Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ

08.01.2008
Ο κόσμος του θανάτου περιβάλλει ξανά τους ήρωες του Μπάρτον. Καταραμένοι και τραγικοί, είναι έρμαια μιας μοίρας την οποία προηγουμένως προκάλεσαν με τον χειρότερο τρόπο, στην απελπισμένη αναζήτηση της αγάπης. Το αίμα κυριαρχεί παντού, φωτίζει τις σχεδόν μονόχρωμες σκηνές και ορίζει μια διαδρομή φρίκης, η οποία όμως -όπως σε όλες τις ταινίες του Μπάρτον- δεν έχει τίποτε το ρεαλιστικό.

Ο κόσμος του θανάτου περιβάλλει ξανά τους ήρωες του Μπάρτον. Καταραμένοι και τραγικοί, είναι έρμαια μιας μοίρας την οποία προηγουμένως προκάλεσαν με τον χειρότερο τρόπο, στην απελπισμένη αναζήτηση της αγάπης. Το αίμα κυριαρχεί παντού, φωτίζει τις σχεδόν μονόχρωμες σκηνές και ορίζει μια διαδρομή φρίκης, η οποία όμως -όπως σε όλες τις ταινίες του Μπάρτον- δεν έχει τίποτε το ρεαλιστικό.

Σίριαλ κίλερ, ο ταλαντούχος κουρέας ήρωάς του (Ντεπ) ξυρίζει τους πελάτες του σαν άγγελος, αλλά το ασημένιο ξυράφι του καταλήγει επιδέξια στους λαιμούς τους. Με μια εξίσου επιδέξια κίνηση ρίχνει τα πτώματα σε μια καταπακτή, όπου η κυρία Λόβετ (η Ελενα Μπόναμ Κάρτερ είναι η κυρία Μπάρτον στην πραγματικότητα) τα αλέθει και φτιάχνει ωραιότατες κρεατόπιτες για τους ανυποψίαστους πελάτες της. Ολα αυτά βέβαια διαδραματίζονται τραγουδιστά, αφού η μουσική, οι άριες και τα ντουέτα καλύπτουν το 90% της ταινίας. Πρωτοεμφανιζόμενοι στο τραγούδι, οι Ντεπ και Μπόναμ Κάρτερ χτίζουν φωνητικά τους χαρακτήρες τους και εκπλήσσουν με την καθαρότητα, τον πλούτο και τη συναισθηματική ένταση των μουσικών ικανοτήτων τους.

Η τρομακτική ιστορία του φονικού κουρέα της Φλιτ Στριτ πρωτοεμφανίστηκε το 1846 ως λαϊκό ανάγνωσμα φτηνού αγγλικού περιοδικού, διασκευάστηκε για πολλά θέατρα της εποχής, έδωσε υλικό σε βιβλία, λαϊκά άσματα και ραδιοφωνικές εκπομπές, και γυρίστηκε ταινία το 1936. Το 1973 ο θεατρικός συγγραφέας Κρίστοφερ Μποντ έδωσε στην ιστορία την τελική θεατρική της μορφή, στην οποία βασίστηκαν ο Στίβεν Στόνχαϊμ και ο Χιου Γουέλερ για το διάσημο πια «θρίλερ-μιούζικαλ» που ανέβηκε το 1979 στο Μπρόντγουεϊ.

Εχω την αίσθηση ότι οι εξαιρετικά υψηλές φωνητικές απαιτήσεις του έργου όχι μόνο δεν προβλημάτισαν τον Μπάρτον, αλλά τον απελευθέρωσαν. Κινήθηκε με απίθανη άνεση μέσα στο μουσικό αντιρεαλιστικό πλαίσιο, αφέθηκε σε εντυπωσιακά εικαστικά παιχνίδια κι έδωσε διαστάσεις υπέροχες στους χαρακτήρες. Το σκοτεινό γκραν γκινιόλ αποκτά με τη μουσική μια ιδιότυπη τραγική ελαφρότητα που ο Μπάρτον κατάφερε να υποτάξει. Ο Σουίνι Τοντ και η κυρία Λόβετ δεν είναι δύο «οπερετικοί» ψεύτικοι χαρακτήρες αλλά ένας ολόκληρος κόσμος που λειτουργεί με τους όρους της αρχαίας τραγωδίας και η κινηματογραφική τους μεταφορά ανεβάζει τα στάνταρ του είδους. Εξαίσιοι ο Ντεπ και η Μπόναμ Κάρτερ, καταπληκτικά τα σκηνικά του Ντάντε Φερέτι και της Φραντζέσκα Λο Σκιάβο και μοναδικός ο Σάσα Μπάρον Κοέν σε έναν μικρό απολαυστικό ρόλο.

Ορέστης Ανδρεαδάκης