Μάικλ Κέιν : Εξομολογήσεις ενός «σερ»

01.02.2008
Με την καινούρια του ταινία, «Παιχνίδια Μυαλού», που αποτελεί διασκευή στο κλασικό θρίλερ μυστηρίου «Σλουθ» που ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς σκηνοθέτησε το 1972, ο 75χρονος ερμηνευτικός θεσμός επιστρέφει πίσω στον... τόπο του εγκλήματος. Υποδυόμενος αυτή την φορά τον ρόλο του αντιπάλου του στην παλιά ταινία.

Με την καινούρια του ταινία, «Παιχνίδια Μυαλού», που αποτελεί διασκευή στο κλασικό θρίλερ μυστηρίου «Σλουθ» που ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς σκηνοθέτησε το 1972, ο 75χρονος ερμηνευτικός θεσμός επιστρέφει πίσω στον... τόπο του εγκλήματος. Υποδυόμενος αυτή την φορά τον ρόλο του αντιπάλου του στην παλιά ταινία.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

%PHOTO1RIGHT%

Πριν 35 χρόνια ένας όχι ταλαντούχος αλλά όχι ιδιαίτερα καταξιωμένος ακόμη Κέιν μοιράστηκε την μεγάλη οθόνη με ένα από τα ιερά τέρατα του βρετανικού θεάτρου και κινηματογράφου: τον Σερ Λόρενς Ολίβιε. Η ταινία ήταν το «Σλουθ», βασισμένη στο πανούργο θεατρικό έργο του Άντονι Σέφερ με το οποίο ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Μάνκιεβιτς έμελλε να αποχαιρετήσει την καριέρα του. Στο εκπληκτικό θρίλερ του 1972, ένας απατημένος σύζυγος προσκαλεί τον εραστή της γυναίκας του στην απομονωμένη έπαυλή του, για να τον παρασύρει εκεί σε ένα δαιμόνιο ψυχολογικό παιχνίδι στο οποίο νικητής πρόκειται να στεφθεί μόνο ένας. Στο ολοκαίνουριο «Σλουθ» που σκηνοθετεί ο Κένεθ Μπράνα από ένα σενάριο του Χάρολντ Πίντερ και έχει μετονομαστεί στα ελληνικά σε «Παιχνίδια Μυαλού», ο Κέιν υποδύεται τον ρόλο του Ολίβιε και ο Τζουντ Λο τον δικό του.

Τι δουλειά έχει ο Κένεθ Μπράνα να ξαναγυρίζει μια ταινία όπως το «Σλουθ» όταν το προ τριανταπενταετίας πρωτότυπο εξακολουθεί και στέκει μέσα στον χρόνο τόσο καλά; Και τι ανάγκη είχε ο 74χρονος ηθοποιός να ξαναπαίξει στην ίδια ταινία, έστω κι αν αυτή τη φορά υποδυόταν όχι τον παλιό του ρόλο, αλλά εκείνον του μακιαβελικού αντιπάλου του;

%PHOTO2LEFT%

«Αν μου ζητούσαν να παίξω τον ίδιο χαρακτήρα ξανά ή αν η πρόθεση του Μπράνα ήταν να επιστρέψουμε στο σενάριο του Άντονι Σέφερ από την παλιά ταινία, η απάντησή μου θα ήταν με βεβαιότητα αρνητική» ομολογεί ο Κέιν. «Τόσο ο Σέφερ, όσο κι ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς δεν θα μπορούσαν να τα είχαν καταφέρει καλύτερα. Δεν θα είχα το παραμικρό ενδιαφέρον να ασχοληθώ ξανά με το ¨Σλουθ¨ αν δεν ήξερα ότι το σενάριο γράφτηκε αυτή την φορά από τον παλιόφιλό μου, τον Χάρολντ Πίντερ, ο οποίος όχι μόνο δεν είχε τύχει να δει ποτέ την παλιά ταινία αλλά και δεν χρησιμοποίησε λέξη από τα όσα είχε γράψει ο Σέφερ. Μου άρεσε έπειτα πολύ η ιδέα του να είμαι εγώ αυτή την φορά ο παλαίμαχος, φτασμένος ηθοποιός. Στην προηγούμενη ταινία το συγκεκριμένο προνόμιο ανήκε στον σερ Λόρενς Ολίβιε. Κι εγώ ήμουν ο καινούριος. Τώρα ο Τζουντ Λο έχει πάρει την θέση μου. Κι εγώ είμαι ο σερ».

Ήταν ομολογουμένως μεγάλη υπόθεση να πρωταγωνιστείτε απέναντι σε έναν ηθοποιό όπως ο Λόρενς Ολίβιε. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο ηλικιακό αλλά και ταξικό σε αυτή την συνεργασία.

Ακριβώς. Τι δουλειά είχε ένα παιδί της εργατικής τάξης, όπως ήμουν εγώ, να σταθεί αντίκρυ σε ένα ιερό τέρας της ερμηνευτικής; Οι περισσότεροι έβρισκαν σε αυτό κάτι λάθος. Καλλιεργούσαν έναν σνομπισμό που μου προξενούσε ακόμη μεγαλύτερο άγχος από αυτό που ήδη είχα. Μπορούσε ο Σερ Λόρενς Ολίβιε, ο διευθυντής του αγγλικού Εθνικού Θεάτρου, ο σπουδαιότερος ηθοποιός που είχε η χώρα να σταθεί αντίκρυ σε έναν νεαρό ηθοποιό από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ο οποίος έπαιζε σε ταινίες όπως το «Άλφι» κάτι αλητήριους που πηδούσαν όλα τα κορίτσια και δεν είχαν να επιδείξουν καμιά σοβαρότητα;

Πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε το άγχος σας απέναντί του; %PHOTO3RIGHT%

Πριν καλά-καλά έρθουμε σε επαφή εγώ και ο Ολίβιε έλαβα ένα γράμμα από εκείνον στο οποίο μου έλεγε «Από την πρώτη στιγμή που θα συναντηθούμε, θα πρέπει να με αποκαλείς Λάρι» . Όπως και έγινε. Από το σημείο αυτό γίναμε ήδη φίλοι.

Τώρα που εσείς είστε επισήμως ο «σερ» και όλοι αντιμετωπίζουν εσάς πλέον ως έναν σπουδαίο ερμηνευτικό θεσμό, πώς ζητήσατε στον Τζουντ Λο να σας αποκαλεί;

Δεν ετέθη καθόλου θέμα γιατί γνωριζόμαστε χρόνια με τον Τζουντ, οπότε με καλούσε ήδη από καιρό Μάικλ.

Εντοπίζετε κοινά σημεία σε έναν ηθοποιό όπως ο Τζουντ, τον οποίο πολλοί συγκρίνουν συχνά με εσάς;

Ναι, βλέπω αρκετά δικά μου πράγματα μέσα του. Έχουμε μεγαλώσει και οι δυο στο Νότιο Λονδίνο, μόνο που εγώ ανήκα στις φτωχικές συνοικίες ενώ εκείνος γαλουχήθηκε σ’ ένα περισσότερο μπουρζουάδικο περιβάλλον. Μοιραζόμαστε εντούτοις και οι δυο την ίδια ντόμπρα νοοτροπία των μελών της εργατικής τάξης για τα οποία δεν μετρά ούτε ποιος είσαι, ούτε ποιος νομίζεις ότι είσαι. Μετρά μόνο το τι λες και το τι κάνεις. Πιστεύω πάντως ότι ο Τζουντ και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της γενιάς του δεν απολαμβάνουν σήμερα της ευκολίας που είχαμε οι νεαροί ηθοποιοί της δικής μου εποχής. Οφείλουν να βρίσκονται συνεχώς σε επαγρύπνηση, να προσέχουν την κάθε τους κίνηση. Τα πράγματα στις μέρες μας ήταν λιγότερο πονηρά. Δεν υπήρχαν οι παπαράτσι και οι κουτσομπολίστικες φυλλάδες. Δεν είχες να αντιμετωπίσεις τους φωτογράφους να καιροφυλακτούν έξω από την πόρτα του σπιτιού σου.

Δυσκολευτήκατε πολύ να δρομολογήσετε την καριέρα σας;

Συνέβη κάτι περίεργο με μένα. Έγινα ηθοποιός στο ξεκίνημα μιας μεταβατικής περιόδου. Την εποχή λίγο πριν επιχειρήσω τα πρώτα μου βήματα το αγγλικό σινεμά ασχολιόταν αποκλειστικά με την ανώτερη ή την μεσαία τάξη. Ήταν ένα σινεμά πολύ μπουρζουά στο οποίο όλοι μιλούσαν με ευγενείς, αφ υψηλού προφορές. Ταινίες για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα δεν γίνονταν ποτέ. Ομοίως οι περισσότεροι αντρικοί ρόλοι δεν είχαν καμιά σχέση με ανθρώπους του δικού μου υπόβαθρου. Φτωχά νεαρά μέλη της εργατικής τάξης δεν εμφανίζονταν στην οθόνη, ούτε στο θέατρο. Δεν υπήρχε θέση για αυτούς. Μόνο αξιωματικούς του στρατού και αριστοκράτες έβλεπες. Έπρεπε να καταφεύγουμε στις αμερικανικές ταινίες για να βλέπουμε ανθρώπους που έμοιαζαν σε εμάς. Και ξαφνικά, από αυτόν τον παντελώς άγνωστο στον κινηματογράφο κόσμο, αρχίζουν να ξεμυτίζουν ένα σωρό ταλαντούχοι άνθρωποι: θεατρικοί συγγραφείς όπως ο Χάρολντ Πίντερ και ο Τζον Όσμπορν οι οποίοι εισήγαγαν μέσω των έργων τους αυτό ακριβώς το υπόβαθρο και το βίωμα, ηθοποιοί όπως ο Άλμπερτ Φίνεϊ, ο Τέρενς Σταμπ, ο Πίτερ Ο’ Τουλ που μετέφεραν στις ερμηνείες του έναν ολοκαίνουριο τύπο αρσενικού. Από ένα σημείο και έπειτα ο αγγλικός κινηματογράφος και θέατρο άρχισαν να κοιτάζουν προς τα χαμηλά. Να τους ενδιαφέρει ο βιοπαλαιστής άνθρωπος. Ακούστηκαν σε φιλμ οι πρώτες cockney προφορές. Κάπου τότε ξεκινούσα κι εγώ την πορεία μου. Και ο κοινωνικός τύπος που εκπροσωπούσα ήταν ιδανικός. Θα μπορούσα από ένα σημείο και έπειτα να είχα εγκαταλείψει τόσο την προφορά όσο και το ύφος της εργατικής τάξης που κουβαλούσα. Τα κράτησα όμως για να μπορώ να πείσω οποιονδήποτε εκπρόσωπό της στην Αγγλία ότι μπορεί, όπως κι εγώ, να τα καταφέρει. Αυτό είναι ίσως το κατόρθωμα για το οποίο είμαι περισσότερο περήφανος.

Είναι η πέμπτη δεκαετία που δουλεύετε;

Ξεκίνησα στις ταινίες όταν ήμουν 29. Ξεκίνησα ως ηθοποιός στα είκοσί μου αμέσως μετά τον στρατό. Αυτό σημαίνει ότι κάνω το συγκεκριμένο επάγγελμα πενήντα τέσσερα χρόνια.

Δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό σας να αποσυρθείτε;

Όχι, ποτέ. Αυτή η δουλειά σε αποσύρει μόνη της. Κάποια στιγμή θα το κάνει και με μένα. Εκτός κι αν έχεις προλάβει να τα τινάξεις μόνος σου πριν συμβεί αυτό. Εγώ προσωπικά δεν κάθομαι να περιμένω. Βρίσκομαι ήδη στην επόμενη ταινία μου με έναν καινούριο Ιρλανδό σκηνοθέτη. Τώρα πια που το ζήτημα δεν είναι τα λεφτά, δεν είναι η φήμη, τώρα η δουλειά αποκτά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Έχω κάνει τα πάντα στις ταινίες. Το μόνο που δεν μου έχει συμβεί είναι να κερδίσω Όσκαρ α’ αντρικού ρόλου.

Δεν είναι ποτέ αργά.

Αυτό λέω κι εγώ στον εαυτό μου. Γι΄ αυτό συνεχίζω να προσπαθώ.

Μιας και όλο και περισσότερες ταινίες σας διασκευάζονται εκ νέου για το σινεμά, ποιο δικό σας φιλμ θα θέλατε να δείτε να μεταφέρεται ξανά στην οθόνη;

Θα ήθελα να δω να γυρίζουν ξανά το «Zulu». Από τη μεριά των αγρίων, αυτή την φορά (γέλια).