Ξαφνικά ο τρόμος έγινε εμπορικός ...

16.07.2007
«Grindhouse». Οπως «δύο ταινίες, σεξ - καράτε» κατά το ελληνικότερον. Το διπλό κινηματογραφικό πρόγραμμα, με φιλμ τρίτης διαλογής. Λίγο γυμνό, λίγο ξύλο, πολλή... παρακμή.

Συνέντευξη Ρόμπυ Εκσιελ
[email protected]

«Grindhouse». Οπως «δύο ταινίες, σεξ - καράτε» κατά το ελληνικότερον. Το διπλό κινηματογραφικό πρόγραμμα, με φιλμ τρίτης διαλογής. Λίγο γυμνό, λίγο ξύλο, πολλή... παρακμή. Σε αίθουσες παλιές και αραχνιασμένες με κόπιες ανεπανόρθωτα σακατεμένες. Παρακμή αλλά και εμπειρία. Την οποία επιχείρησαν να μεταφέρουν οι Κουέντιν Ταραντίνο και Ρομπέρτο Ροντρίγκεζ, γυρίζοντας ο καθένας τη δική του ταινία και ενώνοντάς τες στη συνέχεια σ' έναν κοινό φόρο τιμής. Για την επίσημη συμμετοχή του στις Κάνες, το «Death proof» του Ταραντίνο αυτονομήθηκε από το σύνολο και επεκτάθηκε από 90 σε 127 λεπτά - όπως άλλωστε θα προβληθεί σε όλες τις εκτός ΗΠΑ χώρες για εμπορικούς λόγους. Ας δούμε πώς βλέπει μεταξύ άλλων, αυτή την απόσχιση ο ίδιος, ο 43χρονος σκηνοθέτης, που από υπάλληλος επαρχιακού βιντεοκλάμπ στη Μινεσότα εξελίχθηκε σε μορφή εμβληματική του μοντέρνου αμερικάνικου σινεμά, με μόνα όπλα το ταλέντο και την κινηματογραφοφιλία του.

Το «Death proof» αυτονομήθηκε ως ταινία από ένα δίπτυχο με συνολικό τίτλο «Grindhouse», που περιλαμβάνει άλλο ένα φιλμ το «Ρlanet terror» του Ρομπέρτο Ροντρίγκεζ καθώς και διάφορα επινοημένα τρέιλερ. Πόσο δύσκολο ήταν να το αποσπάσετε και να προσθέσετε τις σκηνές που είχατε αρχικά αφαιρέσει;

Πιο δύσκολο ήταν το αρχικό εγχείρημα της αφαίρεσης. Κοιτάξτε, κάναμε τρεις διαφορετικές ταινίες. Το «Death proof», το «Ρlanet terror» και το «Grindhouse». Οι πρώτες δύο στέκονται ως ταινίες από μόνες τους. Το «Grindhouse» ήταν κάτι άλλο, κάτι ακόμα πιο σημαντικό από τις ίδιες μας, εμένα και του Ρόμπερτ, τις ταινίες. Ηταν η εμπειρία που προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε. Μια νύχτα με ταινίες από το 70 που δεν υπάρχουν πια, παιγμένες σε αίθουσες παρακμιακές με κόπιες φθαρμένες, κομπλέ με τα τρέιλερ και όλα τα σχετικά. Λοιπόν, όσο κι αν αγαπώ την ταινία μου, την πλήρη αρχική εκδοχή, έπρεπε να αφαιρέσω οτιδήποτε αποσπά απ αυτή την εμπειρία. Κι αυτό ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική πρόκληση. Μια ευκαιρία όχι μόνο να φτάσω στο κόκαλο, αλλά και να το θρυμματίσω λιγάκι. Πόσες σκηνές μπορείς να βγάλεις και η ταινία να λειτουργεί ακόμα, να βγάζει νόημα; Εν πάση περιπτώσει η εκδοχή που παίχτηκε στις Κάνες είναι η πρώτη εκδοχή, η πριν το «Grindhouse». Είναι η ίδια που θα δείτε εσείς και θα παιχτεί σε όλες τις μη αγγλόφωνες χώρες που δεν είναι εξοικειωμένες με τη λογική του «διπλού προγράμματος».

Πάντως και στην Αμερική που παίχτηκε ως δίπτυχο - πρώτα η ταινία του Ροντρίγκεζ και μετά η δική σας - υπήρχε πολύς κόσμος που έφευγε στα μισά χωρίς να περιμένει το «Death proof»...

Θεμιτό. Κι εμένα μου άρεσε το διπλό πρόγραμμα, αλλά δεν έβλεπα πάντα και τις δύο ταινίες. Ο κόσμος αντέδρασε στην (τρίωρη) διάρκεια. Και συμφώνησα κι εγώ. Ναι, μπορεί να σου δίνουν δύο ταινίες στην τιμή της μίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεις και τις δύο. Αν δεις το «Ρlanet terror» είσαι μια χαρά καλυμμένος για τη βραδιά. Πήγαινε σπίτι σου! (γέλια)

Η ταινία σας είναι αρκετά βίαιη, στο βαθμό που κάποιος κακοπροαίρετος θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει «πορνογραφικό βασανιστήριο», όπως συνηθίζουν να αποκαλούν πολλές σύγχρονες ταινίες τρόμου σήμερα. Πώς βλέπετε τον χαρακτηρισμό;

Κοιτάξτε, εμένα αυτού του τύπου οι ταινίες με συναρπάζουν απίστευτα. Κάποιοι τις λένε «πορνογραφικό βασανιστήριο» στεκόμενοι προφανώς ηθικά απέναντί τους. Εγώ τις λέω ταινίες ακραίας βίας. Τις θεωρώ τρομερά ενδιαφέρουσες, όπως ενδιαφέρον έχει και η ρίζα τους. Η αρχή έγινε πριν από 7 χρόνια περίπου στην Ιαπωνία, μ ένα ρεύμα ταινιών όπως αυτές του Τακάσι Μιίκε - αιματηρές ταινίες τρόμου ή γκανγκστερικές περιπέτειες. Το συναρπαστικό ήταν ότι κάτι ανάλογο δεν μπορούσες να το κάνεις τότε στην Αμερική. Δεν θα τη γλίτωνες από τη λογοκρισία (αν και πιστεύω ότι οτιδήποτε γλιτώνεις αν έχεις ταλέντο). Λοιπόν, έχει σημασία το ότι οι φαν εκείνων των ταινιών τότε είναι οι σκηνοθέτες ταινιών τρόμου σήμερα. Που έβλεπαν αυτά τα φιλμ - αργότερα κι από την Κορέα, τα συνέλεγαν, επηρεάζονταν απ αυτά και κάποια στιγμή ήθελαν να κάνουν τις δικές τους εκδοχές. Και σιγά σιγά το κατάφεραν. Υπήρξε δηλαδή μια λογική εξέλιξη του είδους από την Απω Ανατολή μέχρι τις ΗΠΑ. Μετά το «Σε βλέπω» και την επιτυχία του, ο δρόμος άνοιξε. Μέχρι τότε ο τρόμος είχε κακό όνομα. Πάντα στο περιθώριο, εκτός συστήματος. Ποτέ εμπορικός όπως κάποιοι πιστεύουν. Ξαφνικά όμως έγινε εμπορικός και μια σειρά από σκηνοθέτες άρχισαν να διαμορφώνουν την πορεία τους.

Οπως σε όλες τις ταινίες σας, έτσι κι εδώ, τον πρώτο λόγο έχει η φυσική, σωματική δράση. Ποια είναι η σχέση σας με τα ειδικά εφέ; - αν φυσικά υπάρχει.

Δεν υπάρχει. Χωρίς να θέλω να ακουστώ σαν ο «παλιός» ο γηραιός της γειτονιάς, δεν είμαι φαν της τεχνολογίας. Δεν τα χρειάζομαι τα ειδικά εφέ και πιστεύω ότι στην πραγματικότητα κανένας σκηνοθέτης δεν τα χρειάζεται. Μπορεί να σου κάνουν ευκολότερη τη ζωή τη μέρα... Τρίτη, ας πούμε αλλά χάνεις την Τετάρτη. Ομολογώ όμως ότι μ αρέσουν τα μηνύματα με κινητά. Ειδικά με γυναίκες. Αυτό το παιχνίδι της ρομαντικής ανάκρισης...

Σε 15 χρόνια έχετε κάνει μονάχα πέντε ταινίες. Είναι θέμα επιλογής τούτη η σχετική αραιότητα στη δουλειά;

Κοιτάξτε, ποτέ δεν κάνω σχέδια, δεν αναλαμβάνω πρότζεκτ. Κάνω τις ταινίες μου από το μηδέν. Ούτε βέβαια περιμένω να μου προτείνουν ούτε σενάρια να «ψαρέψω» από την αγορά. Ολα αρχίζουν με μια άσπρη κόλλα χαρτί. Ετσι λειτουργεί για μένα κάθε ταινία. Ξεκινώντας από μια κενή σελίδα και τα τελειώνοντας στα ζενερίκ του φινάλε. Δεν θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά η γραφή μου είναι καλύτερη από πολλά σενάρια. Ισως γιατί αυτό που γράφω δεν το σκέπτομαι ποτέ ως προσχέδιο γι αυτό που θα γυρίσω, αλλά σαν ένα κομμάτι λογοτεχνίας που θα μπορούσε να διαβάζεται από μόνο του.

Οταν, λοιπόν, αντικρίζεις τη λευκή κόλλα, αρχίζεις από το μηδέν. Κάθε φορά. Οτιδήποτε έχεις κάνει πριν δεν έχει την παραμικρή σημασία. Είναι λίγο τρομαχτικό, θέλει τον χρόνο του, αλλά νομίζω αξίζει τον κόπο. Πάντως δεν έχει περάσει και πολύς χρόνος από τότε που έκανα το «Κill Βill». Αλλωστε, σκηνοθέτησα στο μεταξύ κι ένα δίωρο επεισόδιο του «C.S.Ι.» για την τηλεόραση.

Ο φίλος και συνεργάτης σας, Ρομπέρτο Ροντρίγκεζ, ετοιμάζει ένα ριμέικ της καλτ ταινίας «Μπαρμπαρέλα». Θα συμμετάσχετε στο σχέδιο;

Οχι, δεν θα αναμειχθώ. Οταν όμως κάνει το «Αμαρτωλή πόλη 2», ενδεχομένως να σκηνοθετήσω κάποια κομμάτια, όπως είχαμε κάνει και με το πρώτο.

Η εμπειρία
«Ηθελα να δώσω την αίσθηση μιας κόπιας - σπαγγέτι»

Αν και έχει την αίσθηση της δεκαετίας του 70, η ιστορία σας διαδραματίζεται στη σημερινή εποχή...

Οντως. Η πλάκα ήταν να μηχανευτούμε τους τρόπους κινηματογράφησης του 70, ενώ η πλοκή είναι σύγχρονη. Τα μπλουζάκια των κοριτσιών ας πούμε, είναι όλα ρετρό. Οχι αυθαίρετα όμως. Πολλές κοπέλες που ξέρω φοράνε τέτοια μπλουζάκια. Τους αρέσει να κυνηγάνε μακό με τη στάμπα του Κέρμιτ ή του Σον Κάσιντι. Τα θεωρούν σέξι όπως κι εγώ. Οσον αφορά τώρα την αισθητική, η ιδέα ήταν όχι ακριβώς να αντιγράψω το 70 αλλά να μιμηθώ την εικόνα μιας «grindhouse» ταινίας. Θα σας πω γιατί. Αυτές οι ταινίες βγαίνανε τότε σε 6, 7 κόπιες το πολύ - όχι σε 3.000 όπως βγαίνουν τα φιλμ σήμερα. Και τις πήγαιναν όχι από πολιτεία σε πολιτεία, αλλά από μεγαλούπολη σε μεγαλούπολη. Εκανε, ας πούμε, πρεμιέρα η ταινία στο Ντάλας, μετά την μετέφεραν στο Ελ Πάσο, μετά στο Οστιν, κ.ο.κ. Από μια εβδομάδα προβολής στην κάθε πόλη. Και περνούσε ένας χρόνος, με τις 6 κόπιες να ταξιδεύουν σ' όλη την Αμερική, να παίζονται στις πιο άθλιες αίθουσες με τις χειρότερες μηχανές προβολής. Ηταν λογικό κάποια στιγμή οι κόπιες αυτές να γίνονται... σπαγγέτι. Ομως αυτό ήταν αναπόσπαστο μέρος της εμπειρίας. Γι αυτό και ήθελα στο «Death proof» να δώσω την αίσθηση της φθαρμένης κόπιας. Κάτι σαν το τέρας του Φρανκενστάιν, φτιαγμένο από διαφορετικές πηγές. Οι 4 πρώτες μπομπίνες είναι επίτηδες εκεί, χάλια, γρατσουνισμένες, με καρέ να λείπουν ξεθωριασμένες. Και οι δύο τελευταίες ξαφνικά άψογες στην εικόνα και το τεχνικολόρ.

Ενας ψυχωτικός πρώην κασκαντέρ
Φόρος τιμής στα φθηνά b-movies της δεκαετίας του 70, το «Death proof» που ξεκινά να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 26 Ιουλίου παρακολουθεί τη φονική πορεία ενός ψυχωτικού πρώην κασκαντέρ που αρέσκεται στο να εκτελεί μέσα στο «αλεξιθάνατο» αμάξι του νεαρές και χυμώδεις κοπέλες. Ολα καλά και... θανατερά, μέχρι που θα βρει τον μάστορά του στα πρόσωπα μιας παρέας δυναμικών θηλυκών, που συμβαίνει να είναι συνάδελφοί του. Τον κακό υποδύεται με απολαυστική γραφικότητα ο Κερτ Ράσελ, ενώ τα υποψήφια θύματα συμπεριλαμβάνουν τις Ροζάριο Ντόσον, Βανέσα Φερλίτο, Ρόουζ ΜακΓκόουαν, Σίντνεϊ Ταμία Πουατιέ, όπως και την αυθεντική Νεοζηλανδή κασκαντέρ Ζόι Μπελ.