα δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματώσει.


ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ